Κυριακή 7 Απριλίου 2013

ΡΑΓΙΣΜΑΤΙΕΣ

Ένιωθε όλο το σώμα του να καταρρέει και να θρυμματίζεται, καταλάβαινε τις ραγισματιές που απλώνονταν μέσα του,  μπορούσε ν ακούσει τον ήχο απ τα κομμάτια που έσπαζαν, αισθάνονταν να μη τον κρατούν τα πόδια του, ήταν έτοιμος να καταρρεύσει μετά από κείνο το τηλεφώνημα.

Προτού κοιμηθεί είχε πάρει στο αστυνομικό μέγαρο για να βεβαιωθεί ότι οι αναρχικοί δε θα έσπαγαν τίποτα στη πόλη που είχε υπό την προστασία του κι όταν ο αστυνόμος του είπε ότι το όνομα του πλέον δεν αναφέρονταν στη κατάσταση που είχε μπροστά του κατέρρευσε.

Αλλά μετά από εκείνη την υπόθεση στο μεταγωγών Θεσσαλονίκης που θεωρούνταν το χειρότερο τμήμα ολόκληρης της χώρας, τότε που τον είχαν πάρει άρον- άρον από την ανωτάτη σχολή πολέμου όπου είχε δει ένα κάρο στούρνους να του λένε ''Μη κάνεις ερωτήσεις εδώ πέρα και μας εκθέσεις'', αφού λοιπόν είχε βάλει τάξη σ' εκείνο το χάος άλλα όνειρα έφτιαχνε.

Και πως θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά αφού κι ο ίδιος ο υπουργός που τον είχε συναντήσει στα Λαδάδικα κατά τύχη του είχε πει λάμποντας ''Προχώρα και μη φοβάσαι, είμαστε μαζί σου!!'' .

Ώστε λοιπόν κι ο υπουργός ήταν μαζί του, άρα μπορούσε να παρακάμψει τον διοικητή των Αθηνών που τον είχε σκυλοβρίσει, τότε που είχε γυρίσει πίσω μια ολόκληρη κλούβα με κρατουμένους, αφού τους άφησε για κάνα δυο μέρες παρκαρισμένους έξω απ το κτήριο, ώσπου πήραν μυρουδιά τι γίνεται οι δημοσιογράφοι κι άρχισαν να γράφουν κι οι εφημερίδες.

Τα είχε σχεδιάσει όλα όταν υπηρετούσε κάπου στη Χαλκιδική έχοντας για μοναδική του παρέα το φίλο απ τον καιρό που υπηρετούσαν στις καταδρομές, όταν έκαναν εκείνες τις ατέλειωτες πορείες από τη Ρεντίνα στο Χολωμόντα, περνώντας με πλήρη οπλισμό από βουνά και ποτάμια, βρεγμένοι ως το κόκαλο κι ένιωθαν ότι λίγο ακόμα και θα έπεφταν νεκροί προσπαθώντας να ανέβουν έναν απότομο λόφο.

Όμως ύστερα ήθελαν να φάνε το τόπο ολόκληρο, να ξεχυθούν και να κατακτήσουν το σύμπαν, τέτοιος ήταν ο αέρας που γέμιζε την ύπαρξη τους εκείνη την εποχή . Μονάχα όταν είχαν γονατίσει για μια βολή, κοντά σε μια λίμνη, δε μπορούσαν απλά να ελέγξουν τα μέλη τους, έμειναν κολλημένοι στο έδαφος κι οι εκπαιδευτές τους τους σήκωναν έτσι όπως ήταν άκαμπτοι σαν αναίσθητοι και τους κουβαλούσαν στα Στάγιερ.

Εκεί στην ερημιά της Σιθωνίας είχε ρουφήξει βιβλία ιστορίας και πραγματείες περί ηγεσίας και διοίκησης και να τώρα που του χρειάζονταν όλα αυτά καθώς πάλευε με γραφειοκράτες αραχτούς και καριερίστες που έβλεπαν κάποιον να πηδά σαν άλογο καλπασμού τα εμπόδια και να σπάει επετηρίδες κι ιεραρχίες.

Στο μεταγωγών για χρόνια επικρατούσε κόλαση, οι αστυνομικοί πετούσαν γόπες στον τοίχο που έπεφταν στο πάτωμα φτιάχνοντας βουναλάκια, οι κρατούμενοι στοιβάζονταν σαν τα ζώα κι είχαν αρχίσει να εξεγείρονται καίγοντας στρώματα και κουβέρτες .

Γιατί οι βισματούχοι τρόφιμοι των φυλακών Κορυδαλλού ήθελαν άπλα στο χώρο τους κι έχοντας διασυνδέσεις πολιτικές,  έστελναν αβέρτα κουβέρτα κόσμο στη Θεσσαλονίκη κι όπως οι φυλακές Διαβατών ήταν φίσκα το υπόλοιπο απλώς αποθέτονταν στο μεταγωγών.

Αυτός όμως το έβαλε στόχο, είχε το χάρισμα να εμπνέει, πάντα τα έδινε όλα, αφοσιώνονταν ψυχή τε και σώματι στο στόχο που έβαζε, τα παιδιά του δεν τον έβλεπαν ποτέ, η γυναίκα του τον είχε χάσει, στο απομονωμένο τμήμα της Χαλκιδικής , μέρος ιδανικό για μελέτη, είχε ξεζουμίσει τόμους νομικούς για να πάρει την επίζηλη θέση του δημόσιου κατήγορου που όλοι εποφθαλμιούσαν.

Κι όταν καθάρισε από το μεταγωγών τη κόπρο του Αυγεία, που κανένας δε το πίστευε κι η εγκύκλιος του έγινε νόμος, πίστεψε ότι το είχε, γιατί δεν ήταν μόνο η δικιά του βαθιά πεποίθηση πλέον αλλά ήταν και δεδομένα αντικειμενικά, χειροπιαστά, που τον δικαίωναν.

Μα να τώρα που όλα κατέρρεαν, γιατί δεν είχε προνοήσει τα άλλα ερείσματα και πήγαινε με το σταυρό στο χέρι, μα πως είχε φανεί τόσο ηλίθιος, ήθελε να πέσει απ το μπαλκόνι, να δώσει ένα τέλος σ όλα αυτά, όμως σκέφτηκε ότι μπορεί να μη σκοτώνονταν ακαριαία και να έσερνε κάνα ποδάρι τσακισμένο για το υπόλοιπο της ζωής του .

Τηλέφωνα βαρούσαν ασταμάτητα αλλά αυτός ήθελε να δει το φίλο του το λοκατζή, σ αυτόν έβρισκε πάντα καταφύγιο τις χειρότερες στιγμές.

Κατέβηκε στο υπόγειο πάρκινγκ, όλα εκεί έμοιαζαν απόκοσμα, τα αμάξια σα να σάλευαν μες το σκοτάδι, σταγόνες νερού έπεφταν από ψηλά, καταπακτές και σχάρες σα να κινούνταν, ήχοι υπόκωφοι ακούγονταν από παντού, βιάστηκε να βγει από κει μέσα γρήγορα όσο γίνονταν .

Σκέφτηκε ότι με το χοντρό πλέον φίλο του θα λέγανε καμιά ιστορία για τότε που τους είχαν πάει για εκπαίδευση σ εκείνο το χωριό των ξυλοκόπων στα βουνά της Ξάνθης, κοντά στα σύνορα, εκεί όπου είχε τρία μέτρα χιόνι κι έκαναν σκι αδιάκοπο, μες τον ψόφο και τη παγωνιά και το δέρμα τους, στα χείλια και στα χέρια είχε σκάσει κι οι μανάδες τρόμαξαν να τους αναγνωρίσουν σαν κατέβηκαν με πορεία στη Δράμα ακολουθώντας κάτι κυνηγετικά μονοπάτια κι ούτε που έδωσαν σημασία στους στρατονόμους που τους αγριοκοιτούσαν, αυτωνών το τζιπ άλλωστε το είχαν κρεμάσει σ έναν τοίχο κι έλεγαν ότι στρατονομία στη Δράμα δεν υφίσταται.

Στο παραλιακό δρόμο ήταν πιο καθαρό το τοπίο,, ανάσανε βαθιά για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ ήθελε χρόνο να σκεφτεί τι στο διάβολο είχε συμβεί, προβολείς μοναχικοί έριχναν το φως τους, τα χωριά γύρω απ τη Σαλονίκη λαμπύριζαν αχνά, ο ήλιος ράγιζε το σκότος κατά τη Σιθωνία και το Άγιο όρος....



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...