Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

ΑΓΓΕΛΟΙ

Στην Εύβοια, στον  Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο,  το  λείψανο  του με άμφια γαλάζια, γυναίκες σακατεμένες κλαίνε και προσκυνούν, ψέλνουμε μια παράκληση, ο Χρήστος μου λέει ν΄αλείψω με λάδι τα μαλλιά μου. Σ΄ένα άλλο μοναστήρι το τοπίο τρομερό, βράχοι ανατιναγμένοι σαν κέρας για να περάσει ο δρόμος ανάμεσά τους, στην Αιδηψό πέτρες και σίδερα διαβρωμένα απ' τα θειούχα νερά, στον Όσιο Δαυίδ λουκούμια με ινδοκάρυδο, καφέδες, μια βρύση τρέχει όλη νύχτα, νερό κελαρυστό χάνεται βουίζοντας σε μια τρύπα, μια κουζίνα, φλυτζάνια, ποτήρια, πιάτα, φρούτα, ένα πετρογκάζι, ένας καλόγερος γίγαντας με μια πελώρια γενειάδα χαμογελά καθώς κάνει ένα λάθος σ' ένα τροπάριο, στους τοίχους εικόνες του Οσίου σε μια σπηλιά, αλλού διαβαίνει πάνω απ τα κύματα του Ευβοϊκού, ένας άλλος καλόγερος μας λέει πως είδε  φτερά  αγγέλων να χάνονται πίσω απ ' την αγία τράπεζα σε μια αγρυπνία. Στην αυλή, το βράδι μια γυναίκα λέει πως χτένιζαν κάθε πρωί  τα βουβάλια τους στις Σέρρες, σ' ένα χωριό κι η αδερφή της κουβαλούσε φίδια στο λαιμό της, μια άλλη γυναίκα μας λέει πως έχασε τον άντρα της και τους αδερφούς της κι άλλους συγγενείς σε πέντε χρόνια , όλους από καρκίνο, ο Χάρης μου δείχνει το χέρι του που το πάτησε ένα άρμα στο στρατό, κάποιος μας λέει για έναν τρομοκράτη που σκότωσαν κάποιοι κάποτε, μια γριά ήθελε να πάει εθελόντρια στην επιστράτευση του Εβδομήντα  τέσσερα κι ένας άλλος μιλά για έναν καλόγερο στην Αριζόνα, στην  Αμερική που έφτιαξε μοναστήρι στην έρημο κι οι κροταλίες μαζί με τ' άλλα ερπετά δεν τολμούν να μπούνε μέσα.

Στο νησί το τοπίο εκπληκτικό, λωρίδες πράσινης θάλασσσας στις ακτές, πλάι στην ακτή, πεύκα κρεμασμένα στα βράχια, στα ρέματα πλατάνια, φτέρες, σωροί από ρίζες , χαλίκια κι άμμος και πέτρες, νερά γυαλίζουν, σταματούμε σε μια ταβέρνα, ένα αρνί γυρίζει πάνω από  κάρβουνα, κάποιοι παίρνουν κοκορέτσι, ένας τρώει κόκορα με μακαρόνια, στη Χαλκίδα μια γέφυρα κρεμαστή, τα ρεύματα πάνε κι έρχονται κι αφήνουν την άμμο εκτεθειμένη.   Ανεβαίνουμε στη Μονή Σαγματά, στη Βοιωτία, γκρεμοί γύρω, το μισό λάστιχο του πούλμαν στο κενό, χαλίκια πέφτουν από κάτω, το κεφάλι μου γυρίζει, οι γυναίκες φοβούνται, κάτι παιδιά κάνουν εμετό, κλείνω τα μάτια και βλέπω πέτρες παντού , κάπου μακριά μια λίμνη κι η κορυφή ένος βουνού σα κρατήρας κατά το Αιγαίο.

Πάνω, στο Μοναστήρι,το πούλμαν τα παίζει, καίγονται τα ηλεκτρονικά, ο οδηγός πέφτει από κάτω του να δει, , καλεί μηχανικούς απ΄την Αθήνα, κι απ' την Αυλίδα, αγχώνεται, ιδρώνει, ένας παππούς λέει ότι θα κοιμηθούμε στην ερημιά για το βράδι, παρέα με τους πεθαμένους καλόγερους, ο Παππά Θανάσης λέει μια παράκληση με τις γυναίκες, το λεωφορείο παίρνει μπρος, στη κατηφόρα σφαλίζω τα μάτια, το αιρ κοντίσιον κλατάρει, το ψυγείο δεν ψύχει, ο κόσμος πίνει νερά συνέχεια, ένας βρίσκει ένα φίλο του που περνά απ την Εθνική Οδό και σταματά να τον δει, ζέστη, άπνοια, κάποιοι κολυμπούν στις παραλίες, τα ράσα του παππά γίνονται μούσκεμα.

Κάποια τρελλή έχει παρεισφρύσει στην εκδρομή και μας βρίζει όλους, τη πιάνει πανικός και θέλει να κατέβει επειγόντως, της λέω να περιμένει λίγο κι αν βιάζεται να πηδήξει απ' το παράθυρο, ο παππάς μου λέει να τσακιστώ να φύγω, όλων τα νεύρα τσατάλια, σταματουμε σ' ένα μέρος, λεωφορεία του ΚΤΕΛ κι άλλα Βουλγάρικα και Τουρκικά, η κυρά Θοδώρα δεν ταξιδεύει με Σομαλούς που έχουν γεμίσει ένα όχημα, μια μάννα εξηγεί στο τυφλό κορίτσι της τι γίνεται, τελικά ανεβαίνουμε οι πιο πολλοί κάπου, τα φώτα ανάβουν, βραδιάζει, γυρίζω πίσω και βλέπω τον  παππά μοναχό του να  μένει πίσω, αέρας φυσσά στα μαλλιά του εκεί στη Στυλίδα στη μέση του κορμού της Ελλάδας....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...