Κυριακή 14 Απριλίου 2013

ΠΕΝΤΕ ΛΙΘΟΥΣ ΛΕΙΟΥΣ

Και εγένετο πρός εσπέραν καί ανέστη Δαυίδ από τής κοίτης αυτού καί περιεπάτει επί του δώματος τού οίκου τού βασιλέως καί είδε γυναίκα λουομέη από τού δώματος καί η γυνή καλή τώ είδει σφόδρα...

καί απέστειλε Δαυίδ αγγέλους καί έλαβεν αυτήν , καί εισήλθε πρός αυτήν, καί εκοιμήθη μετ' αυτής....

Β' Βασιλειών 11- 2, 4.




Ούτε που μπορούσε να κουνηθεί μ εκείνον το μανδύα και την χάλκινη περικεφαλαία στο κεφάλι κι εκείνο το σπαθί το ασήκωτο, μια σταλιά παιδί μαθημένο να παλεύει με τ' άγρια θηρία σαν πήγαιναν να του αρπάξουν τα πρόβατα που έβοσκε κι έπρεπε να πάρει από το στόμα τους τα ετοιμοθάνατα αρνιά του.

Αυτός χρειάζονταν το ραβδί του μονάχα και ''πέντε λίθους λείους εκ του χειμάρρου'' που τους έβαλε στο σάκο του και πήγε να πολεμήσει μ' εκείνο το τέρας το Φιλισταίο που είχε τον αλυσιδωτό θώρακα στο στήθος, τις χάλκινες κνημίδες στα πόδια, την πελώρια ασπίδα στους ώμους και το τεράστιο κοντάρι με τη σιδερένια λόγχη στο χέρι, αυτός που τρόμαζε τον κόσμο κάθε μέρα με την τρομερή του κραυγή.

Και τον έριξε χάμω με τη σφεντόνα, ένα χτύπημα μονάχα χρειάστηκε να τρυπήσει το σίδερο, να του διαλύσει το κρανίο και να τον ρίξει με το πρόσωπο στο χώμα.

Κι έγινε φίλος μ εκείνο το υπέροχο παιδί τον Ιωνάθαν, το γιο του βασιλιά, που έδωσε στο νεαρό βοσκό τον μανδύα, τη ρομφαία και το τόξο του, παραλίγο δε να πληρώσει με τη ζωή του την αγάπη του Ιωνάθαν, όταν ο βασιλιάς από κακία και μίσος για το θρίαμβο του Δαυίδ ήθελε να τον τρυπήσει πέρα για πέρα εκεί που έπαιζε τη κιθάρα με τα δάχτυλα στα δώματα τα βασιλικά.

Στα όρη τα αυχμώδη και τα τραχιά τον κυνηγούσε ο Σαούλ κι άμα ήθελε θα μπορούσε να πάρει το κεφάλι του γέρου βασιλιά όταν μπήκε στη σκηνή του τη νύχτα, τότε που όλο το στρατόπεδο κοιμόταν στις σκηνές του και το δόρυ το βασιλικό ήταν μπηγμένο στο χώμα, δε χρειαζόταν παρά μόνο ένα χτύπημα ξανά για να τελειώνει και μ' αυτό το βάσανο, μα αυτός προτίμησε να του πάρει το ακόντιο και το ποτήρι το πολύτιμο απ όπου ο γέρος έπινε νερό, για να του δείξει την ανωτερότητα του.

Μα σαν γίνεται μεγάλος και τρανός τι πάει και κάνει, κλέβει εκείνη την καλλονή απ τον Χετταίο τον πολεμιστή κι όχι μονάχα αυτό μα στέλνει και τον άτυχο άντρα στο χειρότερο πόλεμο, στην πολιορκία εκείνης της πόλης που δεν έπεφτε με τίποτα, καθώς οι πολιορκημένοι πετούσαν από ψηλά μυλόπετρες κι αγκωνάρια και βέλη φαρμακερά κι όταν έκαναν την έξοδο την απελπισμένη έγινε μια σφαγή εκεί κι ένας πόλεμος σκληρός απίστευτα και πάει ο άτυχος Χετταίος όπως το είχε σχεδιάσει ο πρώην βοσκός κι από τότε όλα άρχισαν να πηγαίνουν κατά διαόλου .

Αλλά είσαι βασιλιάς πια, η σκέψη σου έχει ωριμάσει υποτίθεται κι η κρίση σού έχει μεστώσει, συναισθήματα βίαια δεν σε παρασέρνουν κι αντιστέκεσαι στις μύχιες και σκοτεινές επιθυμίες που έρχονται απ τα βάθη της ψυχής σου, είσαι μεγαλόψυχος πια, μπορείς να κρύψεις την ταραχή που σου προκαλούν Αφροδίτες μικρές και μεγάλες, ξανθιές και σκουρόχρωμες, με φορέματα και χιτώνες ανοιχτόχρωμους για ν' αποκρούουν το αδυσώπητο φως του καλοκαιριού, σε χρώματα πρασινωπά που ταιριάζουν με τα αστραφτερά τους βλέμματα και διαγράφουν το περίγραμμα του υπέροχου σώματος τους, με χέρια αλαβάστρινα κι απαλά απ' τα σαπούνια και τ αρωματικά που χρησιμοποιούν ολημερίς, γυναίκες μ' αχνά χαμόγελα που σ αγγίζουν σχεδόν καθώς σε πλησιάζουν και το σώμα σου πάλλεται, παντρεμένες με τα παιδιά στη αγκαλιά και παρθένες με τα μενταγιόν που φέρουν σύμβολα εγχάρακτα και σημάδια μυστήρια του ζωδιακού κύκλου, καρκίνους και σκορπιούς και φίδια και γεράκια με ράμφη γαμψά.

Μπορείς υποτίθεται να κρύψεις την ταραχή ώστε να μη φανεί στα μάτια σου, ξέρεις τις ερωτογενείς κι επικίνδυνες ζώνες και τις περιοχές που δεν πλησιάζονται, όσο όμορφες κι αν είναι σαν κουβαλούν τα παιδιά στην αγκαλιά τους απαιτούν σεβασμό, υπάρχουν κανόνες απαραβίαστοι, πως θα γίνει, πως θα μπορούσε διαφορετικά να γίνει, δεν είναι όλα χύμα, δε σε παίρνει, δεν είναι σωστό, όταν χρειαστεί φεύγεις σε δώματα του παλατιού όπου κλείνεσαι για ηρεμία και περισυλλογή.

Χρειάζεσαι λίγη απ τη φρεσκάδα που είχες τότε όταν έφερνες στο στρατόπεδο την τροφή των αδερφών σου που πολεμούσαν, το κριθάρι το χονδροαλεσμένο και και τους άρτους και τα τεμάχια τυριού εκεί στη κοιλάδα της δρυός όπου μάχονταν.

Χρειάζεσαι λίγη φρεσκάδα από κείνα τα χρόνια, τότε που τα κορίτσια απ όλες τις πόλεις χόρευαν στους δρόμους για το θρίαμβό σου χτυπώντας τύμπανα και κύμβαλα κι αλάλαζαν γιατί είχες βάλει κάτω το τέρας που σε παρομοίασε με σκύλο όταν το πλησίαζες περνώντας τον χείμαρρο με το νερό να βρέχει τα πόδια σου και τη σκιά του γίγαντα να κρύβει τον ήλιο του πρωινού, έχοντας μονάχα πέντε πέτρες άσπρες,στρογγυλές στο σάκο σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...