Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

ΔΥΝΑΜΙΤΕΣ

Σ'  ένα νησί σε, κάτι παλιά μεταλεία, ακούγαμε  ''Χειμερινούς  κολυμβητές''   Στο Παγασητικό - τη μέρα δυναμίτες - στο Παγασητικο το βράδυ ερημίτες''. Δίπλα μας βράχοι τρύπιοι, ράγιες σκουριασμένες, μια προβλήτα τσιμεντένια, γκρεμισμένη, ψαράκια είχαν ξωκείλει στις πέτρες απάνω και σπαρταρούσαν, σε κάτι σπηλιές βλέπαμε  ζωγραφιές σαν αυτές των Αβορίγινων, πουλιά, φίδια  και πλάσματα της θάλασσας. Κι άλλα τραγούδια ακούγαμε ΄΄Παίξε με στα χέρια σου σα σφαίρα πέτα με ψηλά στον αέρα''    ΄΄Μείνε σε ικετεύω μη πας σ' αυτούς΄΄ ο ήλιος κοκκίνιζε την ατμόσφαιρα στη Δύση και το ραδιοφωνάκι συνέχιζε ''Έλα πουλί μου να πάμε στη Πέραμο - στην Αρτζεντίνα να βρεθούμε...''

Τα μεσημέρια σταματούσαμε  να πλυθούμε στις γούρνες κι εκεί,  κάτω απ τη σκιά των δέντρων,  δίπλα στις πρασινάδες, διαβάζαμε βιβλία με  μύθους των Ινδιάνων '' Πέρα στους λόφους της ερήμου στέκεται ο κάκτος, τα άνθη του  σαλεύουν πέρα δώθε στον αέρα΄' ένας φίλος Καναδός μούγραφε κάτι στίχους απ' το ''Boxer''  σ' ένα χαρτάκι ''  ...where the New York  winters aren't  bleeding me'' - ακόμα τους έχω κάπου.  Αυτός διάβαζε τραγούδια των Αφρρικάνων '' Ας ερχόταν η γαζέλα- ας ερχόταν το μαύρο βουβάλι - ας βρούμε μέλι'' -   ''Οι νέες γυναίκες ζουμερά δαμάσκηνα, γλυκό χυμό γεμάτες''  και το ραδιοφωνάκι συνέχιζε '' Πάρε με θάλασσα πικρή- πάρε με στα φτερά  σου - πάρε με στο γαλάζιο σου στη δροσερή καρδιά σου''.

Το βράδυ  στο θέατρο που ηπήρχε στο νησί καθόμασταν στους πέτρινους πάγκους ανάμεσα στους οποίους είχαν φυτρώσει πεύκα τεράστια και βλέπαμε τον Φιλοκτήτη εγκαταλειμένο σ' έναν έρημο γιαλό της Λήμνου να ανάβει φωτιά χτυπώντας δυο τσακμακόπετρες για ν΄αντέξει τις κρύες νύχτες, με το τόξο του σκότωνε αγριοπερίστερα κι έψαχνε γύρω για βοτάνια και πηγές να γιατρέψει τη πληγή του. Βλέπαμε  τον Οιδίποδα να φεύγει νύχτα από την Κόρινθο οδηγούμενος από τα άστρα  για να πέσει απάνω στο Λάϊο - άμα είσαι γκαντέμης-  το λιοντάρι της Νεμέας κυνηγούσε τους διαβάτες με βρυχηθμούς τρομερούς, ο χώρος σείονταν απο το ποδοβολητό του Αργίτικου στρατού που σίμωνε κατά τη Θήβα, στις πύλες βροντούσαν λόγχες κι ακόντια, ο Θησέας γκρέμιζε απ' τη κακιά σκάλα ληστές και μούτρα που έσπερναν το τρόμο στους παραλιακούς δρόμους, κωμωδίες , μάσκες σκηνικά με άχυρα και βαρέλια, το φεγγάρι ψηλά.....

Για ύπνο πηγαίναμε σ' ένα γέρο, η αυλή του  μοσχοβολούσε αγιόκλημα, αυτός μας έδινε για βραδινό, ψωμί κριθαρένιο με κεφαλοπτύρι, ύστερα έβαζε τη παλάμη στο μάγουλο και τραγουδούσε '' Ξένος είμαι κι ήρθα τώρα- απ' την έρμη ξενιτιά και κανέναν δε γνωρίζω...''. Μας έλεγε ιστορίες ο γέρος για τότε που φόρτωσαν σ' ένα καράβι πρόβατα να τα πάνε αντίκρυ  κι έπεσαν σε φουρτούνα με κύματα θεόρατα , οι άνθρωποι και τα ζώα ανακατεύτηκαν με τα νερά και τους αφρούς , ο καπετάνιος έβριζε και καταριόταν στη γέφυρα, ώσπου άραξαν σε μια ακτή με κάτι κολώνες τετράγωνες, αρχαίες ανάμεσα στα χαλίκια.

Τη νύχτα κλέβαμε απ το ψυγείο του κομάτια καρυδόπιτας. Τον κοιτούσαμε στα μάτια το άλλο πρωί, μήπως μας πει τίποτα αλλά ποτε δεν έκανε λόγο ο γέρος με το τραχύ, αξύριστο πρόσωπο, στο νησί με τα μεταλεία και τους δυναμίτες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...