Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

ΑΛΔΕΒΑΡΑΝ

Τη περίμενα σ' ένα μαγαζί στην Αριστοτέλους, ο κόσμος είχε αρχίσει να γυρνά στη πόλη απ τις διακοπές , στη στοά του Μοδιάνο κάποιοι έτρωγαν ψάρια, δίπλα τους ένα κυπελάκι με μπούκοβο, φέτες καρπούζι για επιδόρπιο , ανεμιστήρες γύριζαν τις λάμες τους στον αέρα, ηλεκτρολόγοι έφτιαχναν εγκαταστάσεις, αφίσσες στους τοίχους, ο Στηβ Μακ Κουήν στο Getaway, , ο Τζέιμς Ντην ζεσταίνονταν σε μια μπάρα μπαλέτου, στους πάγκους κράνα δράμας , γιαρμάδες Νάουσσας, σύκα αμπελίσια, βανίλιες κόκκινες και πράσινες. γλυστρίδες από κάτι χωριά, στα λουλουδάδικα μπουκέτα με ζέρμπερες και ορχιδέες σ' έπιανε ζαλάδα απ' τη μυρουδιά των λουλουδιών, ένα φορτηγό ψυγείο είχε ανοίξει τη πόρτα του και γέμιζε ατμούς παγωμένους το τόπο.

Είχαμε μιλήσει μονάχα στο τηλέφωνο ως τότε, η φωνή της έρχονταν από κάπου βαθειά, δούλευε σε κάτι γραφεία, σκεφτόμουν τι  στο καλό κάνει κλεισμένη εκεί μέσα τόσες ώρες, προσπαθούσα να τη φανταστώ, κοίταζα άλλες με ρούχα φωσφοριζέ που έμοιαζαν με ζαχαρωτά για τραγάνισμα, σχεδιάκια στο φουστάνι γύρω απ το στήθος, έπαιζαν  μ' ένα χαρτάκι στα δάχτυλά τους , σούρχονταν  να φιλήσεις τα μπράτσα τους, μερικές τόχουν, άλλες είναι κρύες, συνήθως καταλαβαίνεις στον αέρα αν σου δίνουν χώρο να προχωρήσεις , είναι θέμα κυμάτων, χημείας ενστίκτου,  τι να πεις.

 Με το που την είδα κατάλαβα ότι δε μου άρεσε, δε χρειαζόταν να πει τίποτα, οπότε παίρνεις φωτιά, πρέπει να μη τη πληγώσεις, να μη νιώσει άσχημα , να μη το καταλάβει ,  να μη κάνεις καμιά βλακεία,να κερδίσεις χρόνο για να συνέλθεις.  Ψάχναμε τραπέζι, μια χοντρή με την οποία είχα σκοτωθεί σε μια εκδρομή,'' όχι τώρα'' είπα κι έβρισα μέσα μου , παραπέρα ένας τύπος που τον αποφεύγω  σα το διάβολο γιατί  δε θέλω να ξύνω πληγές παλιές, δυο τρεις σκύλοι γαύγιζαν μαύρους που πουλούσαν πλαστά c. d., πρέπει να τους έχουν εκπαιδεύσει αυτούς σκύλους, τελικά σωριαστήκαμε σ' ένα κάθισμα. Βράδιαζε τα παιδιά στο λιμάνι κάθονταν στη προβλήτα με τα πόδια τους στον αέρα να αιωρούνται, η θάλασσα ύσηχη σούρχονταν να περπατήσεις πάνω τους , θα το δοκιμάσω καμιά φορά, κάποιος έφερε ποτήρια, παγάκια, χυμοί, αεράκι φυσσούσε, το κρίσιμο δεκάλεπτο πέρασε, μπορούσα να παίξω μπάλα πια.

Άρχισε να μιλά , ήτανε λέει μ' ένα ιστιοπλοϊκό το καλοκάιρι, έκαναν μια διαδρομή μακρινή, παρακολουθούσαν βαρομετρικά και πιέσεις ατμοσφαιρικές, νηνεμίες, ρεύματα  κι αέρηδες φουσκοθαλασσιές , γαλάζιο στον ουρανό τη μέρα, κόκκινο στο σούρουπο, φεγγάρι τα βράδια , κάποιος καρατούσε ένα ημερολόγιο, αυτή αναρωτιόταν τι στο δαίμονα έγραφε όλη την ώρα, μια βροχή σπαστική τους έιχε πιάσει, φύκια μπερδεύτηκαν στo πηδάλιό  τους, ο ήλιος τους κοπανούσε κάθετα το μεσημέρι, ένας  είχε μαζί του ένα σκύλο που κοιμόταν στα ποδια του, άλλος έβγαζε τ' άντερα του όποτε έιχε τρικυμία, αλλά ήταν ωραία, η θάλασσα παίρνει λέει τις σκοτούρες απ το μυαλό, το  πανί παλαντζάριζε στον αέρα, τη νύχτα τους ακολουθούσε εκείνο το άστρο ο Αλδεβαράν  που το πρόσεξαν οι Άραβες αστρονόμοι, αυτό που πάει μαζί με τη Πούλια,  έχει κάψει όλο το υδρογόνο  του κι έχει μείνει από καύσιμα , άκου να δεις.

Έφτιαχνε το γιακά στο πόλο μπλουζάκι της , χαιδευε τους  εκπαιδευμένους σκύλους που είχαν ξαπλώσει στο δροσερό τσιμέντο, άνθρωποι τριγύρω με καπέλλα περίεργα , φορούσαν γυαλιά χειρονομούσαν, μια παλαβή είχε δυο παπούτσια διαφορετικά, άλλη είχε γράψει στα μπράτσα της κυκλικά κάτι λόγια  σα να ήταν πάπυρος, Βούλγαροι γύφτοι πλένονταν σε μια βρύση, Πακιστανοί γελούσαν, τι είδος κι αυτό το ανθρώπινο.
Τη κοίταζα κι έλεγα μέσα μου ''Εντάξει όλοι κάνουν λάθη, δεν είναι κακή τελικά''. Αισθάνθηκα να ακουμπά το χέρι μου, το τράβηξα λίγο, το ακούμπησε ξανά ........

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...