Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

ΑΖΩΤΟ

Είναι τόσο μικροκαμωμένη αλλά γεμάτη ενέργεια όπως στέκεται μπροστά στη πόρτα της με τα μαλλιά της χτενισμένα, μόλις έχει γυρίσει από έξοδο, τι στο καλό κάνουν όλη νύχτα αυτά τα παιδιά, η φωνή μου τρέμει όπως της μιλάω, δεν το ελέγχω, το ξέρω ότι της αρέσει αυτό,'' Πήγαινε να κοιμηθείς'' της λέω .'''..θα τα πούμε άλλοτε.''

Το πρωινό υγρό στη πόλη, ομίχλη έχει σκεπάσει τη παραλία τόσο πυκνή σα να έπιασε φωτιά κάπου, βάρκες σαλεύουν στη θάλασσα, όπως πηγαίνω προς την έξοδο ένα γράμμα γλιστρά κάτω από τη πόρτα της πολυκατοικίας σαν ερπετό επίπεδο, ασανσέρ τρίζουν,     στα στενά έξω   δέντρα κλαδεμένα επιτρέπουν το φως να διεισδύσει κι ο χώρος γύρω αποκαλύπτεται,   ένα κτίσμα έχει γκρεμιστεί παραπέρα επιτρέποντας τον αέρα και τον ήλιο να τρυπώσουν μέχρι να υψωθεί κάτι άλλο.

Πρέπει να προσπαθήσω και να μη τη σκέφτομαι, ένα δύσκολο ιδιαίτερο κάπου,     ένα παιδί σκληρό δοκιμάζει τις αντοχές μου, είχε πρωτοστατήσει σε μια κατάληψη ξηλώνοντας καλώδια συναγερμού, οι γονείς του από μια άλλη χώρα, η γιαγιά του είχε κοπανήσει κάποτε έναν δάσκαλο που είχε πειράξει το παιδί της γυρνώντας ανάποδα το δαχτυλίδι στο χέρι της ώστε να του προκαλέσει ένα σημάδι στο πρόσωπο του. Πρέπει να κρατηθώ, να μη του δώσω την ικανοποίηση ότι μ έβγαλε απ τη συγκέντρωση μου, να του μιλήσω όταν είμαι έτοιμος με λόγια μελετημένα που ν ακούγονται αδιάφορα, ψυχρά και να βρίσκουν στόχο, την έχω εξασκήσει αρκετά αυτή τη τεχνική.

Σ ένα άλλο μάθημα η κυρία Δήμητρα μπουκωμένη από τις αλλεργίες της άνοιξης με πόνο στο αυτί, εγώ πάλι ούτε προσέχω τι γίνεται γύρω μου, ξέρω όμως ότι ο ήλιος προσεγγίζει ολοένα τη τροχιά της γης και γίνεται όλο και πιο καυτός καθώς τα χρώματα στα φύλλα των πλάτανων εκεί στην Νέα Εγνατία γίνονται όλο και πιο βαθυπράσινα. Της λέω ότι στο ψυγείο μου δεν έχω τίποτα απλά επειδή δεν έχω χρόνο κι επειδή δε μ ενδιαφέρει κι αυτή μου δίνει μια χούφτα σοκολατάκια με γαλάζιο περιτύλιγμα, γλυκόπικρα, γεμίζω τη τσέπη μου μ αυτά.

Αφήνω κάποια ώρα να περάσει, δε πρέπει να δείξω αδυναμία αλλά κάποια στιγμή πρέπει να της μιλήσω, δε ξέρω πως θα αντέξω, πρέπει να συγκεντρωθώ, να το χειριστώ σωστά . Σε μια παρέα με κοροϊδεύουν επειδή ρωτώ τα πάντα, ένα παιδί παίζει βόλεϋ στον Αίαντα Ευόσμου, ψηλός αθλητικός, ωραίος, ο κύριος Νίκος μου λέει ''Σήκωσε ψηλά τα μαλλιά, σου μοιάζεις με ταξιτζή'', ένας άλλος τύπος μας λέει για τη συλλογή του από νομίσματα παλαιοχριστιανικά κι εγώ τον ρωτώ συνέχεια, ότι και να λένε είναι μια ανάγκη του μυαλού αδυσώπητη, να μαθαίνει, να αφομοιώνει να μεταλλάσσει το υλικό που υπάρχει γύρω του .

Μου λέει για τα κειμήλια που μάζεψε μετά το σεισμό του 78 ψάχνοντας σε σπίτια εγκαταλειμμένα κάπου στο Λαγγαδά, μια εικόνα του Αγίου Μηνά καβαλάρη είχε ανακαλύψει, του δεκάτου ενάτου αιώνα ήτανε, με επίχρυση κορνίζα που όταν την αφαίρεσε, κάτι χρώματα μαγικά αποκαλύφθηκαν. 

Στο γηροκομείο όπου δούλευε οι γέροι που τους είχαν αφήσει στα αζήτητα του άφηναν τα δικά τους οικογενειακά κειμήλια, μια εικόνα μαυρισμένη είχε πέσει στα χέρια του, πολύ παλιά ήτανε αυτή , δοκίμασε να την καθαρίσει μοναχός του,  τη ρήμαξε. Τη νύχτα κοιμάται με μάσκα, έχει προβλήματα αναπνοής τώρα την άνοιξη, ξυπνά από εφιάλτες όπου πνίγεται, οι γιατροί του έχουν πει να χάσει κιλά, με ρωτά για το μυστικό μου τι να του πω, ''Άσε το ψυγείο σου άδειο'' του λέω, βλέπω τα χέρια του, του λείπουν δυο δάχτυλα, σ ένα ξυλουργείο τάχασε, το φοβερό ηλεκτρικό πριόνι τάφαγε δίχως να πάρει χαμπάρι αυτός.

Πάμε μαζί στη Παναγία Χαλκέων, θόλοι και τρούλοι και καμπύλες, τοίχοι μαυρισμένοι, αίσθηση ύψους σε χώρο περιορισμένο, το μέρος σε οδηγεί σε ανάταση, δε ξέρω πως τόκαναν αυτοί που έφτιαξαν την εκκλησία.

Κατά το σούρουπο είμαστε στα κάστρα, ομάδες παιδιών φωτογραφίζουν το ηλιοβασίλεμα, κεραίες τηλεόρασης σα φλάμπουρα πάνω στα τείχη, κορίτσια με πέδιλα διάφανα φορούν σακάκια με κουκούλες σε χρώμα κόκκινο, μαύρα κουμπιά, χρωματιστά γυαλιά, κάποια σκέφτομαι ότι την έχω ξαναδεί κάπου''Που σε ξέρω ;'' - ''Απ τα webnet, δε θυμάσαι'',  πίνει καφέ από ποτήρι πλαστικό,  καπνίζει,    φλας αστράφτουν όπως πέφτει το μούχρωμα

Τόχω αφήσει αρκετά, νομίζω ότι μπορώ να τηλεφωνήσω, δεν απαντά, ξαναπαίρνω, θα σκάσω πρέπει να ηρεμήσω, να μη κάνω βλακείες, αυτό δεν το είχα σκεφτεί, τώρα τι κάνω, μήπως πρέπει ν αρχίσω να τη ξεχνώ, μήπως είναι πολύ νωρίς, μήπως να κάνω αυτό,  μήπως το άλλο;

Μια μηχανή θεόρατη βγαίνει με φόρα από ένα στενό, ένας αναβάτης τη σηκώνει στη μια της ρόδα, κοιτάζω σαστισμένος, μια στραβοτιμονιά και θα γίνει ένα με τα τσιμέντα τριγύρω, βουνά από ξύλα για το τζάκι σ ένα μέρος,      το Ναυαρίνο στην ευθεία μπροστά μου,   δυο δέντρα σα παραστάτες στη έξοδο του κατά τη θάλασσα, το τηλέφωνο χτυπά   ''Που στο καλό είσαι!'' λέω και δε τρέμει η φωνή μου αυτή τη φορά, πρέπει να ηρεμήσω,  σ'   ένα συνεργείο διαφημίζουν έναν τρόπο να φουσκώνουν λάστιχα αυτοκινήτων με άζωτο,  ''Τέρμα ο άερας''  λένε,  ότι αναπνεύσαμε αυτό ήταν,  πνίγομαι ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...