Τρίτη 23 Απριλίου 2013

ΤΟ ΜΩΡΟ ΜΟΥ

Στα παλιατζίδικα το Σάββατο το μεσημέρι, όπως χτυπούσε ο ήλιος, κοιτάζαμε σωρούς από κέρματα στο χρώμα του ασημιού μέσα σε γυάλινα δοχεία και ποτηράκια από λεπτό γυαλί που είχαν ζωγραφισμένα απάνω τους λεμόνια και κεράσια κι είχαν στα χείλια τους μπορντούρες στο χρώμα του χαλκού, σαν αυτά που έβγαζε η γιαγιά μου απ τον μπουφέ της, εκεί όπου υπήρχαν ασημικά και σερβίτσια του γλυκού και πιατάκια πορσελάνινα,  σαν αυτά που αγόραζε τώρα μπροστά μας μια γυναίκα κάνοντας παζάρια μ ένα γέρο γύφτο με χρυσά δόντια.

Κόσμος μαζεύονταν σαν τα μυρμήγκια τριγύρω να δουν φωτογραφίες ασπρόμαυρες, από οικογένειες και νέους και γέρους που χαμογελούσαν σε παραλίες, σε σκηνές που πάγωσε ο χρόνος κι εγώ αναρωτιόμουν τι στο δαίμονα σε νοιάζει και τι μπορούν να σου πουν φωτογραφίες ανθρώπων που δε τους γνώρισες ποτέ.

Κομπολόγια κεχριμπαρένια σε σχήματα ρόμβων και κύβων ψηλαφούσαν κάποιοι κι άλλοι άγγιζαν κρυστάλλους χαλαζία και λίθους ημιπολύτιμους, απομιμήσεις ρουμπινιών και ζαφειριών, σε χρώματα γλυκά καφέ και πράσινα γυαλιστερά κι άλλοι ξεφύλλιζαν κόμικς παλιά ''Το αηδόνι του αυτοκράτορα!'' κι άλλοι δοκίμαζαν τρομπέτες χάλκινες κι ακορντεόν σαραβαλιασμένα, πλήκτρα και κουμπιά και περίεργες συσκευές, με λυχνίες και φωτάκια και καταψύκτες από όπου κάποτε κάποιοι έπιναν νερό δροσερό και κοσμήματα που παρίσταναν αλογάκια της Παναγίας μεταλλικά, έτοιμα να σκαρφαλώσουν σε γιακάδες γυναικείους, βιτρό γαλάζια κι άμφια βυσσινιά και λευκά για τις γιορτές και τις σαρακοστές κι εικόνες αγίων με μορφές επιμήκεις κι εξαϋλωμένες και φύλλα λωτών .

Στα τραπέζια τριγύρω ούζα και μεζέδες και ξηροί καρποί, η θάλασσα όπως πάντα γυάλιζε στο βάθος, σ ένα πάρκο γάτοι με κεφάλια τεράστια κυλιόντουσαν ανάμεσα στα χορτάρια, στα λουλουδάδικα οι γυναίκες αγόραζαν λουλούδια για τις εκκλησιές, γαρύφαλλα και πασχαλιές, γλάστρες με λεμονοθύμαρο και φασκόμηλο, δεντράκια γιαπωνέζικα, μικροσκοπικά με φύλλα στιλπνά.


Ο φίλος μου έφτιαξε το γιακά απ το πουκάμισο μου,  ''Ψηλέ, χρειάζεσαι μια γυναίκα να σε προσέχει'' μια συσκευή έψαχνε αυτός και χάνονταν μέσα σε υπόγεια, ανεβοκατέβαινε σκάλες ,κοιτούσε ερευνητικά ανάμεσα σε σωρούς από σαβούρες κι άχρηστα υλικά, ρωτούσε για κάποιον ειδικό, είχε λυσσάξει ήθελε να βρει οπωσδήποτε έναν τρόπο να ξαναπαίξει μια βιντεοκασέτα παλιά που του είχε αφήσει η γυναίκα του όταν έφυγε για πάντα.

Μπροστά στη ΧΑΝΘ την είχε βρει ένα πρωί μέσα σ ένα αμάξι σμπαραλιασμένο, λάδια υπήρχαν χυμένα στην άσφαλτο, ένας αστυνομικός στερέωνε μια κορδέλα κόκκινη εμποδίζοντας αμάξια να περάσουν από κει, την είδε μια στιγμή σωριασμένη στο κάθισμα, χρώματα απ τη μάσκαρα που είχε βάλει στα μάτια έτρεχαν στο μάγουλο της, ένα νύχι της είχε σπάσει για κάποιο λόγο αυτό του έκανε μεγάλη εντύπωση.

Στο νοσοκομείο δεν ήθελε να σκέφτεται το χειρότερο περιμένοντας έξω από το θάλαμο εγχειρίσεων, σ ένα παρεκκλήσι είχε πάει να ηρεμήσει, πήγε να προσκυνήσει και μια δύναμη τρομερή τον τίναξε πίσω, σα να τον χτύπησε ρεύμα ηλεκτρικό όπως έσκυβε μπροστά σε μια εικόνα, τι στο δαίμονα συνέβαινε.

Χρειάστηκε αίμα ατελείωτο τότε, θε μου πόσο αίμα της είχαν βάλει στο σώμα και για ένα διάστημα σηκώθηκε, γύρισε στο σπίτι, τότε έγραψε αυτή τη κασέτα καθώς είχε μείνει μαζί του μερικές μέρες, ποιος ξέρει που βρήκε τη δύναμη να το κάνει.

Και μετά όλα τελείωσαν έτσι απλά, δε το χωρούσε το μυαλό του, δεν είχε προλάβει να προετοιμαστεί, δεν ήθελε να το πιστέψει όταν εκείνη η φωνή του τόπε στο τηλέφωνο, είχε πάρει τους δρόμους, όλα του φαίνονταν περίεργα, στα καφενεία φιγούρες χάζευαν σε οθόνες μπροστά, στα μαγαζιά με τα έπιπλα σκιές σάλευαν μέσα στους καθρέφτες, στα συνεργεία αμάξια έμπαιναν να πλυθούν μέσα σε θαλάμους απ όπου έτρεχαν αφροί και νερά, άλλα αμάξια έστριβαν σε στενά κι ήταν σα να έγερναν όπως έπαιρναν τις στροφές, προβολείς φώτιζαν τις ρίζες των αρχαίων τειχών, φυτά μοναχικά σε διαδρόμους τραπεζών, γραφεία σκοτεινά, όλα θολά του φαίνονταν.

Ούτε που ήθελε να τη δει για χρόνια εκείνη τη κασέτα ώσπου μια μέρα δεν άντεξε και την έβαλε να παίξει σε μια παλιά συσκευή που είχε .

Η γυναίκα του ήταν εκεί μέσα αδυνατισμένη, σε μια καρέκλα κάθονταν, χλωμή εντελώς και του είπε:

 ''Κοίτα τώρα που θα φύγω να βρεις καμιά καλή ψυχή να βάλεις στο σπίτι, αν είναι κάνα κάθαρμα να το σουτάρεις. Πρόσεχε τα παιδιά, το μεσαίο πιο πολύ, το κορίτσι, το μωρό μου, τ'  άλλα είναι γαϊδούρια, θα βρουν το δρόμο τους. Και τώρα θέλω να σου πω κάτι και πρόσεξε καλά γιατί είναι το πιο σημαντικό που πάντα ήθελα να σου το πω...'' κι εκεί ακριβώς το καταραμένο μηχάνημα άρχισε να κάνει θορύβους περίεργους και τη μάσησε τη κασέτα και τη ρήμαξε κι αυτός είχε μείνει κάγκελο, άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες, ήθελε να τα γκρεμίσει όλα, να ξεσπάσει κάπου,  να βγάλει το άχτι του .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...