Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

ΘΑ ΓΙΝΕΙΣ ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ



Αυτή είναι  η πόλη μου, μπορώ να το πω πια  ύστερα από εικοσιέξι  χρόνια.

 Εδώ δίπλα που γράφω, στο Ναυαρίνο,  ο Θεοδόσιος κατέσφαξε εφτά χιλιάδες ψυχές  μες στο ιππόδρομο, το αίμα λέει έτρεχε ποτάμι, τι χασάπης κι αυτός,   η Ροτόντα πιο πάνω στρογγυλή,    περιστέρια πετούν πάνω τον πύργο του Τριγωνίου  απ όπου μπούκαραν οι Τούρκοι κατά τη άλωση και ρήμαξαν ότι είχε απομείνει όρθιο, ομίχλη στο Επταπύργιο, ζευγαράκια φιλιούνται κατά κει,   βράχοι στα ρέματα των Συκεών,  κάποτε  ρίχνανε  πτώματα από κει πάνω  οι Γερμανοί κι οι αντάρτες,  ένα υδραγωγείο στρογγυλό ψηλά στα Μετέωρα, νταμάρια κατά το Χορτιάτη,   ρέματα μπαζωμένα στην Ηλιούπολη,   στα μπαλκόνια κλουβιά μ’  εξωτικά πουλιά,  οι καρακάξες τα σκοτώνουν το ξημέρωμα με  μια τεχνική, τα στριμώχνουν στη γωνία τρομάζοντας τα με τα φτερά τους κι ύστερα τα εκτελούν με τα μακριά τους ράμφη.

Αυτή είναι η πόλη μου φίλε, ανηφόρες και σκαλιά στην Τούμπα όπου μοιράζαμε διαφημιστικά μες το λιοπύρι,   καφενεία γκρεμισμένα,  κάποιος τραγουδούσε πίσω απο μια ανοιχτή πόρτα'' Θα γίνεις δικιά μου'',  στενά στοιχειωμένα κατά τη Καλαμαριά,   παράθυρα απ όπου βλέπεις  λίγο κατά τη θάλασσα και τη   Μηχανιώνα,  κύματα φαίνονται ανάμεσα απ τις καμάρες της Αριστοτέλους ,νησίδες γαλήνιες στο νερό ανάμεσα στους παφλασμούς σαν ξέφωτα υδάτινα, καπνομάγαζα κατά τη Σταυρούπολη ,  γυναίκες σκληρές δούλευαν κατά κει,  ιδρώτα  και καπνό μύριζαν σαν σχολούσαν,  σκουπίδια παντού. 
 
Eπιγραφές περίεργες που με γοήτευαν πάντα, κλινικές λιπογλυπτικής,   μειωτήρες μοτέρ,    διαλύματα υδατανθράκων και ηλεκτρολυτών, μεμβράνες αντηλιακές, ζητιάνοι στέκονται έξω από πύλες στη δυτική πλευρά κοντά στα δικαστήρια όπως προτού χιλιάδες χρόνια, Ρωμαϊκά λουτρά ,   ένα δέντρο μοναχό του στη μέση ενός σταδίου, βωμοί αρχαίοι και κολυμβήθρες κάτω απ τον άγιο Δημήτριο,   τοιχογραφίες του Πανσέληνου φθαρμένες ,  στα παρεκκλήσια γυναίκες βγάζουν τα μαντήλια και μπορείς να δεις τον υπέροχο λαιμό τους.


Εδώ πέρα γίναμε άνθρωποι, αν γίναμε τέλος πάντων, για κλαδέματα πηγαίναμε με το παππού μου τέτοιον καιρό, μια γυναίκα στη άνω πόλη είχε μια τριανταφυλλιά  δέντρο ολόκληρο, ‘’Να μου την προσέχετε’’  μας έλεγε καθώς μας έβγαζε κουλουράκια και γλυκό και μεις  παλεύαμε μες τα πελώρια αγκάθια να κόψουμε ξερά κλαδιά,  να δώσουμε σχήμα όμορφο,  τα χέρια παγωμένα μα το αίμα κυλούσε στα δάχτυλα όπως δουλεύαμε.       
Αργότερα ο τόπος γέμιζε τριαντάφυλλα  κατακόκκινα, έξοχα,  μπορούσες να τα δεις και να τα μυρίσεις  από μακριά.


Τις νύχτες η γιαγιά με τον παππού μου έλεγαν ιστορίες για το χωριό,  για ένα δρόμο στρωμένο με πλάκες παλιές που είχαν σκαφτεί από χιλιάδες οπλές και πόδια,   ίχνη από   πέταλα αλόγων υπήρχαν σκαλισμένα σένα βράχο, άλλα πέταλα σκουριασμένα στη άκρη του δρόμου,  ξέφωτα με χορτάρι πράσινο πιο πέρα,  λουλούδια κόκκινα και μαβιά φύτρωναν  από βολβούς χωμένους στο χώμα .   
    Καθόμουν και τους άκουγα ώσπου να με πάρει ο ύπνος,  μια ταινία έπαιζε στη τηλεόραση, ο Κουασιμόδος κρέμονταν από μια καμπάνα που αντηχούσε.

Αυτή είναι η πόλη μου,  τρελαίνομαι όταν βλέπω να σηκώνουν ντουβάρια και να μου κλείνουν  τον ορίζοντα,   άμα έχεις γεννηθεί στην ανοιχτωσιά δεν το αντέχεις,  ζουμπούλια ροζ και γαλάζια στα Λουλουδάδικα,  αμάξια γδέρνουν τα πεζοδρόμια και γκρεμίζουν γλάστρες, κάποιος τρέχει να τις μαζέψει , καφέ μυρίζουν οι στοές στο Καπάνι. 

 Τριγύρω Αρμένιοι  αχαΐρευτοι,    Πακιστανοί δίνουν τη θέση τους στο αστικό  σε γέρους κι οι τελευταίοι  λένε ευχαριστώ ,   βιβλικές σκηνές,   Βούλγαροι κοιμούνται στα πατώματα υπογείων ,   Αλβανοί φεύγουν για την Ιταλία,   Γεωργιανοί ονειρεύονται τον χιονισμένο Καύκασο όπου άφησαν σπίτια και παιδιά,   Αφρικανοί που κυνηγούσαν λιοντάρι μαλώνουν με ελεγκτές που τους λένε να κόψουν εισιτήριο,   μανάρια πέφτουν απάνω σου ‘’Με συγχωρείτε!’’  ελεύθερα κορίτσια,  το   φεγγάρι αρμενίζει τη μέρα στο γαλανό ουρανό, τη νύχτα μια λάμα ατσάλινη πάνω απ  τα κάστρα, νερά τρέχουν ανάμεσα απ τις πολεμίστρες του Λευκού Πύργου, αυτή ρε φίλε είναι η πόλη μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...