Σάββατο 27 Απριλίου 2013

ΠΛΥΝΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ

O παππάς που φορούσε μια λαμπρή  φορεσιά, άσπρη απ έξω, κατακόκκινη, πορφυρή από μέσα, βγήκε από το ιερό όπου ένα ύφασμα σε χρώμα βαθύ πράσινο σκέπαζε την αγία τράπεζα κι έκανε μια εντυπωσιακή ομιλία με αφορμή τον σαβανωμένο Λάζαρο.

Μίλησε για την επικείμενη κάθοδο του Χριστού στον κάτω κόσμο, τότε που τα πήρε όλα σβάρνα σπάζοντας πόρτες σφραγισμένες και κιγκλιδώματα, ξηλώνοντας αλυσίδες και καρφιά στο διάβα του μέσα από χάσματα αβυσσαλέα, περνώντας από μονοπάτια αραχνιασμένα, γεμάτα σκορπιούς και μαμούνια διάφορα, ο διάβολος έπαθε τη πλάκα του, που τον έφεραν αυτόν εδώ κάτω αναρωτιόταν πανικόβλητος, αυτός θα τα γκρεμίσει όλα, είχε φτάσει μέχρι τη καρδιά του Άδη, σε γωνιές σκοτεινές, εκεί όπου είχαν ριχτεί από αιώνες ο Αδάμ κι η Εύα τότε που τάκαναν θάλασσα στον παράδεισο, τους πήρε απ το χεράκι να βγουν λίγο έξω και να δουν φως του ήλιου.

Εκείνο το πρωινό όπως κατηφόρισε το δρόμο έβλεπε αμάξια να κατεβαίνουν, υγρασία και μια δροσιά υπήρχε στην ατμόσφαιρα, αναρριχητικά φυτά με λουλούδια σε χρώματα μαβιά σκαρφάλωναν σε φράχτες.

Έξω απ την εκκλησία ζητιάνοι με μάτια χαλασμένα κοίταζαν τους περαστικούς κι άλλοι σταυροκοπιούνταν βλέποντας προς τα καμπαναριά, κοπάδια από παιδιά μικρούτσικα έρχονταν με δασκάλες όμορφες να τα σαλαγούν ξοπίσω τους, γριές κερνούσαν γλυκίσματα νηστίσιμα κι ο κόσμος εύχονταν για τις ψυχές των πεθαμένων κάτω στον Άδη.

Αυτή τα παρακολουθούσε όλα αυτά καθώς αισθάνονταν στο μυαλό της να παίρνει μορφή και σχήμα αυτό που σκέφτονταν από καιρό τώρα.

Γιατί ένιωθε ότι έπρεπε να κάνει κάτι, ν' αντιδράσει κάπως, σαν τ άγρια ζώα που ψάχνουν στα χωράφια χορτάρια που θα τα βοηθήσουν να διώξουν την αρρώστια και το κακό από πάνω τους.

Έπρεπε κάτι να κάνει γιατί θα την έριχνε κάτω αυτό το πράγμα, δε θα άντεχε για πολύ ακόμα το ήξερε. Κι ακόμα έπρεπε να σταματήσει τις βάρδιες τις νυχτερινές που της έκοβαν χρόνο και χρόνια απ τη ζωή, της χρειαζόταν λίγος ύπνος να καθαρίσει το μυαλό της.

Κι έπρεπε να σταματήσει όλες εκείνες τις ταπεινώσεις που είχε υποστεί. Όταν της έρχονταν στο νου στροφές ανάποδες έπαιρνε, κάπως έπρεπε να τελειώσει όλο αυτό το πράγμα, να ησυχάσει, το ήξερε άλλωστε ότι κάποιο δεσμοί είναι γόρδιοι και κόβονται με μαχαίρι, δεν υπάρχει άλλη λύση .

Την τελευταία φορά είχε βουρκώσει, τα μάτια της υγράνθηκαν, αλλά εκείνος όταν την έβλεπε έτσι αγρίευε πιο πολύ, νόμιζε ότι ήταν κάποιου είδους κόλπο, της πήγαινε κόντρα για βλακείες κι αηδίες ασήμαντες μ ένα πείσμα αβυσσαλέο, σα να ήθελε να ξεσπάσει απάνω της για τις αποτυχίες του.

Της ήταν ολοένα και πιο δύσκολο να κρύψει τη δυσφορία της κάθε φορά που τον έβλεπε, κάτι της είχε πει και την θύμωσε άσχημα, ''Πλύνε το στόμα σου προτού μου ξαναμιλήσεις!!'' του είχε πει, η κόρη της τόχε καταλάβει, που να κρυφτεί απ αυτήν, ''Μαμά μη μου λες ψέμματα, το ξέρω ότι δεν είσαι καλά, σε ξέρω εγώ!''.

Στο αστικό ένας άντρας όμορφος ψηλός ήρθε και κάθισε δίπλα της, την κοιτούσε κι αυτή δε μπορούσε να το πιστέψει, κάποιο λάθος σκέφτηκε θα είχε κάνει ο τύπος, είχε χάσει από καιρό τώρα την αυτοπεποίθηση της.

Σ' εκείνο το χώρο τον κλειστό, βλέμματα διασταυρώνονταν, γυναίκες με δέρμα ηλιοκαμένο - πότε είχαν προλάβει να αλλάξουν χρώμα - πόδια γυμνά χώνονταν μέσα σε παπούτσια διάφανα, δαχτυλίδια υπήρχαν σφηνωμένα στα δάχτυλά τους, άνθρωποι κρατιόταν από χειρολαβές και κάποιοι ίδρωναν στα καλά καθούμενα, στάλες ιδρώτα έτρεχαν στα μέτωπα τους, μπουκαλάκια με νερό παγωμένο βαστούσαν στα χέρια τους που τρέμανε, ποιος ξέρει τι είχαν καταπιεί αυτοί, ανάπηροι πάνω σε καροτσάκια δοκίμαζαν να μπουν στο λεωφορείο.

Στη στάση όπου κατέβηκε πλάσματα περίεργα της φάνηκε ότι κινούνταν κατά πάνω της φορώντας γυαλιά μαύρα, κάποιοι με χείλη ψαριού, άλλοι με κεφάλια σκύλου, ρωγμές υπήρχαν στο δρόμο, κέρματα κολλημένα στην άσφαλτο γυάλιζαν, φανάρια χαλασμένα, κορναρίσματα και φωνές και μπλοκαρίσματα, στα μαγαζιά με τα ζωάκια ψάρια κολυμπούσαν ανάμεσα σε φυσαλίδες, λαμπάκια γαλάζια αναβόσβηναν πάνω σε ασθενοφόρα διερχόμενα και μπορούσες να δεις ανθρώπους ξαπλωμένους σε φορεία μέσα τους, φοβήθηκε για μια στιγμή μη τη μαζέψουν κι αυτή κάπως έτσι μια μέρα.

Τη νύχτα είδε το ίδιο πάλι όνειρο, σ ένα υπόγειο βρίσκονταν παγιδευμένη, αυτός είχε το γνωστό βλέμμα που δεν προμήνυε τίποτα καλό, ήθελε να βγει από κει μέσα, κάτι κλειδιά έψαχνε μα τα φύλαγε ένας σκύλος μαύρος σα δαίμονας που γάβγιζε δείχνοντας τα δόντια του κι όλο τραβούσε μια αλυσίδα έτοιμη να κοπεί κι όπως αυτή ήταν έτοιμη να πιάσει τα κλειδιά η αλυσίδα κόπηκε κι ο δαίμονας έχωσε με μίσος τα μυτερά σα καρφιά δόντια του στο πόδι της χαμηλά, πάνω απ τον αστράγαλο.

Το πρωί όταν ξύπνησε ένα μούδιασμα κι έναν πόνο ένιωθε στο πόδι της, κοίταξε χαμηλά κι είδε κάτι τρυπούλες τετράγωνες στο μέρος πάνω απ τον αστράγαλο.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...