Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ


Πολύ φοβόμουν τότε και μ έτρεχαν στις εκκλησιές να με διαβάσουν, μια φιγούρα με κυνηγούσε συνέχεια ένας μελαχροινός αδύνατος σα καλόγερος ψηλός, μαυριδερός, με βλέμμα διαπεραστικό τον έβλεπα παντού, στο τζάμι του μπαλκονιού εμφανίζονταν ξαφνικά κι άλλοτε άκουγα τα βήματα του στις σκάλες και τον ένιωθα να μπαίνει στο σπίτι, κάθονταν σε μια γωνιά στο πάτωμα και με κοίταζε, ''Σε ποιον μιλάς; '' με ρωτούσαν κι αυτός μου έγνεφε να μη πω τίποτα.

Αντικείμενα βρίσκονταν στο πάτωμα, μαξιλάρια μετακινούνταν από τη θέση τους, είχα φρίξει. Με πήγαν και σε μια γυναίκα που μου έβγαλε κάτι χαρτιά γυαλιστερά μήπως γνωρίσω κάποιον από αυτούς που εικονίζονταν κι εγώ της έδειξα έναν που έμοιαζε μ αυτόν που με επισκέπτονταν ''Αποκλείεται!'' μου είπε, ''Αυτός εδώ με τίποτα δε μπορεί να είναι''.

Όποτε πάλι έπιανε να αστράφτει κι οι κεραυνοί κομμάτιαζαν τον ορίζοντα, κάτι πάθαινα και μ έπιαναν τα κλάματα, ο μικρός αδερφός μου γελούσε μαζί μου, είχα δει μια ταινία τότε για κάποιους που κλείστηκαν σ' ένα ξενοδοχείο στη μέση ενός κυκλώνα, τα φοινικόδεντρα λύγιζαν κάτω απ τη μανία του σε μια παραλία, τα νερά είχαν πλημμυρίσει τον τόπο, όλοι είχαν πεθάνει εκτός από ένα μικρό παιδί που σώθηκε με κάποιο τρόπο. Όποτε φυσούσε δυνατά κι η κερασιά μπροστά στο σπίτι μας λύγιζε, δε μπορούσα να βλέπω το δέντρο το καημένο να υποφέρει, νόμιζα ότι θα σπάσει.

Και τα βεγγαλικά το βράδυ της Ανάστασης τα φοβόμουν, όπως ανατινάζονταν με πάταγο σκορπώντας ψηλά εκατομμύρια σπίθες, η μάνα μου μ έκρυβε τότε κάτω απ τη ζακέτα της.

Στο στρατό τα όπλα που ήταν παγωμένα με τρόμαζαν πολύ, κι εκείνες οι σφαίρες οι γυαλιστερές που μπορούσαν να χωθούν μέσα στο σώμα κάποιου. Σαν πηγαίναμε για βολή και κάτι ζώα λοχίες και λοχαγοί μας ταρακουνούσαν να σημαδέψουμε καλύτερα ήθελα να χαθώ από προσώπου γης κι όταν ήταν να ρίξουμε χειροβομβίδες που έμοιαζαν με ρόδια γεμάτα εκρηκτικά όλο πίσω καθόμασταν, βλέποντας τις να ανατινάζονται σε μια ρεματιά, μέχρι που τέλειωναν τα πυρομαχικά και μας έπαιρναν από κει πέρα.

Τώρα πια φοβάμαι λιγότερο, μ αρέσουν οι κεραυνοί κι όποτε αστράφτει και κόβεται το ρεύμα ανοίγω το ράδιο ν ακούσω μέχρι που έχουν βυθιστεί στα μαύρα σκοτάδια, όπως κοιτάζω απ το παράθυρο τις αστραπές κατά το βορά να σκίζουν κάθετα τον ουρανό.

'Άλλα φοβάμαι τώρα κατά δω που βρίσκομαι, τους ναρκομανείς που γυρνούν σα το χάρο στους δρόμους κι άλλοτε λικνίζονται προτού ν ανέβουν στο αστικό και λένε ''Ρε παιδιά που πάω, πέστε μου είμαι επιληπτικός;'' κι ύστερα σωριάζονται στο πάτωμα του λεωφορείου.

Άμα πας να τους σηκώσεις ψιθυρίζουν κάτι λόγια παράξενα κι εσύ τρομάζεις βλέποντας τις βαθιές χαρακιές που πιάνουν όλη τη μια μεριά του προσώπου τους . Είναι και κάτι τύποι με μαύρα γυαλιά που στέκονται κάπου και σκέφτεσαι  ''Εμένα κοιτάνε άραγε;'' κι ύστερα φεύγουν και χάνονται πίσω από πόρτες μισόκλειστες,  μα εσύ νιώθεις το βλέμμα τους απάνω σου .

Στα πάρκα λιοντάρια πέτρινα σαλεύουν τα βλέφαρα όταν εσύ δεν κοιτάς, ανδριάντες μετακινούνται τη νύχτα, σκύλοι με τρία πόδια και μάτια δαιμονικά περνούν μέσα από στοές και βγαίνουν σε μέρη αλλόκοτα, γάτες με εφτά ψυχές και εννιά ουρές , ρινόκεροι εκδικητικοί βγάζουν το φονικό τους κέρατο πίσω από γωνίες στα στοιχειωμένα στενά, κοράκια κουρνιάζουν έξω απ το Θεαγένειο, κοντά στα γραφεία τελετών όπου κάποιοι περιμένουν με αδημονία το τηλέφωνο να χτυπήσει καθώς στις εντατικές άνθρωποι πάνε κι έρχονται απ' τον άλλο κόσμο.

Στο σταθμό κάποιος έχει σκοτώσει τη γυναίκα του, αποφυλακίστηκε και κοιμάται όπου νάναι οι ταξιτζήδες τον κοροϊδεύουν, βλογιοκομμένοι ξυρίζουν τα κεφάλια τους στα κουρεία, πρέσες κατεβαίνουν με δύναμη στα καθαριστήρια γεμίζοντας ατμούς το τόπο, μια αγριάδα πλανιέται στην ατμόσφαιρα της πόλης, μπορείς να την αισθανθείς στο σώμα σου, σκιές κινούνται, πράγματα άψυχα ζωντανεύουν, ζητιάνοι φορτικοί σε πλησιάζουν επικίνδυνα, δράκοι ιπτάμενοι κι επίγειοι αρπάζουν κορίτσια απ τις στάσεις, κάποιοι κλέβουν λείψανα από εκκλησιές.


Όλα είναι παράξενα κατά δω, αίματα στα σκαλιά μιας οικοδομής, θροΐσματα και ψίθυροι στους διαδρόμους, μυρουδιά καμένου έρχεται από κάπου, καθρέφτες σπασμένοι, κάποιο κακό θα συμβεί και να δεις που σε μια στιγμή θα τον δω το μαύρο καλόγερο στο τζάμι του μπαλκονιού ξανά για να μου πει
''Θα το μετανιώσεις που είπες για μένα !!!''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...