Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

ΦΩΤΑ

Όταν ανοίξαμε τη πόρτα τη βρήκαμε στο πάτωμα,  μας είπε δυο κουβέντες΄΄ Φορούσε χρωματιστό πουκάμισο, μόλις του άνοιξα και μπηκε μέσα μου είπε '' Γιαγιά δώσε ότι έχεις αλλιώς θα σε καθαρίσω επί τόπου΄΄.  Γύρω γίνονταν χαμός, ντουλάπες ανοιγμένες, μουσαμάδες σκισμένοι, βιβλία πεταμένα,  ένα ψαράκι σε μια γωνιά στριφογυρνούσε στη γυάλα του. Την πήγαμε στο νοσοκομείο κι έπειτα έπρεπε να γυρίσω σπίτι, περίμενα σε μια στάση, αγγελίες γύρω άλλες σκισμένες κι άλλες απείραχτες, ένας παπαγάλος με γρίζο φτέρωμα και κόκκινη ουρά  αναζητούνταν, έδιναν κι αμοιβή 400 ευρώ, σκέφτηκα ''Καλά θα ήταν να τον έβρισκα το μπαγάσα'' γκαρσονιέρες  νοικιάζονταν, ''γκρεμίσματα και κατεδαφίσεις'', ένας σκύλος με στραβή μουσούδα κι ένας γέρος αναζητούνταν κι αυτοί, γατάκια βρώμικα περιφέρονταν, ένα γραφείο κηδειών κάτι τύποι ξενυχτισμένοι, φωτογραφίες, ''Δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ΄΄. Στην Εγνατία ένα σούπερ μάρκετ, παλιά ήταν σινεμά και με το Σωτήρη είχαμε δει το  ΄΄Απέραντο γαλάζιο'' θυμάμαι σε μια σκηνή άνοιγε μια πόρτα ,  ένα δωμάτιο πλημμήριζε νερά  κι είχες την αίσθηση ότι όλος ο κινηματογράφος γέμιζε νερά κι αυτός.

 Η πόλη γίνεται τρομαχτική μερικές φορές, κούκλες σαλεύουν στις βιτρίνες, σκιές στους καθρέφτες, κάμερες σε παρατηρούν, ψάχνουν βαθειά μες το μυαλό σου, τύποι με ξυράφια σκίζουν τσάντες στα αστικά,  άλλοι με αλυσίδες και δαχτυλίδια που μοιάζουν με σταυρούς σε κοιτάνε λοξά, ναρκομανείς και πρεζόνια τελειωμένα, ένα παιδί γκρεμίζεται από ύψος και σακατεύει τη μέση του, μια με κόκκινο μπλουζάκι σκουπίζει τα γυαλιά της- μακριά απ αυτή!- μια άλλη παλαβή με πράσινο πουκάμισο ξεφωνίζει το κακομοίρη τον άντρα της, κορίτσια, άυπνα κοιμούνται στα πάρκα, σκύλοι οσμίζονται τον αέρα, βροχές και κεραυνοί, μυρουδιά καμένου, αμάξια στα φανάρια γυρίζουν τις ρόδες αριστερά δεξιά, φορτηγά έτοιμα να σε πάρουν σβάρνα όπως γυρνάς σαν ιλίθιος στα στενά χαμένος στις σκέψεις σου.

Πήγαμε στην αστυνομία την άλλη μέρα και δώσαμε κατάθεση, κόσμος μαζεμένος εκεί , όλους τους έιχαν ανοίξει τα σπίτια, συζητήσεις ψυχοπλακωτικές, φωνές, γκρίνιες, τσακίστηκα να φύγω .
Η γιαγιά δε πήγαινε καλά μετά το συμβάν, πάντα είχε πρόβλημα άλλωστε, πάντως όποτε χώριζα μ' έπαιρνε χαμπάρι, που να της κρυφτείς, μια φορά της ξέφυγε ένα καναρίνι στον ακάλυπτο, κατέβηκα να το μαζέψω , γύρω κτήρια και τοίχοι, έμοιαζε με φαράγγι , λαμαρίνες και λάστιχα από ένα μηχανουργείο, το πουλάκι το βρήκα μέσα σε κάτι φύλλα και το μάζεψα, έτρεμε θυμάμαι στη χούφτα μου. Μούλεγε η γιαγιά για έναν όμορφο που είχε απορίψει κάποτε τότε που δε καταλάβαινε τίποτα κι ήταν αεράτη'' Κανόνισε βλάκα μη μείνεις σα και μένα''. Ύστερα τάπαιξε, άκουγε θορύβους τη νύχτα, μάλωνε μ΄όλους, την κλείσανε σ' ένα ίδρυμα, πήγαμε να τη δούμε  με μια φίλη της, γειτόνισσα, δε θυμόταν τη τύφλα της, μιλούσε νευρικά, κάτι ζωγραφιές τροφίμων στο τοίχο, ''Η θάλασσα'',  ''Η μοναξιά'',   '' Το καλοκαίρι'', ''Φωτα'',  '' Το σπίτι μας'', έπειτα από λίγο δεν άντεχα εκεί μέσα.

Εκείνο το βράδυ  είδα ένα όνειρο, με κυνηγούσαν λέει γιατί κρατούσα κάτι που το ήθελαν, στην αρχή ήταν χαλαρά, σα πλάκα , αλλά μετά γίνονταν απειλητικό το πράγμα,  έτρεχα σε διαδρόμους, πόρτες έκλειναν πίσω μου, τοίχοι γκρεμισμένοι, σιδερόβεργες έβγαιναν από μέσα τους, φώτα με χτυπούσαν μέσα από χαραμάδες, έψαχνα οπωσδήποτε για διαφυγή, ένα άνοιγμα, ένα κουτί,  έριξα μέσα αυτό που κρατούσα, λέω ''Αυτό ήταν''  αλλά τότε ανοίγει η πόρτα , κάποιος με πρόσωπο παραμορφωμένο εμφανίζεται, με κοιτά, έρχεται με φόρα κατά πάνω μου, τάχω δει όλα οπότε λέω ''Μάγκα μου ώρα να ξυπνήσεις''


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...