Από το ματάκι της πόρτας έβλεπε τη γυναίκα του επάνω διαμερίσματος να παλεύει αγκομαχώντας καθώς κουβαλούσε ένα καροτσάκι με ψώνια από τη λαϊκή. Καμιά φορά έβγαινε να τη βοηθήσει όμως άλλες φορές την άφηνε να τυραννιέται και να ιδρώνει , πρέπει να ζύγιζε πάνω από εκατό κιλά. Της το κρατούσε από τότε που είχε πλημμυρίσει το διαμέρισμα της, «πρόσεχε το καζανάκι, το ακούω όλη νύχτα που τρέχει, σίγουρα έχει διαρροή» της είχε πει, όμως η Τούλα, έτσι λέγανε τη γειτόνισσα, το άφηνε σαν να επιζητούσε να προκαλέσει τη ζημιά ώσπου το νερό πέρασε από τον τοίχο και πλημύρισε το σπίτι της. Έλειπε σε διακοπές εκείνο το διάστημα κι όταν γύρισε δεν μπορούσε να το πιστέψει, τσαλαβουτούσε στα νερά που είχαν γεμίσει το διαμέρισμα της, τα ντουλάπια της κουζίνα είχαν ανοίξει από την υγρασία, πέρασε μια ολόκληρη μέρα αδειάζοντας κουβάδες μέχρι να στεγνώσει τα πατώματα, τα έπιπλα καταστράφηκαν , είχαν κάνει μεγάλο καυγά τότε και η Τούλα είχε δεχθεί να πληρώσει το ποσό για την επισκευή της κουζίνας όμως το σοκ ήταν μεγάλο. Πρόβλημα είχε και με τον σκύλο της γειτόνισσας, ένα λυκόσκυλο με τεράστιο στόμα και κάτι μάτια που γυάλιζαν σα να ήταν δαιμονισμένο. Γαύγιζε όλη την ώρα επειδή δεν το βγάζανε έξω. Ήταν ένα περίεργο σκυλί, η φάτσα του σε τρόμαζε όμως ήταν πολύ ήρεμο κι όποτε το συναντούσε ερχόταν για να χαϊδέψει το μαλλιαρό λαιμό του κι εκεί κάτω από το σαγόνι . Πολλές φορές έπεφτε πάνω του στην είσοδο, την κοιτούσε μ’ εκείνα τα διαπεραστικά μάτια του περιμένοντάς ν’ ανοίξει την εξώπορτα που την κλείδωναν επειδή η στην περιοχή κυκλοφορούσαν διαρρήκτες. Ποτέ της δεν είχε δει τη γειτόνισσα να κατεβάζει το σκυλί, το αμολούσε εκεί πέρα κι εκείνο αφού βολόδερνε στα σοκάκια επέστρεφε πάλι περιμένοντας κάποιον να το βάλει μέσα. Τα βράδια το λυκόσκυλο στέκονταν στο μπαλκόνι του πάνω ορόφου ατενίζοντας το βάθος του δρόμου ακίνητο σαν σφίγγα αρχαίας προμετωπίδας.
Κάποια νύχτα άκουγε κάτι ήχους που έβγαιναν από τους τοίχους του πάνω
διαμερίσματος σαν κάποιος να πονούσε ή να υπέφερε, ήξερε ότι επισκέπτονταν τη
γειτόνισσα ο ανιψιός της, ένας τύπος
ύποπτος που έφερνε μάλιστα μαζί και τους φίλους του, δυο τρεις κοκαλιάρηδες
νεαρούς που ανέδυαν μια μυρωδιά παράξενη, κάτι ανησυχητικό μαγειρεύονταν . Όπως
μεγάλωναν οι νύχτες κι αργούσε να ξημερώσει σηκώνονταν εκεί λίγο μετά τα
μεσάνυχτα ακούγοντας συρσίματα στους τοίχους,
ψίθυρους κι ομιλίες, προσπαθούσε να καταλάβει τις κουβέντες όμως
δεν έβγαζε άκρη. Μια νύχτα μάλιστα είχε ακούσει φωνές ενός κοριτσιού που έμοιαζε
να ζητά βοήθεια και να λέει σε κάποιον «άφησε
με ήσυχη, μη με πλησιάζεις!» φοβήθηκε και σκέφτηκε να χτυπήσει το κουδούνι της γειτόνισσας
όμως ύστερα από λίγο όλα σταμάτησαν και σκέφτηκε ότι δεν ήταν
κάτι σοβαρό.
Εκείνο το διάστημα τα νεύρα της ήταν τεντωμένα όλη την ώρα,
είχε ζοριστεί πάρα πολύ. Η μητέρα της της ήταν άρρωστη κι έτρεχε να τη δει μετά τη
δουλειά. Τα αδέρφια της έπαιρναν κανένα τηλέφωνο,
ερχόταν καμιά φορά να δουν τη μάνα τους,
να πιούν κανένα καφέ μαζί της κι ύστερα εξαφανίζονταν,
κανείς δεν ήθελε να αναλάβει τη ζόρικη φροντίδα
της τώρα που γερνούσε. Οι φίλες της τηλεφωνούσαν να πάνε σε κάτι καζάνια, σ’ ένα
χωριό όπου έβγαζαν τσίπουρο αυτήν την
εποχή, οργάνωναν εκδηλώσεις κι έφερναν όργανα, γίνονταν
πανηγύρια που είχαν πολύ χαβαλέ όμως εκείνη
δεν μπορούσε να πάει πουθενά. Καθόταν
εκεί να περιμένει τη μητέρα της να φάει κι έπειτα έπρεπε να πλύνει τα πιάτα, να
σκουπίσει, να τακτοποιήσει, να ελέγξει τα χάπια, έφευγε αργά το απόγευμα κι όταν έφτανε στο
σπίτι έπεφτε ξερή να κοιμηθεί. Το φθινόπωρο πλησίαζε στο τέλος του κι οι νύχτες
γινόταν ολοένα μεγαλύτερες. Όπως
ξυπνούσε το πρωί για να πάει στη δουλειά αναπολούσε το καλοκαίρι, είχε
καταφέρει να πάει ένα ταξιδάκι σ’ ένα μέρος ορεινό που είχε πολύ δροσιά μέσα
στον Αύγουστο. Θυμόταν τα δάση και το
παγωμένο νερό μιας πηγής που ανέβλυζε εκεί πάνω σ’ ένα τοπίο γεμάτο με βράχους
τεράστιους. Σήκωνε τη φούστα της και περπατούσε στην άμμο που είχε σχηματιστεί στο
βυθό του ρυακιού χαλαρώνοντας καθώς το κρύο νερό κυλούσε γύρω από τα γόνατα της.
Ύστερα έβγαζε φωτογραφίες τα άγρια λουλούδια
που φύτρωναν εκεί πάνω κι έψαχνε να βρει τις ονομασίες τους στο google lens μόλις κατέβαινε από το βουνό και είχε σήμα
στο κινητό. Είχε μάθει ένα σωρό πράγματα για τα φυτά που φύονταν σ’
εκείνο το υψόμετρο κι ήταν
ενθουσιασμένη, πιο μεγάλη εντύπωση της είχαν κάνει κάτι μικρά,
κατακόκκινα αγριογαρύφαλλα που έμαθε ότι
τα λένε «άνθη του Δία». «Του χρόνου θα έρθω οπωσδήποτε εδώ πάνω ξανά» έλεγε
μέσα της…
Ένα βράδυ Σαββάτου
είχε πέσει από νωρίς να κοιμηθεί όταν ένιωσε
μια φωνή μέσα στον ύπνο της κι αμέσως μετά ακούστηκε ένας γδούπος υπόκωφος σαν να έσκαγε
κάποιο σώμα ανθρώπινο πάνω στο πάτωμα.
Σηκώθηκε και κοίταξε από το ματάκι της πόρτας,
δεν φαινόταν τίποτα μονάχα κάποιος σκύλος
γαύγιζε σιγανά σαν να κλαψούριζε, σίγουρα
το λυκόσκυλο της Τούλας . Άνοιξε με προσοχή και προχώρησε στο διάδρομο μέχρι τα
σκαλιά. Είδε κάτι να κινείται στον πάνω όροφο κι έπειτα ένα χέρι παχουλό σαν να απλώθηκε και να κρεμάστηκε στο κενό εντελώς
άψυχο, ήταν σίγουρα η Τούλα, «πρέπει να καλέσω την αστυνομία» σκέφτηκε. Φοβόταν να προχωρήσει , στη μικρή πολυκατοικία
δεν μπορούσε κανείς να τη βοηθήσει , τα κορίτσια που έμεναν στο διπλανό
διαμέρισμα, κάτι φοιτήτριες από την
επαρχία, είχαν βγει έξω, κι ο παππούς που νοίκιαζε το διαμέρισμα
το ισογείου ήταν εντελώς κουφός.
«Τούλα είσαι καλά;»
φώναξε αλλά δεν πήρε απάντηση.
Έκανε ένα βήμα προς τα σκαλιά, «αχ θε
μου τί έγινε;» άκουσε τη φωνή της να ψιθυρίζει βλέποντας ένα μικρό αυλάκι από
αίμα που κατέβαινε. «Τούλα τι έγινε;» ρώτησε πάλι κι από το κεφαλόσκαλο άκουσε κάτι ασυνάρτητα
λόγια, προχώρησε προσεκτικά όταν εντελώς απροειδοποίητα ένας άντρας εμφανίστηκε
στην κορυφή της σκάλας και μόλις την είδε όρμησε κατά πάνω της, φοβήθηκε ότι θα τη χτυπούσε όμως εκείνος ούτε
που της έδωσε σημασία, απλά την προσπέρασε σπρώχνοντάς την βίαια και ξεχύθηκε προς την εξώπορτα, στο ισόγειο. Πρόλαβε μια στιγμή να δει τα
χαρακτηριστικά του προσώπου του, ήταν
αξύριστος με αραιά μαλλιά και μάτια κατακόκκινα σαν να είχε να κοιμηθεί ένα μήνα, «πρέπει να θυμάμαι
το πρόσωπο του» έκανε τη σκέψη, «μπορεί να μου ζητήσουν να τον περιγράψω στην
αστυνομία όπως συμβαίνει στα σίριαλ του Netflix».
Ο αξύριστος άντρας έφτασε στο ισόγειο όμως δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα που ήταν
κλειδωμένη, πάλευε με το χερούλι
κοιτάζοντας γύρω σαν χαμένος, κλωτσούσε
με μανία το γυαλί, έμοιαζε με ζώο που το είχαν στριμώξει όταν ήρθε σαν φάντασμα το λυκόσκυλο της
γειτόνισσας και του επιτέθηκε. Άρχισαν
να παλεύουν εκεί στην είσοδο, μπροστά από τη γυάλινη εξώπορτα, ο σκύλος είχε
σηκωθεί στα δυο του πόδια και προσπαθούσε να τον αρπάξει από το πρόσωπο ενώ ο άντρας τον κρατούσε μακριά κραδαίνοντας κάτι
που κρατούσε στο χέρι του, το σκυλί γαύγιζε αγριεμένο, πρέπει να είχε
λυσσάξει, δε φαίνονταν να νιώθει τίποτα από τα χτυπήματα του άντρα ο οποίος
ήταν μεγαλόσωμος και είχε πανικοβληθεί,
έβριζε ότι μπορούσες να φανταστείς κοιτώντας όλη την ώρα κατά την
έξοδο, ήταν μια σκηνή εντελώς χαοτική. Σε
μια φάση το σκυλί τον έριξε κάτω αρπάζοντας το πόδι του όμως εκείνος κατάφερε να απελευθερωθεί, κλώτσησε
την πόρτα με όλη του τη δύναμη και το τζάμι επιτέλους έσπασε, πέρασε μέσα από τα γυαλιά σκίζοντας
τη μπλούζα του κι άρχισε να τρέχει στον κατηφορικό δρόμο που υπήρχε
έξω από την πολυκατοικία ενώ ο σκύλος πέρασε κι εκείνος μέσα από το σπασμένο τζάμι και
ξεχύθηκε σαν μανιασμένος πίσω από τον
άντρα.
«Ωχ ξέχασα την Τούλα!»
είπε φωναχτά σαν να μιλούσε σε
κάποιον, η σκηνή την είχε απορροφήσει εντελώς και γύρισε αλαφιασμένη να δει πως ήταν η γειτόνισσα
. Τη βρήκε ξαπλωμένη μπρούμυτα, το αίμα
της έτρεχε συνέχεια όμως δε φαινόταν να
έχει κάποια μεγάλη πληγή. Έτρεξε αμέσως
στο διαμέρισμα της και κάλεσε ασθενοφόρο,
«ελάτε γρήγορα!» τους είπε, «φωνάξτε και την αστυνομία σας παρακαλώ, μια γυναίκα έχει χτυπήσει άσχημα!» Ανέβηκε
πάλι τις σκάλες και είδε τη γειτόνισσα να έχει γυρίσει ανάσκελα, ήταν ζωντανή, πρόσεξε ότι το αίμα είχε σταματήσει να τρέχει
από την πληγή που είχε στο χέρι της κι αυτό ήταν άλλο ένα ενθαρρυντικό σημάδι,
έσκυψε να τη βοηθήσει όμως τραβήχτηκε, είχε ακούσει ότι δεν πρέπει να πειράξεις
κάποιον χτυπημένο γιατί μπορεί να τον κάνεις χειρότερα, φοβόταν να ακουμπήσει το σώμα της πεσμένης γυναίκας.
Καθώς οι τραυματιοφορείς αργούσαν να εμφανιστούν κοίταξε γύρω. Πρόσεξε ότι η πόρτα
της γειτόνισσας ήταν ανοιχτή, έσκυψε
λίγο και είδε μια σκιά να κινείται μέσα στο σπίτι. Δοκίμασε να
πλησιάσει περισσότερο όταν ένοιωσε κάτι να την αρπάζει από το πόδι, «όχι μην πας μέσα!» ούρλιαξε η Τούλα
που είχε βρει τις αισθήσεις της, δεν έπρεπε να το πει γιατί τώρα έπρεπε να δει οπωσδήποτε τι υπήρχε μέσα στο
διαμέρισμα. Σπρώχνοντας προσεχτικά με το πόδι της άνοιξε την πόρτα πολύ
προσεκτικά έκανε ένα, δύο, τρία, βήματα και
τότε είδε μια νεαρή γυναίκα, άγνωστη, γεμάτη αίματα να κρατά ένα μαχαίρι της κουζίνας και να την κοιτά μ’ ένα βλέμμα εντελώς παλαβό. Ένιωσε μια τσιρίδα
να βγαίνει από το στόμα της καθώς άκουγε μια φωνή από κάτω, από την είσοδο, «Εσείς
καλέσατε στο τηλέφωνο;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου