Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

DOWN

Όλοι  οι γιατροί της είπαν ότι το παιδί της θα γεννηθεί με σύνδρομο Down κι όλοι γύρω της της έλεγαν να το ρίξει  μα αυτή το κράτησε κι όταν ήρθε στο κόσμο γερό όλοι πάθανε πλάκα. Τό  'ταξε σ' ένα μοναστήρι κάπου σ'  ένα νησί.  Πήρε το καράβι μονάχη  νύχτα, στο κατάστρωμα φωνές, ένας γέρος που κοιμόταν σε μια καρέκλα και ροχάλιζε γκρεμίστηκε κι όλοι ξέσπασαν σε γέλια, το πρωί φιγούρες αχνές από νησιά και παντού νερό, νερό, νερό γαλάζιο.

Στην αποβάθρα περίμενε ένας στόλος από ταξί, πλήθος τρομερό από σακατεμένους, γυναίκες με μάτια σκαλισμένα απο το κλάμα, ανάπηροι χλωμοί σα πεθαμένοι κείτονταν σε καροτσάκια, γονατισμένοι σέρνονταν,παλάμες σκούπιζαν μέτωπα, μπουκάλια παγωμένα στα πρόσωπα για δροσιά κάποιοι έκλεβαν στην ουρά, μια λιτανεία, λάβαρα μπάντες, κάτι καρέκλες πλαστικές για το βραδινό γλέντι. λιποθυμίες, ασθενοφόρα, πουκάμισα ξεκουμπώνονταν, μαλάξεις , συσκευές οξυγόνου κολούσαν στο στόμα, μια παλαβή με μπικίνι ήθελε οπωσδήποτε να προσκυνήσει, ένας τύπος έλεγε ιστορίες για καντήλες που άλαζαν θέση τη νύχτα και για εικόνες που μετακινούνταν, έφτασε μετά από ώρα μπροστά σ' ένα τέμπλο, κάποιος την έσπρωχνε, τη πήραν τα κλάματα, μπήκε σ' ένα καμαράκι, δε μπορούσε να σταματήσει, ένας νεωκόρος τη λυπήθηκε, της έδωσε μια λαμπάδα μεγάλη και την ξαναέβαλε στην σειρά.

Το μεσημέρι έψαξε για δωμάτιο - δεν είχε κλείσει- την έβαλαν σε μια κουζίνα κι απ' το παράθυρο έβλεπε πλανόδιους με καρπούζια και πεπόνια. Κατέβηκε στο λιμάνι , στις ταβέρνες φάβα , ντοματοκεφτέδες, μυζήθρες  και κοπανιστές, μελιζάνες και πιπεριές τηγανίζονταν, σαλάτες με χταπόδια και σκυλόψαρα, σμέρνες, σκορπιοί και σκορπίνες μαύρες, ρακιά και τσίπουρα, γάτες σπαστικές παντού. Πήγε μ' ένα αμάξι βόλτα στο νησί, ένας κολοσσός κοματιασμένος απλώνονταν σ' ένα χωράφι, ένα γήπεδο τρομερό κάτω απο ένα κάστρο, ένα λάστιχο πότιζε το χορτάρι, βράχια και δέντρα. μπαξέδες στα πεζούλια , στέρνες με νερό βρόχινο κι αυλάκια σ' ένα υδραγωγείο κοντά. Πήγε σε μια παραλία με χαλίκια κατεβαίνοντας κάτι σκαλιά, φύκια πράσινα , πεταλίδες και χοχλιοί κολημένοι στα μουσκεμένα βράχια,  κύματα έσκαγαν μαλακά στις πέτρες.

Το  βράδι δε μπόρεσε να υσηχάσει, ένα πληντήριο δούλευε ασταμάτητα, νερά έτρεχαν, ξαναθυμόταν ότι συνέβη, τους γιατρούς μες τα μαιευτήρια,  βεντούζες κι άλλα εργαλεία τρομαχτικά, υγρά και αίματα  κι αναισθησίες και κλάματα, σκέφτονταν άλλα μωρά που τα πετούν σε κάδους και τα βρίσκουν μελανιασμένα από το κλάμα, κι άλλα παρατημένα σε πόρτες και σκαλιά, τη μάνα της που είχε μια αποβολή στο σπίτι, κι άλλες γυναίκες πιο παλιά που γεννούσαν στα χωράφια κι έπειτα φορτώνονταν ξύλα κι απο πάνω έβαζαν τα μωρό και κινούσαν για το σπίτι. Άλλες πάλι  έπρεπε να διαβούν ποτάμια γιατί τις κυνηγούσαν Τούρκοι κι άλλοι βάρβαροι κι όλλοι τις έλεγαν να τα παρατήσουν τα καταραμένα μα αυτές ήξεραν ότι δε θα μπορούσαν να ζήσουν  με την αμαρτία του αθώου βρέφους να τις στοιχειώνει.

Κατά τα ξημερώματα τη πήρε ο ύπνος κι ονειρεύτηκε το δικό της το παιδί να κάθεται σ΄ενα τραπέζι με κάποιον  απέναντι του ντυμένο στ' άσπρα που έλαμπε. Είχαν μπροστά τους ένα ψωμί στρόγγυλο, ένα ψάρι και μια κερήθρα μέλι και τρώγανε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...