Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

ΑΥΤΗ Η ΘΑΛΑΣΣΑ Η ΜΕΓΑΛΗ...

Παραλίγο να πλακωθώ μ' έναν καλόγερο σ' ένα μοναστήρι όπως τρώγαμε. Είχε πέσει με τα μούτρα στο  πιάτο του κι είχε πιει κάνα δυο ποτήρια κρασί- δε τους μπορώ τους λαίμαργους. Κατά τ' άλλα περνούσαμε τζάμι, στο μπαξέ μας έδειχναν ντοματιές και φασολιές, στα παρτέρια είχαν φυτέψει δενδρολίβανο , ρίγανη , δυόσμο, θυμάρι- ο βασιλιάς λέει των αρωματικών-, φασκόμηλο και κόλιανδρο για γήινη γεύση, μέντα, μαιντανό κι αρμπαρόριζα για γλυκίσματα, παντού τριανταφυλλιές ροζέ και βελούδινες , στη κουζίνα  έφτιαχναν φακές με πληγούρι ρίχνοντας από πάνω λάδι και σε κάτι άλλα κατσαρολικά ρεβύθια με λεμόνι μπόλικο,  βαζάκια με μπαχαρικά διάφορα, καζάνια γυαλισμένα, κουτάλες ξύλινες , φούρνοι καπνισμένοι, πελτέδες και πλεξούδες σκόρδο,κάποιος τηγάνιζε μελιτζάνες, απ το παράθυρο έβλεπες κάτι τοίχους ασβεστωμένους και πιο πίσω  το πέλαγο, θέα φοβερή, τα κύματα έσπαγαν στα βράχια βουίζοντας, στην αρχή σου σπάνε τα νεύρα αλλά σιγά-σιγά ηρεμείς. Ένας γέροντας εκατό χρονώ κι απάνω  μας έλεγε ιστορίες για φλουριά θαμένα σε κάσες, για πόλεμους με Τούρκους που γέμιζαν έναν κάμπο, κάποιοι λέει έσκαβαν ταμπούρια με τα μαχαίρια τους, το βράδι έπεφταν στα γιατάκια τους να πλαγιάσουν, μας έλεγε για θερισμούς και τρύγους για σταφύλια γλυκά, κόκκινα κι άσπρα και για άλογα που έπιναν νερό κελαρυστό σε ποτίστρες.
 Στην εκκλησία ψέλναμε με τον Πέτρο,''Κεχαριτωμένη χαίρε'', ζόρικο, κόσμος πολύς, κόμπλαρα μα σκέφτηκα ''Θα το πω κι ότι γίνει'' κι ύστερα νιώθεις πολύ ωραία ρε φίλε, έτσι γίνεται, έκανα λάθη κι ο Πέτρος με διόρθωνε μαλακά, διαβάζαμε ψαλμούς ''Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος..'' κι αναγνώσματα, ο Ιακώβ έπεφτε για ύπνο μ' ένα λιθάρι προσκέφαλο κι έβλεπε τη σκάλα με τους αγγέλους ν' ανεβοκατεβαίνουν , ξύπνησε και είπε'' Ρε μεγάλε που έχω πλαγιάσει'' κάτι τέτοιο, στους τοίχους αγιογραφίες, η γέννηση, βοσκοί με προβιές, μάγοι με τα μουλάρια πάνε σ' ένα βουνό ακολουθώντας το άστρο, ο Χριστός στο τάφο τυλιγμένος με λωρίδες άσπρες, μια γυναίκα πάει να τον ακουμπήσει'' Μή μ' αγγίζεις !'' ο ηγούμενος μας είπε για τα δέντρα που λύγισαν να προσκυνήσουν σαν πέθανε η Παναγία, για τον Ιεφθάε που του κόπηκαν τα χέρια σαν πήγε ν' ακουμπήσει το φέρετρο κι ύστερα ένας άγγελος του τα κόλλησε πίσω, για τόν άραφο χιτώνα του Ιησού που είχε φτιάξει η μάνα του και για το κεντημένο καταπέτασμα του ναού που είχε ράψει,  αυτό που σκίστηκε όταν πέθανε στο σταυρό ο γιος της, ο Θωμάς λέει δεν πίστευε ότι στο μνήμα ήταν η Παναγία- καλά αυτός ο Θωμάς ήταν περίπτωση - και του πέταξαν τη ζώνη της μπας και πειστεί.

Εγώ πάντως δε μπορούσα να πάψω να παρακολουθώ τις γυναίκες που έρχονταν, πόδια μακριά σημάδια στη πλάτη απ το μαγιώ, μάτια γαλάζια πράσινα και καφετιά, κρατούσαν λαμπάδες και τις κολούσαν σε μια εικόνα παλιά μαυρισμένη, με κάτι τάματα ασημένια κρεμασμένα απάνω της.
Ένα μικρό σπαστικό μ' ένα σημάδι στο ποδαράκι του χαλούσε το κόσμο με τις φωνές του ώσπου η μάνα του το αμόλησε.
Έπιασα κουβέντα με μια ξανθιά - οι γυναίκες μου ανοίγονται, μ' εμπιστεύονται δε ξέρω γιατί, μου είπε την ιστορία της. Είχε παντρευτεί έναν αχαϊρευτο, τη χτυπούσε άμα δε του άρεσε το φαϊ, , την έπεσε σε μια φίλη της, ένα βράδι  της είπε μια προστυχιά κι αυτή αηδίασε, πήρε τους δρόμους με το μωρό στην αγγαλιά , δε ξαναγύρισε πίσω, αυτό το μωρό που παραλίγο να τη στείλει στο τάφο στο Ιπποκράτειο, όπου γέννησε για οικονομία, παρέα με κάτι γύφτισσες. Αυτές κουβαλούσαν μαζί τους  όλο το σόι που κοιμόταν στο πάρκο. Μετά τη γέννα ο γιατρός δοκίμασε τη κοιλιά της χαμηλά κι  ένας πίδακας αίματος αναπηδησε, το βλέμα του γιατρού γέμισε πανικό κι αυτή είχε ανατριχιάσει τη βάλανε στην εντατική, το μωρό χαροπάλευε τελικά γλύτωσε, αλλά του έμειναν κάτι σημάδια.

Ο ήλιος βούλιαζε στα κόκκινα σύννεφα οι ψαράδες αμολούσαν πετονιές, καβουράκια λιάζονταν κι άλλα κάτι έβαζαν στο στόμα με τα ποδαράκια τους, πίσω μας ένα μικρό  χωράφι με καλαμπόκια που σείονταν στο φύσημα του αέρα.Το σπαστικό κοριτσάκι εμφανίστηκε από κάπου και πλησίασε τη ξανθιά γυναίκα. Πρόσεξα ένα σημάδι στο ποδαράκι κάτω απ το γόνατο. Κατόπι ήρθε κοντά μου κι έπιασα τα μαλακά χεράκια του.
''Ξέρεις''  μου είπε η γυναίκα '' από  κείνη τη βραδιά που φύγαμε απ το σπίτι δεν έχει αγγίξει ξένο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...