Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

ΠΟΡΤΟΛΑΝΟΙ

Στο Μάνο Ελευθερίου που με στήριξε κι ας είναι πάντα καλά.

Κατά πως λένε τα παλιά βιβλία, όλα γίνονταν αργά τότε , οι μοναχοί αντέγραφαν κάτω απ'  το φως των κεριών χειρόγραφα αρχαία με ζωγραφιές και σχέδια παράξενα, μες τα μοναστήρια με τις στοές , τις πύλες τα καμπαναριά και τις αψίδες, τα αγάλματα της Παναγίας  με πτυχές και πέπλα.
Στα βάθρα λιοντάρια πέτρινα και μπρούτζινα έτοιμα να χυμήξουν  , ήχοι αντιλαλούσαν κάτω από αψίδες, στους τοίχους εικόνες αγίων που βασανίζονταν κι άλλων που περπατούσαν πάνω στα νερά με τα χέρια υψωμένα, στις κρήνες  άγγελοι κατέβαιναν κατά καιρούς να ταράξουν τα νερά κι οι άρρωστοι τσακίζονταν να βουτήξουν στς στέρνες, τάματα στις εικόνες ένα μάτι ένα στήθος, ένα μέλος πονεμένο, λείψανα περιφέρονταν από τόπο σε τόπο, πανυγύρια με τροβαδούρους, λαούτα και τσέμπαλα και φλογέρες, φούρνοι πέτρινοι έψηναν κρέατα και μηλόπιτες , φρούτα στα τραπέζια, μήλα κόκκινα και πράσινα, σταφύλια και καρπούζια, μπαξέδες με τριανταφυλλιές και κατηφέδες, στα ρυάκια και στα ποτάμια στάμνες με κρασιά απ' τη Μονεμβασιά κι απ' τη Σαντορίνη πάγωναν στο τρεχούμενο ρέμα, νερουλάδες πουλούσαν νερό από χιονι κι από χαλάζι, κι από σταλακτίτες σε σπηλιές που ήταν φάρμακο, άλλοι πουλητάδες με βότανα και χόρτα και φάρμακα και φαρμάκια, χάνια και τεβέρνες,  τύποι σκοτεινοί πίσω απ'  τους τοίχους των πανδοχείων, κοπέλλες πονηρές, έτοιμες για όλα,  δρόμοι λασπωμένοι, χωράφια μ' ελιές και μουριές καρατομημένες από ληστές και πειρατές κι όλα τα στοιχειά του άδη.

Προσκυνητές ταξίδευαν για τους αγίους τόπους, ψηλά, κατά το Ρήνο μπίρες κι αμπέλια, αλάτια ορυκτά απ' τα υπόγει ορυχεία της Πολωνίας, τραπεζίτες άπληστοι στις όχθες των καναλιών του Άμστερνταμ, βαρκάρηδες στο Ροδανό, στο Σηκουάνα και στον Τάμεσι, ψωμί από κάστανα στη Σικελία,  καράβια με πλώρες κόκκινες στο λιμάνι της Σμύρνης  κουβαλούν τσάι πράσινο απ τη Μαλαισία για τους αγάδες που πίνουν ναργιλέδες στα μπαλκόνια κάνοντας μπουρμπουλήθρες, μπαχαρικά απ την Ινδία και ρύζι απ τα Κινέζικα οροπέδια, ανεμολόγιακαι  πορτολάνοι  με οδηγίες για να ξεφύγουν ρεύματα ύπουλα και βράχους θανατερούς , απόκρημνους, στον Κάβο Μαλλιά, και σ'αλλα περάσματα θαλασσινά, ιστορίες για τον Ροβινσώνα Κρούσσο και για τη νήσσο των θησαυρών, μυνήματα σε μπουκάλια, ληστές και πειρατές λυμαίνονταν στεριές και θάλασσες ο κόσμος έτρεχε στα βουνά και στα λαγγάδια, φωτιές κι ελιές καρατομημένες, λάκοι σκαμένοι μέσα σ' εκκλησιές για να βρουν χρυσά δισκοπότηρα, αχός και καταχνιά ύστερα από μάχες τ' απομεσήμερα , χλιμιντρίσματα και ποδοβολητά, θέροι τρύγοι και πόλεμοι, αλωνίσματα και λιχνίσματα κι άνεμοι ανατολικοί απ το Λεβάντε φυσσούσαν για να πέσουν οι καρποί του σταριού στα μαρμαρένια αλώνια , εκεί όπου άλογα έσερναν πλάκες στρόγγυλες μες το καταμεσήμερο.

Στα σπίτια, πίσω από τζάμια χρωματιστά, γέροντες διάβαζαν στα παιδιά ιστορίες με τον Ηρακλή να ημερώνει τα ανθρωποφάγα άλογα του Διομήδη, και τη Δήμητρα να ετοιμάζει δυο βέλη στο κυρτό της τόξο, κι άλλες ιστορίες για το Μωυσή που έσχισε  το Ερυθραίο πέλαγος εκεί στα στενά, κι ύστερα  οι στήλες του νερού γκρεμιστήκανε καταπίνοντας τους γκαντέμηδες Αιγύπτιους,ο άνεμος απ τις στέπες της Ουκρανίας λυσσομανούσε, τα παραθυρόφυλλα έτριζαν λύκοι αλυχτούσαν κι ετοιμάζονταν για επιδρομές νυχτερινές, σκύλοι αγριεύανε κάποιοι ψυχοραγούσαν από ασθένειες αγιάτρευτες, προσευχές κι ελπίδες και φόβοι τότε τα παλιά χρόνια που όλα κυλούσαν αργά.....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...