Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ

Από ένα αστικό ξαφνικά κατεβαίνουν κάτι παιδιά και ορμούν σ' έναν τύπο με κίτρινο κασκόλ, τον χτυπούν με μανία ώσπου ματώνει η μύτη, παίρνουν το κασκόλ κι΄ύστερα χώνονται ξανά στο αστικό που ξεκινά. Έναν  απ' αυτούς τον ξέρω, είναι μαθητής μου κι η μάνα του μ' έχει στριμώξει κάποια στιγμή στον τοίχο, μου τα ψέλνει ότι δεν κάνω καλά τη δουλειά μου, υποψιάζομαι σουτάρισμα, θέλω να τη διαολοστείλω μα πρέπει νάμαι σίγουρος, μπορεί να μου ξέφυγε κάτι, καμια φορά χάνεις τη προσοχή σου.
Στο δρόμο προσπαθώ να αναλύσω τι έχει γίνει,κόσμος περνά τις διαβάσεις, αυτοκίνητα ακολουθούν, σε κάτι σκαλιά ανθρωποι κάθισμένοι καπνίζουν περιμένοντας κάτι, ένας καθρέφτης σπασμένος δείχνει είδωλα τσαλακωμένα, το φώς αντανακλάται και με τυφλώνει, μια γυναίκα μ' ακουμπά και νιώθω να με χτυπά το ρεύμα.
Στα μαγαζιά της παραλίας γάμπες ξεδιπλώνονται  κάτω απ' τα ψηλά καθίσματα, ροζ σακάκια, τζιν σορτς, σταράκια μέχρι ψηλά στον αστράγαλο, κάποιοι ψαρεύοουν στα βρώμικα νερά, ψάρια σπαρταρούν στο τσιμέντο, αστραπές κατα το Αγγελοχώρι θολούρα κατά το Χορτιάτη.

Σ' ένα άλλο μάθημα , δυτικά, παλεύω να καταλάβω  αν έχω κάνει κάτι λάθος κι αν μου ξέφυγε τίποτα όταν ξεσπά κατακλυσμός. Ποτάμια σχηματίζονται στη Μοναστηρίου, οχήματα σπρώχνουν νερά λασπωμένα,κάποιος τραβά εικόνες με το κινητό, τα παράθυρα κλείνουν να μη μπει η βροχή ,ο αέρας γίνεται αποπνικτικός.
Θάθελα να φύγω καμιά εκδρομή, μ' έχουν καλέσει κάπου στην Εύβοια, ένας φίλος μούχει πει για τους αμμόλοφους στην Καβάλα όπου μαζεύονται οι Σεραίοι και οι Δραμινοί, άλλος πήγε στη Φλωρεντία μέσω Ζυρίχης αλλά ήταν πτώμα και δεν μπόρεσε να περπατήσει στα γεφύρια, κόσμος ετοιμάζεται για  τη Ουκρανία με τις ψηλές ξανθιές  για το ποδόσφαιρο κι ο Κώστας πάει στο Μόναχο να πιεί μπύρες αφρισμένες και να δει γερμανίδες με πράσινα βελούδινα φορέματα και βαθειά ντεκολτέ.

Αντί για εκδρομές τη κυριακή το πρωί πρέπει να πάω σ' ένα νοσοκομείο για να δω κάποια,  είναι νύχτα ακόμα, ζητιάνοι γυρνούν σα σκιές στα στενά, Ρωσοπόντιες πουλούν τσιγάρα λαθραία, ένας πόνος στη πλάτη από κάποιο χτύπημα παλιό, ένας τρελλός κάνει ότι ρυθμίζει την κίνηση, τα φώτα σβήνουν κατά τις εξίμιση.
 Στο νοσοκομείο κάτι σκάλες αυτόματες, μεταλικές, με αιχμές επικίνδυνες, στα επείγοντα άντρες  με γένεια στα μάγουλα κρατούν καφέδες, γυναίκες με ρυτίδες απ' την αυπνία, κάποιοι κοιμούνται στα καθίσματα, καθαρίστριες σπρώχνουν καρότσια με κουβάδες στους υγρούς διαδρόμους, ένα συντριβάνι ανακυκλώνει νερό σε μια πισίνα γαλάζια.
Τη συναντώ, βλέμα θλιμένο, σώμα χωρίς το σφρίγος που ήξερα, κάνω τον αδιάφορο, ακόμα δεν έχω ξεδιαλύνει τα δικά μου.
''Πως πάει;'' '' Ο γιατρός μ' έστησε στο τοίχο, φώτα δυνατά  από παντού, κρύο δωμάτιο, το στήθος μου εκτεθειμένο σε βλέματα ξένα, φωνές παγωμένες- Πάρε τα χέρια -βγάλε το σταυρουδάκι- ένιωθα άβολα, θέλω να φύγω από δω''.
Της λέω κάτι, στην έξοδο ένας κάδος αναποδογυρισμένος, ένα αμάξι που βγαίνει μ' εγκλωβίζει σε μια γωνιά, θέλω να φωνάξω, η ανάσα κόβεται χρειάζομαι αέρα από κάπου επειγόντως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...