Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

ΔΡΕΠΑΝΗΦΟΡΑ ΑΡΜΑΤΑ

Ούτε που ξέρω πως βρέθηκα εκεί πέρα, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι με είχε πιάσει μια λίμα τρομερή και σ εκείνο το τραπέζι υπήρχε ένα ρύζι κιτρινωπό απίστευτο και κάτι φτερούγες κοτόπουλου σα λουκουμάκια κι εγώ ήθελα να φάω τη τύχη μου.

Μια βιόλα κομμένη σ ένα ποτήρι μοσχοβολούσε κι ένα κορίτσι στέκονταν σε μια γωνιά της κουζίνας με δυο απαλές γραμμές να σχηματίζουν το περίγραμμα του προσώπου του, εγώ έτρωγα ένα γλυκό τραγανό, κίτρινο με ένα πράγμα κόκκινο στη καρδιά του καθώς μια γεύση λεμονιού απλώνονταν στο στόμα μου.

Στο σπίτι όταν πήγα μασουλούσα ακόμα εκείνο το κίτρινο γλυκό όταν με είδε μια γιαγιά που είχαμε στο σπίτι, η αδερφή της γιαγιάς μου ήτανε, μου ζήτησε ένα κομμάτι κι εγώ της τόδωσα όλο.

Ήταν λίγο σαλεμένη εκείνη η γριά, το καλοκαίρι έτρωγε ντομάτες πράσινες, είχε ξεκολλήσει απ την υποδοχή της μια μπρίζα που δεν είχε βγει για χρόνια απ τη θέση της και παραλίγο να γίνει κάρβουνο, τη χάναμε πολλές φορές και την αναζητούσαμε στα στενά μες το λιοπύρι, ενώ τα βράδια πολλές φορές τη βλέπαμε να στέκεται ακίνητη μ ένα γέλιο αδιόρατο μπροστά στο τζάμι του παράθυρου και μας σηκώνονταν η τρίχα.

Στο σπίτι της, στο άλλο χωριό το μεγάλο, κοιμόμασταν καμιά φορά ακούγοντας μια οχλοβοή να περνά από το στενό που περνούσε σύρριζα από τον τοίχο της καθώς γίνονταν η περιφορά του επιταφίου κι έβλεπες φώτα και κεριά και σκιές να περπατούν μουρμουρίζοντας στα σκοτεινά. Ο άντρας της ένα ψηλός μαυριδερός ένα κέρμα μεγάλο μου είχε δώσει κάποτε και φωτογραφίες παλιές στο τοίχο τον έδειχναν νιόπαντρο, σοβαρό, σε εικόνες φθαρμένες και τσακισμένες απ τον καιρό, ενώ δίπλα υπήρχαν κάτι κεντήματα κρεμασμένα με χρώματα που έδειχναν κυδώνια καρπούζια και λουλούδια και περικοκλάδες πράσινες κι αμπέλια και κλήματα.

Εκείνο το απόγευμα την ξαναείδα και μου έκανε εντύπωση που δεν την είχα προσέξει πρωτύτερα, είχε μεγαλώσει πια, φορούσε ένα τζιν και παπούτσια επίπεδα κι ανέβαινε στα συγκρουόμενα αμαξάκια που καρφώνονταν με μανία το ένα πάνω στο άλλο καθώς τραγουδάκια έπαιζαν τριγύρω και πασχαλιές άνθιζαν και σκύλοι και γάτες κυλιόντουσαν χαρούμενα στο χορτάρι. Το βράδυ σ ένα μαγαζί όπως ψάχναμε ένα μέρος να καθίσουμε κι ήταν όλα πιασμένα τα τραπέζια με τα ποτήρια του ουίσκι σε χρώμα καφεκόκκινο απάνω τους , ήρθε κοντά μου με σιγουριά μεγάλη κι έναν τρόπο που τον είχε τελειοποιήσει με τον καιρό, με φίλησε έτσι άπλα αφήνοντας στο στόμα μου μια γεύση από σταφύλι ώριμο, ενώ μέσα μου ένιωθα κάτι να ταράζεται μέχρι μέσα βαθιά.

Κοπάνα κάναμε απ' το σχολείο την επόμενη και μ' ένα αμάξια ανεβήκαμε σ ένα ύψωμα από όπου κοιτάζαμε τα χωριά και τον κάμπο μέχρι πέρα μακριά κι ύστερα πήγαμε σε μια παραλία, κάτι καραβάκια θυμάμαι να κυλάνε στον άνεμο, τραπεζομάντιλα χρωματιστά ανέμιζαν , ποτήρια πιάτα και κομμάτια από κέικ καφέ, κόσμος έτρεχε κάτω από δέντρα, ποδήλατα ρολλάριζαν δίπλα σε λωρίδες διαχωριστικές, γκαρσόνια στέκονταν μπροστά μας, αυτή γελούσε συνέχεια, μασούσε τσίχλα, κάτι φόρμες φορούσε.
Ένας καυγάς γίνονταν κάπου κοντά, πρόσωπα κόκκινα, στάλες ιδρώτα έτρεχαν από το μέτωπο κάποιου, αχτίνες τρυπούσαν φακούς μαύρους γυαλιών, ένας τύπος έτρεχε να πάρει τηλέφωνο κι ένα άλλος μας έλεγε για το ατύχημα του πατέρα του, τότε που γύρισε από ένα ταξίδι κι άγρυπνος όπως ήταν καρφώθηκε στις μπάρες της εθνικής . Όταν ξύπνησε στο νοσοκομείο δε θυμόταν τη τύφλα του, νόμιζε ότι έχανε το μυαλό του είδαν κι έπαθαν ώσπου να τον συνεφέρουν.

Κάτι είχα πάθει μετά από όλα αυτά κι εγώ, αφηρημένος συνέχεια ήμουνα, κάτι λεφτά είχα χάσει, η μάνα μου μου είχε βάλει τις φωνές, ο πατέρας μου με είχε πάρει μαζί του να κόψουμε ένα χωράφι με τριφύλλι κάτω στον κάμπο.

Απόγευμα ήταν όταν φτάσαμε εκεί κάτω κι ο πατέρας μου έριξε στο χώμα εκείνα τα ψαλίδια που όταν ήταν όρθια κι ανέμιζαν πλάι στο τρακτέρ τόκαναν να μοιάζει με άρμα δραπανηφόρο που κατηφόριζε στα ανοιχτά πλατώματα και στα αλώνια για να σπείρει τον όλεθρο ξυρίζοντας ότι τύχαινε στο διάβα του

. Άπλωσε λοιπόν τα ψαλίδια στο έδαφος κι άρχιζε να θερίζει το χόρτο κινούμενος κυκλικά σε σπείρες με κατεύθυνση το εσωτερικό και το κέντρο απ όπου συνήθως πετάγονταν αλαφιασμένα και πανικόβλητα αγρίμια διάφορα, λαγοί κι αλεπούδες κι άλλα περίεργα που είχαν τη φωλιά τους εκεί μέσα.

Ο ήλιος έβαφε μενεξεδί τον ορίζοντα και στήλες μαύρες σα σιφώνια τεράστια σχηματίζονταν στα μέρη όπου έβρεχε ενώ αλλού το ουράνιο τόξο έλαμπε μέσα από το πρίσμα του καθώς επιστρέφαμε σπίτι.

Οι αγελάδες επέστρεφαν εκείνη την ώρα από τη βοσκή και βύθιζαν τα ρουθούνια τους στη ποτίστρα να πιουν γεμίζοντας μπουρμπουλήθρες τον τόπο κι εγώ πέθαινα στα γέλια, μια δίψα φοβερή με είχε πιάσει και μένα, ήθελα να βουτήξω κι εγώ το κεφάλι μου στο νερό μα όταν έσκυψα στη διάφανη επιφάνεια την είδα στον κρυστάλλινο καθρέφτη που σχηματίζονταν, ολοζώντανη μ' εκείνες τις απαλές γραμμές που διέγραφαν το οβάλ πρόσωπο της κι εκείνο το κομμάτι του άσπρου λαιμού της κι εκείνα τα χείλια κι εκείνα τα μάτια όταν ξάφνου αντιλήφθηκα τη γιαγιά μου να με κοιτά με ένα βλέμμα τρελό κι ύστερα να στρέφει το βλέμμα στο νερό.

''Ωραίο το μικρό'' μου είπε κι ύστερα ξέσπασε σ εκείνο το γέλιο που με τρόμαζε όταν την έβλεπα τη νύχτα στο παράθυρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...