Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

MΠΑΛΑΡΙΝΕΣ

Όταν τα παιδιά έχουν εξετάσεις χάνομαι στον κόσμο μου. Αμάξια περνούν από δίπλα μου και με πυροβολούν με ριπές νερού στο πρόσωπο, ξεχνώ ν' αλάξω ρούχα, όλοι πλάι μου με ζακέτες και μπουφανάκια κι εγώ παριστάνω το κομάντο τρέμοντας, πονοκέφαλοι ζαλάδες και ρίγη περνούν στο ντούκου, αφήνω τη τσάντα μου όπου νάναι, κάποιοι τη μαζεύουν ,δοκιμάζουν να την ανοίξουν, μια γυναίκα μιλά για βόμβες και τρομοκράτες που ανατινάζουν τρένα στο εξωτερικό, παίρνω λάθος λεωφορεία, κοιμάμαι στα καθίσματα , κατεβαίνω σε λάθος στάσεις.
 Στο σπίτι ξεχνώ μάτια αναμένα, συσκευές στη μπρίζα, το κλειδί έξω απ' την πόρτα, χάνω χρήματα και τα βρίσκω σε μέρη απίθανα, τσαλακωμένα όπως τα ρίχνω στη τσέπη, τα βιβλία φθείρονται, τα C. D. διαλύονται,  οι φωτοτυπίες σκίζονται,όλα σε αποσύνθεση.

Στα μαθήματα παλεύω να ξεκλειδώσω τα μυαλά των παιδιών, να καλύψω κενά, να τα  βάλω σε ρυθμό, να βρω δυνατά κι αδύνατα σημεία, να συγκεντρωθω, να κυριαρχήσω στο φόβο των μανάδων, να εμφυσήσω αυτοπεποίθηση διαβολεμένη αγαράζοντας χρόνο, δοκιμάζοντας προσεγγίσεις καινούριες, και ταυτόχρονα να ετοιμαστω για μετά, κάποια απ' αυτά δεν θα τα ξαναδώ, να κρατήσω στιγμές, πρόσωπα και χαμόγελα, στα τελαυταία μαθήματα είμαι αλλού πια.
 
Στην πόλη κινούμαι σε περιοχές περίεργες, στο Δενδροπόταμο ζητιάνοι ζογκλέρ στο δρόμο πετούν μπάλες ψηλά στον αέρα, τα αστικά δε σταματούν να πάρουν ναρκομανείς κι αυτοί  πετούν μπουκάλια ξοπίσω τους, μοτοσυκλέτες της αστυνομίας ξεχύνονται απ το Αστυνομικό Μέγαρο εκεί κοντα και φεύγουν κατά το κέντρο με τις εξατμίσεις να ουρλιάζουν , κρανη και γκλομπς αστράφτουν στο φως, παιδιά μοναχικά σε γωνιές έξω από σπίτια, ο ήλιος αρμενίζει στις λακούβες της βροχής, στα αστικά παράθυρα ανοιχτά κι αιρ κοντίσιον χαλασμένα , ψύξεις και πιασίματα στη πλάτη και στους ώμους , ένας ελεγκτής με τον ασύρματο στο χέρι τα βάζει με μια συμμορία πιτσιρικάδων που ξηλώνει χερούλια κίτρινα, στα βενζινάδικα παιδιά καθαρίζουν αμάξια με σωλήνες σιδερένιους που βγάζουν πεπιεσμένο αέρα, επιγραφές για κινδύνους εκρήξεων κι άλλες επιγραφές σε πακέτα πεταμένα για το κάπνισμα που σκοτώνει.
Η βροχή φέτος έχει σαπίσει το σύμπαν, κλαδιά πελώρια τσακίζονται απ' το βάρος του νερού, ρωγμές βαθιές στην άσφαλτο, χαλίκια πέτρες και χώματα στο οδόστρωμα, κι εγώ ο ιλίθιος εσωστρεφής που θέλει να τα κάνει όλα μονάχος δε ζήτησα  μια ομπρελίτσα από κάπου και μουλιάζω μες στον κατακλυσμό.
Σε κάποιο μέρος περνώ κάτω από μια γέφυρα, κισσοί σκαρφαλώνουν στα τσιμέντα, τα μπετά τρίζουν καθώς αυτοκίνητα περνούν από πάνω τους, φορτηγά εμφανίζονται μέσα  από  φυλλώματα, φώτα αυτοκινήτων που περνούν σύριζα το ένα απ' τ' άλλο.
Σ΄ ένα υπόγειο χτυπώ κάποιο κουδούνι , μια γιαγιά   βγαίνει και μου λέει πως κάνω λάθος, λογαριασμοί στοιβαγμένοι έξω από πόρτες διαμερισμάτων, ρολόγια νερού και ρεύματος  σ' ΄ένα δωματιάκι, βελόνες κόκκινες γυρνούν αδιάκοπα, σκάλες φιδογυριστές οδηγούν όλο και πιο βαθειά..

Κάποιος μου τηλεφωνεί, ένα μαθημα αναβάλεται, πάω στη στάση, οδηγοί αυτοκινήτων φυλακισμένοι σ' ένα μποτιλιάρισμα, καλώδια και ζώνες τους τυλίγουν.
Κάτω απ' τη μεταλική σκεπή κορίτσια με σκισμένα τζιν , κνήμες και γόνατα λευκά, σκορπιοί ζωγραφισμένοι περπατούν στη πλάτη τους, μπαλαρίνες επίπεδες,διάφανες  στα πόδια τους,  μαλιά και δάχτυλα  μ' αγγίζουν, ένα τσαλάκωμένο χαρτονόμισμα μου πέφτει, κάποια μου λέει να το πάρω, χελιδόνια πετουν στη βροχή , αμάξια κορνάρουν,φώτα με τυφλώνουν, το ΜP3 μπλοκάρει,  στις βιτρίνες του Marks and Spencer μαγιώ και φορέματα  πολύχρωμα για το καλοκαίρι, όταν έχω εξετάσεις χάνομαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...