Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

ΒΥΣΣΙΝΙΑ ΟΜΙΧΛΗ



Ένας αναρχικός γεμάτος τρύπες στο πρόσωπο με κάτι μαλλιά σα σκοινιά μου εξηγούσε το late November των Pavlov’s dog, η φωνή λέει έβγαινε από άντρα κι εγώ που τα φοβόμουν πάντα εκείνα τα παιδιά που έμοιαζαν με ξωτικά τον άκουγα.

Ακούγαμε τέτοια μουσική τότε μέναμε σ εκείνο το ξενοδοχείο που είχαν μεττρέψει σε ξενώνα, κοντά στο Βαρδάρη με το χαλασμένο ασανσέρ, όπου έπρεπε να σηκώσεις το βλέμμα για να δεις ψηλά τι σε περίμeνε μέχρι να ανέβεις στον όγδοο. Ο Λευτέρης ένα άλλο παιδί αλλήθωρο μου μιλούσε για τους Pink Floyd και μου έβαζε δίσκους με τεράστια εξώφυλλα, ασπρόμαυρα και χρωματιστά σ ένα σαραβαλιασμένο πικ απ,  με κάτι λόγια παράξενα ''..so my son welcome to the machine ''.

Πηγαίναμε σε κάτι γυράδικα τα βράδια, μια ταινία με τον Van damme έπαιζε σε μια τηλεόραση, κάτι πολυκατοικίες γκρεμισμένες θυμάμαι και κάτι μπρατσαράδες να παλεύουν δίπλα τους μέχρι να ματώσουν. Κάμερες έδειχναν σε μια οθόνη άλλη ανθρώπους να περπατάνε στο δρόμο, κάπου υπήρχε ένα γυμναστήριο όπου τύποι με κοντομάνικα έτρεχαν σε διαδρόμους κοιτάζοντας τα αμάξια να περνούν  μ' αναμμένα τα φανάρια, ένας τύπος αξύριστος πουλούσε σκισμένα best sellers που τα είχε στοιβάξει στο πεζοδρόμιο κι εμείς βλέπαμε σ ένα κανάλι της κακιάς ώρας τον Van Halen να κάνει ψαλίδια τρελά στον αέρα τραγουδώντας ''...my love is rotten to the core''.

Ύποπτα μαγαζιά και πορνοκινηματογράφοι κατά κει, φοβόσουν να περάσεις τις πόρτες, κάτι παραβάν σε κάτι σπίτια, κάτι γυναίκες χοντρές χασκογελούσαν προτού εξαφανιστούν μαζί με περίεργους χωρικούς πίσω από πόρτες, όλοι κάπνιζαν τριγύρω, κάτι φωτάκια κόκκινα, μια ομίχλη βυσσινιά σχηματίζονταν εκεί μέσα κι εμείς είχαμε στο μυαλό το ''Purple haze''. Σαν έβρεχε οι υδρορροές έσταζαν νερό κατά πάνω μας από ψηλά, σαν πηγαίναμε να περάσουμε το δρόμο οι μηχανές γκάζωναν σα να ήθελα να να περάσουν από πάνω μας, σε κάτι μαγαζιά τύποι με πιστόλια τρυπούσαν αυτιά παιδιών για να περάσουν σκουλαρίκια.

Στις βιβλιοθήκες ψάχναμε για βιβλία σχετικά, στο Ανατόλια είχαμε βρει ένα για τους Doors, o ντράμερ τους εξηγούσε πως προσπαθούσε να επιβιώσει σ αυτόν τον τρελό κόσμο, πως έριχνε τα ξυλαράκια στον κόσμο και του τα επέστρεφαν γεμάτα αίματα, χαμπάρι δεν είχε πάρει όπως σφυροκοπούσε με μανία τα τύμπανα χαμένος στους ρυθμούς του, έχοντας τους καρπούς δεμένους σφιχτά με επιδέσμους γιατί πονούσαν όπως στριφογύριζε με μανία τα χέρια του πάνω απ τις τεντωμένες μεμβράνες. Κι ύστερα όταν τον έπιασαν σε μια συναυλία γιατί ο άλλος ο καραγκιόζης ο Μόρισον έκανε βλακείες αηδιαστικές, οι αστυνομικοί του πέρασαν χειροπέδες κι αυτός σκέφτονταν ότι πάει η καριέρα του γιατί ο χειροπέδες θα του σμπαράλιαζαν τους πολύτιμους καρπούς του.

Στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας ανάμεσα σε σκοτεινούς διαδρόμους διαβάζαμε για τη Jazz, ο Miles Davis πάθαινε πλάκα τότε που ο Coltrane ήθελε να αλλάξει το μπροστινό του δόντι γιατί νόμιζε ότι θα του κατάστρεφε τον ήχο στο τενόρο σαξόφωνο, οι μαύροι κάνανε πρόβες με τις τρομπέτες πάνω στη γέφυρα του Μπρούκλιν κι οι φοιτητές του πανεπιστημίου όπου είμαστε κι εμείς οι παρείσακτοι και φοβόμασταν να ζητήσουμε κάτι βιβλία, σηκώνονταν και χτυπούσαν προσοχή όποτε η τρομπέτα από το γειτονικό στρατόπεδο έπαιζε το βραδινό εμβατήριο καθώς ο ήλιος γκρεμίζονταν πίσω από τον Όλυμπο, στο βάθος κι όλη η πλάση τριγύρω βάφονταν πορφυρή.

Στο στρατό κάτι Αθηναίοι ακούγανε Σιδηρόπουλο ''.. τώρα πες μου ποιον θάχεις να τα λες''. Το βράδυ έκρυβαν τα όπλα τους σ ένα δασάκι κι αντί για το περίπολο ένα ταξί τους έπαιρνε από ένα χωματόδρομο μυστήριο  τους πήγαινε σε κάτι γυναίκες ντόπιες.

Στα σύνορα οι Βούλγαροι μας έδιναν να δοκιμάσουμε τα Καλάσνικοφ τους με τους κυρτούς γεμιστήρες, τρελοκομείο κατά κει πάνω, κανείς δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για σένα, ένας ταξίαρχος μας έλεγε πόσο παλικάρι ήταν ο Παπαδόπουλος και πόσο κάθαρμα ο Ιωαννίδης, ο διοικητής έφερνε στο στρατόπεδο τη γυναίκα του μια ξέθωρη ξανθιά που μου προκαλούσε αναγούλα, κάποιος μουρμούριζε στον ύπνο του, άλλος είχε πάθει ντελίριο κι είχε τινάξει τα μυαλά του στον αέρα, μερικοί έλεγαν ότι έβλεπαν τη φάτσα του στον καθρέφτη στο υπόγειο με τους νιπτήρες τα βράδια, κανείς δεν έμπαινε στο θάλαμο του γιατί έλεγαν ότι τους περίμενε κρυμμένος πίσω απ' τη πόρτα, ένας Πειραιώτης είχε δει έναν ίσκιο να σέρνεται κι εγώ άκουγα σε μια σκοπιά   ''If I close my eyes for ever''.

Ήθελα να φύγω τότε από την Ελλάδα, ήξερα τι με περίμενε αλλά στο εξωτερικό ήταν ακόμα χειρότερα, τις Κυριακές πηγαίναμε στη Βέροια, τα απογέματα όπως επιστρέφαμε εγώ ζάλιζα τους σταθμούς, ποτέ δεν καθόμουν στ' αυγά μου μέσα στο αμάξι, τριγύρω ροδακινιές ανθισμένες, ορυζώνες και προσχώσεις μέχρι βαθιά στη θάλασσα, νερά και πουλιά, η Σαλονίκη στο βάθος στα πόδια του Χορτιάτη, όγκοι τσιμέντου τετράγωνοι, αραδιασμένοι κατά μήκος της παραλίας, ένα ατύχημα είχε συμβεί κάπου, κόσμος μαζεμένος, αμάξια αναποδογυρισμένα έδειχναν τη κοιλιά τους, λάμψεις και καπνοί ανέβαιναν στον ουρανό, όλα γύρω είχαν τυλιχτεί σε ομίχλη βυσσινιά όπως παλιά. .


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...