Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

AΓΓΕΛΟΣ ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΤΗΣ



Ο δε είπεν αυτοίς· ιδού εισελθόντων υμών είς τήν πόλιν συναντήσει υμίν άνθρωπος κεράμιον ύδατος βαστάζων' ακολουθήσατε αυτώ εις την οικίαν ού εισπορεύεται, καί ερείτε τώ οικοδεσπότη της οικίας' λέγει σοι ο διδάσκαλος, πού εστι το κατάλυμα όπου τό πάσχα μετά των μαθητών μου φάγω; κακείνος υμίν δείξει ανώγαιον μέγα εστρωμένον' ....

Κατά Λουκάν 22- 10, 13


Και το ανώγειο όπου βρισκόμασταν εκείνη την άνοιξη, τέτοιον καιρό περίπου, ήταν μέγα και υπέροχο. Χρώματα εξαίσια υπήρχαν παντού τριγύρω, στις αγιογραφίες και στα ψηφιδωτά, μπλε του κοβαλτίου και πράσινο του μαλαχίτη, μαύρο του χρωμίου, κι αχνό πορφυρό, κυανό του χαλκού και κίτρινο θαμπό στα φωτοστέφανα των αγίων απ όπου μια λάμψη ξεχύνονταν γεμίζοντας τον τόπο με μια αύρα υπερβατική όπως οι σκοτεινοί δαίμονες πάλευαν μ αγίους και καβαλάρηδες συντρίβοντας και συνθλίβοντας στο χώμα κεφαλές και καρδιές μαύρες, γεμάτες κακία δρακόντων του κάτω κόσμου. “

Κείνες τις μέρες , ενώ ο Ιησούς ετοιμάζονταν για τη θριαμβευτική του είσοδο στα Ιεροσόλυμα, οι Εβραίοι ετοίμαζαν την έξοδο τους από την Αίγυπτο βάφοντας με αίμα τις πόρτες των σπιτιών τους για να μη λαθέψει ο άγγελος ο φονιάς κι εξολοθρευτής που θα ερχόταν να πατάξει τα πρωτότοκα παιδιά των Αιγυπτίων, ο Φαραώ ξυπνούσε τρομαγμένος καθώς χαλάζι και πυρ σφοδρό εξαφάνιζε ότι υπήρχε εκεί πέρα ''από ανθρώπου έως κτήνους'', το νερό στα ποτάμια, τις διώρυγες και στα έλη μετατρέπονταν σε αίμα, σκότος και γνόφος και θύελλες έπεφταν πάνω στη γη της Αιγύπτου επί τρεις μέρες και ουδείς μπορούσε να δει τον διπλανό του και τον σύντροφό του.

Κι ύστερα συνέβαιναν σημεία και τέρατα, ο Μωυσής ''...εξέτεινε την χείρα επί την θάλασσαν και εσχίσθη το ύδωρ''', σκίστηκε το νερό στη μέση, πράγματα απίστευτα κι υπερφυσικά, άνεμος νοτιάς φύσηξε όλη τη νύχτα ανοίγοντας δρόμο μέσα από την Ερυθρά Θάλασσα. Κι όταν οι κακόμοιροι Αιγύπτιοι μπήκαν σ αυτό το εξωπραγματικό μονοπάτι με τ' άρματα και τ άλογα και το στρατό τους ένα μακελειό έγινε εκεί πέρα καθώς τ' ακραξόνια των αρμάτων μπλέκονταν αναμεταξύ τους κι όταν ο Μωυσής άπλωσε ξανά τα χέρια σε κείνη τη στάση τη φοβερή, το γαλάζιο νερό σκέπασε όλη την έκταση που κάλυπτε και προηγούμενα πνίγοντας άλογα κι αναβάτες μέσα σε χαλασμό από κραυγές και παφλασμούς κι αφρούς και αίματα κι ολολυγμούς και πανικό.

Ιστορίες παράξενες μας διηγούνταν εκεί πέρα ένας καλόγερος παράξενος, ένας ονειροπόλος , για ένα παιδί που ήθελε μια βασιλοπούλα κι ο πατέρας της τον έβαλε να ξεχωρίσει ένα βουνό στάρι από κριθάρι κι άλλους σπόρους βλαβερούς κι άχρηστους κι όποτε έχανε την υπομονή του κι αγαναχτούσε, ένας άγγελος με φτερά λευκά έρχονταν φέρνοντας ένα ποτήρι νερό κι ένα κομμάτι ψωμί κι εγώ σκεφτόμουν ότι μια ζωή αυτό κάνω προσπαθώντας να ξεδιαλέξω τα καλά μες από τη σαβούρα και το βούρκο κι αν είχα έναν τέτοιον άγγελο να μου παραστέκεται θα το συνέχιζα αυτό επ΄ άπειρον.

Στο μεταξύ η Μάρθα έστρωνε δείπνο, η Μαρία η αδελφή του Λάζαρου, σκούπιζε τα πόδια του χριστού μ εκείνο το μύρο το εξαίσιο, το γνήσιο και το πολύτιμο από νάρδους κι άλλα αρώματα μεθυστικά, γεμίζοντας την οικία με οσμές θεϊκές, ο Ιούδας αναρωτιούνταν προς τι τέτοια σπατάλη κι ο δάσκαλος του έλεγε '' Άσε το κορίτσι να κάνει τη δουλεία του γιατί αύριο θα με σκίσουν ζωντανό''.

Μοναχοί πηγαινοέρχονταν μέσα από μονοπάτια μαιανδρικά σ εκείνο το μέρος πάλι με την άνοιξη, πευκοβελόνες καινούριες καταπράσινες φύονταν στα πεύκα, γκορτσιές κι αχλαδιές άγριες άνθιζαν παντού και ροδακινιές και κερασιές και ίριδες και βιόλες και μενεξέδες κι άλλα πολλά, κισσοί με φύλλα στιλπνά πλαισίωναν ρεματιές όπου έτρεχε νερό πάνω από φυτά υδρόβια, φρούτα μας πρόσφερναν και μαχαίρια κοφτερά να τα καθαρίσουμε, ντομάτες κόκκινες και μαϊντανοί πράσινοι υπήρχαν τριγύρω και σακούλες πλαστικές γαλάζιες πλάι σε τοίχους ασβεστωμένους, σχέδια ελικοειδή από κελύφη οστράκων, χρώματα γήινης ώχρας, καράβια παλιά υπήρχαν στο μικρό λιμάνι με λαμαρίνες σκουριασμένες, βαρέλια τεράστια για να βάλουν μέσα το κρασί στις αποθήκες και μυρουδιές γνώριμες από σανό και χόρτο αποξηραμένο.

Ένα βράδυ με είχαν στείλει να φέρω ένα άλογο από ένα σημείο κάπου πιο πέρα όπου το είχαν αφήσει δεμένο να βόσκει κι ανησυχούσαν μη κατέβουν τίποτα λύκοι τη νύχτα από τα γειτονικά βουνά και το φάνε το έρημο. Φοβόμουν λίγο κι όπως έφτανα στο μέρος που μου είχαν πει, το ζώο με αντιλήφθηκε και χλιμίντρισε με αγωνία. Πλησίασα και το χάιδεψα μαλακά στη πλάτη και κάτω απ' το λαιμό κι έπειτα ψηλάφισα τους κόμπους του σκοινιού που ήταν δεμένο σ ένα δέντρο όταν αντιλήφθηκα κάτι ήχους κι ένα φως να βγαίνει από τα χαμόκλαδα μα δεν ήξερα αν ήταν για καλό ή για κακό εκείνο το πράγμα...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...