Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

ΙΠΤΑΜΕΝΑ ΔΕΛΦΙΝΙΑ

Ένας γνωστός έχασε κάπου ένα εκατομύριο ευρώ σε μια υπόθεση, έμπλεξε με κάτι απατεώνες και λαμόγια, κάποιος φόρτωνε εμπορεύματα όλη μέρα από μια αποθήκη , ο δικός μου είχε ζαλιστεί να μετρά  και να καταγράφει, ύστερα ο άλλος τόσκασε κι άντε βρες τον, ένας άλλος τούφαγε κάτι επιταγές  και στο κατόπι αυτοκτόνησε, ένας από ένα κανάλι έπαιρνε λεφτά με το τσουβάλι  ενώ ο δικός μου βυθίζονταν, ύστερα έτρεχε στα δικαστήρια,  εμφάνιζε έγγραφα και παραστατικά οι δικαστές δεν καταλάβαιναν τη τύφλα τους, κλητήρες εμφανίζονταν κάθε μέρα , χωράφια κι αμάξια έβγαιναν σε πλειστηριασμό, πάει  κι ένα σπίτι σούπερ με κάτι αποροφητήρες που τραβούσαν τη σκόνη κι άλλα τέτοια κόλπα.
Πήρε σβάρνα τους δρόμους να βρει αυτούς που του χρωστούσαν, έβρεχε και τότε,  οι αποθήκες του πλυμμύριζαν, τα φρεάτια βούλωναν, οι υδροροές φρακάριζαν, τα νερά έτρεχαν στις σκάλες, οι ουρανοί είχαν ανοίξει κι έριχνε το καταπέτασμα,  στο δρόμο τα λάστιχα των αμαξιών  έριχναν καταράκτες προς τα πίσω, τα κοράκια λούζονταν στις λακούβες, άλογα έβοσκαν αμέριμνα, τα παπιά  κι οι πελεκάνοι, τα χόρτα και τα δέντρα πανυγύριζαν, τα τζάμια θόλωναν , οι υαλοκαθαριστήρες βολτάριζαν πάνω κάτω, τα χωράφια έμοιαζαν με λίμνες , εκκλησιές βυθισμένες σε χωριά εκγαταλειμένα, ο ουρανός σκοτείνιαζε μέρα μεσημέρι, μονάχα ο Νώε με την κιβωτό του έλειπε να εμφανιστεί από καμιά γωνιά επιπλέοντας.

Έψαχνε τους οφειλέτες του στη Ρόδο και στη Λευκάδα, στο Βόλο και στην Καστοριά, όργωσε την Εγνατία,  πήγε μέχρι την Αλβανία, στο Δυράχιο, εκεί στην Αδριατική, στις πύλες της Δύσης, κοιτάζοντας κολώνες τεράστιες που κουβαλούσαν ρεύμα, πικροδάφνες και κάτι θάμνους με βελόνες και λουλούδια κίτρινα, χωράφια με μπαμπάκια και καλαμπόκια, παπαρούνες κόκκινες  στα σταροχώραφα, βράχοι χαραγμένοι, στα μοτέλ νταλικέρηδες  ξενυχτισμένοι, γλάροι άραζαν στις κολώνες που  φώτιζαν τη νύχτα, και τη μέρα οι αχτίνες του ήλιου τρυπούσαν  τα σύννεφα κι έφεγγαν στα ξέφωτα.
Σ' ένα ΑΤΜ  περίμενε ιδρώνοντας  το μηχάνημα να τρίξει και να βγάλει χαρτονομίσματα, τηλεφωνούσε από καρτοτηλέφωνα σε δεκάδες νούμερα που κουβαλούσε στο τσαντάκι του μαζί με τιμολόγια σκισμένα, διευθύνσεις κι ονόματα, σημειώσεις πάνω σε πακέτα τσιγάρων, χαρτιά και χαρτάκια παντού.

Στις ψησταριές κρέατα στριφογυρνούσαν πάνω από στάχτες και κάρβουνα, οι λαμαρίνες άναβαν στα μποτιλιαρίσματα και σ΄ ένα νυχτερινό μαγαζί, πλάσματα περίεργα κυκλοφορούσαν με  γυαλιά μπλου ελεκτρίκ, σουτιέν και κομάτια στήθους κάτω απ' το ξεκούμπωτο πουκάμισο, φάτσες βγαλμένες από θρίλερ, τραγουδιστές χάνονταν στα καμαρίνια κι έβγαιναν ύστερα θολωμένοι, κάποιοι χόρευαν τρεκλίζοντας, ο δικός μου σκέφτονταν '' Που είμαι; Tι έχω πάρει;'' κάποια στιγμή γύρισε πίσω να μαζέψει τα κομάτια του.
Είχε μια τελευταία εναλακτική, σ' ένα κελάρι,  σε μια κρύπτη σκαμένη βαθειά  στον τοίχο, ο πατέρας του φύλαγε  σταυρούς χρυσούς και πετράδια ροζ και πράσινα, αλυσίδες και μενταγιόν, λίρες , χρυσαφικά και χρήματα μαζί με φωτογραφίες παλιές, συμβόλαια, ένα Ευαγγέλιο στα Τούρκικα που κουβάλησαν κάποτε  οι πρόσφυγες  παππούδες του. Όταν άνοιξε την κρύπτη ένα πρωί έμεινε κόκαλο, δεν υπήρχε τίποτα μέσα, σκέφτηκε'' Το εγγεφαλικό δεν το γλυτώνω'' και ξαφνικά τον έπιασαν κάτι γέλια νευρικά , διπλώθηκε στη μέση κι άρχισε να γελά ασταμάτητα.
Πήρε το σλίπινγκ- μπαγκ εκείνο το βράδι και κοιμήθηκε στην αμουδιά κάτω απ τα άστρα. Το πρωί κάτι ψιχάλες και μετά ένα ουράνιο τόξο, εξέδρες και φράχτες ξύλινοι στο νερό για τα μύδια που καλιεργούσαν κάποιοι, ρεύματα έτρεχαν σα ποτάμια στη θάλασσα, βάρκες ξανοίγονταν κατά το πέλαγο, τα σύνννεφα σωρεύονταν σα μπαλόνια άσπρα τόνα πάνω στο άλλο και ξαφνικά ένα κοπάδι δελφίνια εμφανίστηκε απ' το πουθενά κι άρχισε να απογειώνεται στον αέρα, στέκονταν μετέωρα για μια στιγμή δείχνοντας την ασημένια ράχη τους και κατόπι βυθίζονταν πλατσουρίζοντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...