Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

Στη κλινική είχε πολύ γέλιο, απο κάποιον έπεφταν πορτοκαλάδες και σοκολάτες και μπισκότα που είχε αγοράσει και δεν ήθελε να δώσει σε κανένα, άλλος πηγαινοέρχονταν  νευρικά μονολογώντας ''Να μη τον ξεχάσω το μαλάκα, να μη τον ξεχάσω το παλιομαλάκα'' δε θυμόταν τη τύφλα του αυτός, μια χοντρή δε σταματούσε να τρώει, ένας αδύνατος, μοναχός ώρες πολλές  προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι  αλλα δεν είχε μείνει  τίποτα μες το μυαλό του- αν υπήρχε ποτέ- και δυσκολεύονταν,   κάποιος είχε δοκιμάσει να το σκάσει πηδώντας απ' τα κάγκελα κι ένα ροντβάιλερ  από ένα γειτονικό σπίτι ξαμολύθηκε ξοπίσω του, τον έπιασαν , τον έφεραν δεμένο, ήρθε ένας γιατρός , ''Είμαστε φίλοι εντάξει''- ''Όκεϊ γιατρέ'' πήγαν μέσα  ''Λύστε τον ''μόλις έκλεισαν τη πόρτα  όρμηξε ''Θα σε φάω ζωντανό'' φωνές κακό μπούκαραν οι νοσοκόμοι τον μαζεύανε. Έγινε ένα γλέντι, κάποιος έπαιζε φάλτσα μπουζούκι,  άλλοι ανέβαζαν τον ενισχυτή και ξεραίνονταν στα γέλια , αυτός απορούσε δε μπορούσε να καταλάβει τι γίνεται, ένας πιτσιρικάς πήρε φόρα και στουκάρησε σ' ένα τζάμι, προσπαθουσαν να ξεκολήσουν τα γυαλάκια από πάνω του, κατά τα άλλα ήταν εντάξει, ο επιθετικός τύπος πήρε κάποιον παραμάζωμα στις σκάλες και τον πήγε μέχρι την κουζίνα, στο υπόγειο για να τον  αδειάσει σε κάτι βαρέλια με σκουπίδια, συναγερμοί βαρούσαν , οι νοσοκόμες τα είχαν δει όλα, το πρωί μια έντονη μυρουδιά από τσιγάρα κι αντισηπτικά, σ 'ενα  θάλαμο η χοντρή γυναίκα έκλαιγε ανεξέλελεγκτα,  ένας πρώην ναρκομανής κείτονταν πεθαμένος στο κρεβάτι του με το κεφάλι κρεμασμένο  στο πλάι.

 Οι δυο τους τάλεγαν εκεί μέσα. Τον εναν τον είχαν κουβαλήσει ύστερα από  ένα ατύχημα, ένα  λεωφορείο είχε πέσει απάνω  του και τον έκανε λιώμα, για ώρες ήταν σε αφασία , η γυναίκα του του είχε κλείσει τα μάτια, αυτός έβλεπε οράματα, ένας ύπνος γλυκός, κάτι τον τραβούσε γλυκά πολύ προς ένα μέρος, ήθελε  να φύγει, να τελειώνει μα ύστερα σκέφτηκε'' Δε γίνεται έχω το παιδί και τη γυναίκα'' και γύρισε πίσω  αλλά το σοκ ήταν μεγάλο δεν άντεξε , τελικά τον έφεραν στη κλινική.
        Ο άλλος τα είχε παίξει στη Πελοπόνησσο σ 'ενα κέντρο της αεροπορίας, είχε πάει μοναχός του με τρένα και με φορτηγά, κοιμήθηκε ένα βράδι στην Αθήνα, ένα ξενοδοχειο στην Ομόνοια  χάθηκε στα στενά, δεν ήξερε τι γίνονταν γύρω. Στο κέντρο ένα αεροδρόμιο, αεροπλάνα έπαιρναν φόρα και ξαμολιούνταν στον αέρα, εξατμίσεις και κηροζίνες, το σκάφος χάνονταν ψηλά σε μια στήλη κάποιου προβολέα ώσπου να το καταπιεί  το σκοτάδι. Καταδρομείς έκαναν πτώσεις νυχτερινές μ' αλεξίπτωτο, τύποι με μαύρες πουλάδες στο στήθος πηγαινοέρχονταν στο στρατόπεδο, πολύ πέτρα εκει κάτω όχι όπως  στη Μακεδονία με τους απλωμένους κάμπους,  κάτι μπεκ έριχναν νερό σε καρπούζια και φασόλια, σκορπιοί και φίδια, τζιτζίκια χαλούσαν το κόσμο, τους έβαλαν αγγαρεία στα μαγειρεία, κάποιος  έριχνε ένα καζάνι μακαρόνια σε μια μπανιέρα κι ύστερα τα ανακάτευε με τα χέρια,  μια μέρα κλάπηκαν κάτι όπλα, ήταν σκοπός,  ένα μοσχάρι με γαλόνια τον στρίμωξε  '' Στάσου όρθιος ρε!  Μην είσαι νωχελής!  Μη στέκεσαι στο ένα πόδι!  Σου μιλάω ρε! τον τσάκισε, μια μελαγχολία τον έπιασε, σέρνονταν στο νοσοκομείο, δυο αερονόμοι τον φόρτωσαν στο λεωφορείο και τον έστειλαν σπίτι του.

Μόλις βγήκαν απ τη κλινική πήγαν όπως είχαν πει στο βουνό να μαζέψουν τσάι,  ο δρόμος σμπαραλιασμένος απ τις βροχές παραλίγο να γλυστρήσουν σ' ένα βάραθρο, ωραία ήταν  όμως εκεί πάνω,  τα σύννεφα φαίνονταν από κάτω όπως όταν πετάς μ αεροπλάνο,  ένα σμήνος από πουλιά βρέθηκε εκεί πέρα τρέχα γύρευε πως, βγήκαν και μια φωτογραφία με τον ήλιο να κοκκινίζει τη δύση.

Τη βλέπω αυτή τη φωτογραφία και σκέφτομαι ότι πέρασαν χρόνια από τότε.
Πάντως ο αδερφός μου όμορφος φαίνεται.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...