Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

ΣΛΑΛΟΜ

Πολύ μ' αρέσουν  οι ταινίες με αποδράσεις,  σήραγγες, τούνελ, συρματοπλέγματα κομένα , τζάμια σπασμένα, κλειδιά ξεχασμένα, φρουροί που έχουν αποκοιμηθεί, κατρακυλάς στις σκάλες, μηχανάκια κι αμάξια και φορτηγά με τον ήλιο να σε στραβώνει, σλάλομ δαιμονισμένο ανάμεσα σε παλέτες και σκουπίδια, σκυλιά κι άνθρωποι ξαμολιούνται ξοπίσω σου σε δάση και χαράδρες και βουνά, ύπνος κάτω από φύλλα, ρυάκια ρέματα και ποτάμια  για να σβήσεις τα ίχνη από τα σκυλιά που έχουν γεμίσει σάλια το τόπο, προβολείς και φώτα και φωνές μες τα δάση, καταράχτες να γκρεμοτσακιστείς μπας και ξεφύγεις τη  σάρα και τη μάρα που τρέχει στο κατόπι σου, άνθρωποι σταματούν να σε πάρουν χωρίς να ρωτήσουν ποιος είσαι και που πας, ας είναι καλά.

Σε παρακολουθούσαν από καιρό στα ταξίδια σου απ την Ολλανδία για τη Λατινική Αμερική, στο Ρίο με την άγρια ατμόσφαιρα όλο ένταση, τις συμμορίες που ρίχνουν τα πτώματα στη θάλασσα και στ' άλλα ταξίδια σου από Νότια Αφρική για τον Άγιο Μαυρίκιο,  με τον ωκεανό στο χρώμα του άκουα μαρίν, στους τροπικούς, και στα άλλα ταξίδια στην Αυστραλία με τα ποτάμια να χώνονται μέχρι βαθειά στην έρημο και τους ιθαγενείς να ρίχνουν τα δίχτυα τους το απομεσήμερο και στ' άλλα ταξίδια σε χώρες Αραβικές όπου γονατίζουν τη μέρα μες το δρόμο και τη νύχτα πλακώνονται στο ρύζι και στους χουρμάδες και στ΄άλλα ταξίδια στη  κρύα Σεούλ, τότε που νυχτώνει εκεί πέρα κι είναι πρωί στο Μπουένος Άιρες και μεσημέρι στα Πυρηναία και στη χώρα των Βάσκων.

Ήθελες κι αλλού να πας, σε κάτι χώρες με παγετώνες ψηλά στα όρη και χωράφια γεμάτα με ηλιοτρόπια, αλλά σε τσίμπησαν σ' εκείνο το αεροδρόμιο όπου ο κόσμος κοιμόταν στα πάτωμα κι οι πτήσεις έσβηναν στο φωτεινό πίνακα γιατί οι τυφώνες απειλούσαν να γκρεμισούν τα φράγματα με ποσότητες νερού τρομαχτικές και λύγιζαν τους φοίνικες κι έσπαγαν τα δέντρα. Μπροστά στο γκισέ ιδρώτας κι άγχος αμέτρητο, τα μάτια δε μπορούσαν να κρύψουν το φόβο, όλα τα βλέματα απάνω σου στραμένα, στη τσάντα κάτι πράγματα τυλιγμένα σε στρώσεις αλεπάληλες, ένα χέρι στον ώμο, νιώθεις στριμωγμένος, παγιδευμένος, ένα δωματιάκι, τύποι με βλέμα που σε διαπερνά, σκέφτεσαι ''Καλύτερα έτσι να τελειώνουμε''

Στα μπουντρούμια τα γεμάτα υγρασία, σαύρες σέρνονταν στους τοίχους μυρμήγγια κι άλλα αρθρόποδα τριχωτά περπατούσαν στο δέρμα, αμπάρες έκλειναν τη νύχτα με πάταγο, βρυχηθμοί αγκομαχητά, παραληρήματα  νερά έσταζαν σε δοχεία , γουργουρητό ασταμάτητο από μηχανήματα, στο πραύλιο τύποι τρελλαμένοι μυτιές και σύριγγες, δάχτυλα χοντρά, δαχτυλίδια με νεκροκεφαλές, κεφάλια ξυρισμένα, δόντια χρυσά μύτες γερακίσιες, η ψυχολογία κατρακυλούσε στην άβυσσο , ένιωθες να χάνεις την αίσθηση του χρόνου,ναυτία, ζαλάδεςσα να περπατάς απάνω σε μπάλλες, κενά στη μνήμη, όλα θαμπά άνθρωποι κι αντικείμενα, οι μέρες σέρνονταν ατέλειωτες.

Και μετά ρε φίλε μια λάμψη στο μυαλό τη νύχτα λίγο τύχη, λίγο ρίσκο κι ελευθερία επιτέλους , τα πνευμόνια γεμίζουν αέρα καθαρό, όλα πίσω σαν όνειρο κακό, μπροστά τα φώτα μιας πολιτείας, ένα μέρος σε χώρο και χρόνο απροσδιόριστο μακρινό απόκοσμο.

Από μακριά ένα αμάξι πλησιάζει αργά, τα φώτα σβήνουν,  η πόρτα ανοίγει αργά, κάποιος βγαίνει και στηλώνει το κορμί του, τα γόνατά σου τρέμουν, το στομάχι γίνεται κόμπος όπως τότε στο αεροδρόμιο, μια φωνή, κάπου την έχεις ξανακούσει δε μπορεί κάπου τη ξέρεις   ''Έ, εσύ εκεί πέρα!!''

 Και ξανά ξεχύνεσαι σε μια κατηφόρα τρέχοντας δεξιά - αριστερά μες το σκοτάδι....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...