Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

ΦΟΒΟΙ

Όλοι έχουν τους φόβους τους το βράδι που πέφτουν για ύπνο όπως νιώθουν  την εξώπορτα να τρίζει σαν κάποιος να δοκιμάζει το πόμολο, σκιές  κινούνται στο σαλόνι, φοβάσαι να βάλεις το χέρι κάτω απ' το κρεβάτι, ν' ανοίξεις την ντουλάπα, να πας στην κουζίνα όπου κάτι ψίθυροι σα  να ακούγονται.

Άλλοι πάλι  φοβούνται τις αρρώστειες, ψηλαφούν εξανθήματα, σημάδια και προεξοχές, πάνω στο σώμα, δοκιμάζουν φάρμακα περίεργα, φορούν μάσκες στο δρόμο όπου κυκλοφορούν μετανάστες που μπορεί να κουβαλούν ασθένειες εξαφανισμένες από χρόνια, Πακιστανοί κινούνται  περίεργα κατα τον Δενδροπόταμο πλάι στις σιδηροδρομικές γραμές, κάτω από προβολείς αμάξια κλεμένα, ρούχα παρατημένα στο πίσω κάθισμα, ντουλαπάκια ανοιγμένα.
Κάπου Δυτικά λένε ότι ένας τύπος μ' ένα λοστό χτυπα γυναίκες ανυποψίαστες και τις κουβαλά στο σπίτι του, εκεί όπου δεν ξέρεις τι κρύβεται στο υπόγειο και σε κάτι ντουλάπια πελώρια, σ' ένα μπαλκόνι πέφτουν ρινίσματα από κάποιον που μπορεί να φτιάχνει όπλα, ντετέκτιβ παρακολουθούν ζευγάρια όλο το εικοσιτετράωρο, JPS φυτεύονται κάτω από αυτοκίνητα, φλας αστράφτουν στα σκοτάδια, καταγγελίες τοιχοκολούνται έξω από μαγαζιά περίεργα, κάποιος ξενυχτά στο κρατητήριο όπου τον έκλεισε  η γυναίκα του γιατί δεν πλήρωσε μια διατροφή, φοβάται ν' αγγίξει το φαγητό ή να πλαγιάσει στο στρώμα όπως τον τριγυρίζουν υποκείμενα  που βγάζουν ξυράφια απ' την τσέπη, άλλοι χαμογελούν και τα χρυσά τους δόντια αστράφτουν στο μισοσκόταδο,  συζητήσεις γίνονται για αρρώστειες μεταδοτικές από γυναίκες που σκορπούν τον πανικό και τον τρόμο.

Την επομένη ο τύπος  από το κρατητήριο καλεί  φίλους σ' ένα εξοχικό κι όλοι αναρωτιούνται πίνοντας μπύρες  πως τους θημήθηκε Πρωτομαγιάτικα. Μια BMW παρκαρισμένη έξω απ' τον κήπο με τα δενδρολίβανα τους κρίνους και τις μαργαρίτες, σκουριασμένα σίδερα, λαμαρίνες και παλιά εργαλεία σε μια γωνιά, η κοιλιά μιας γέφυρας φαίνεται κάπου κοντά. Οι φίλοι λένε για τη δυστυχία που πρόκειται νάρθει και θυμούνται  τους παλιούς που φύλαγαν λάδια και κρασιά και βούτυρα σε κελάρια υπόγεια, άλλοι λένε για την Αργεντινή που χρεοκόπησε κι οι γριές έβγαιναν απ τα διαλυμένα σούπερ μάρκετ  κρατώντας γάλατα και κονσέρβες, μια γυναίκα λέει για τους Ιεχωβάδες που περιμένουν το τέλος του κόσμου με τις ξέρες και τις ζέστες και τις ερήμους που πρόκειται να σκεπάσουν τά πάντα ή ανάποδα με την άνοδο των νερών και τα ύπουλα κύματα που θα υψωθούν για να τα πνίξουν όλα στο διάβα τους.

Κατά τα μεσάνυχτα όταν  τόχουν διαλύσει η BMW ανάβει τα φώτα και κινείται προς μια παραλία, προχωρά πάνω στην προβλήτα και παρκάρει βαθιά μέσα στη θάλασσα. Ένας άντρας  με βλέμα μελαγχολικό κοιτάζει κατά τα άστρα που χαμηλώνουν κι αυτά που ξεκολούν και γκρεμίζονται στο άπειρο. Κάτι μουρμουρίζει ένα στενάχωρο τραγούδι παλιό, το αμάξι ανάβει τα φώτα και ξαφνικά ξεκινά αναπτύσσοντας ταχύτητα και ξεχύνεται στο κενό μέσα σε παφλασμούς και κρότους υδάτινους.

'Οπως βυθίζεται αργά τα νερά που μπαίνουν με ορμή από το ανοιχτό παράθυρο είναι απίστευτα δροσερά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...