Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

ΡΟΗ ΝΕΤΡΟΝΙΩΝ

Ένα κοριτσάκι είχε εξαφανιστεί κι όλοι το ψάχνανε, ένα μελαχρινό, όμορφο, παντού στο δρόμο έβλεπες φωτογραφίες του κολλημένες, οι τηλεοράσεις έλεγαν όλη την ώρα γι αυτό κι ένα σωρό άνθρωποι ήταν σίγουροι ότι το είχανε δει όμως δεν είχε βρεθεί, η μητέρα κι ο πατέρας του είχαν τρελαθεί, όλοι ξενυχτούσαν στις τηλεοράσεις, προσφέρονταν και μια αμοιβή μεγάλη για όποιον έδινε οποιοδήποτε στοιχείο για το παιδί.

Είχε δει κι αυτός τις φωτογραφίες του παιδιού καθώς βολτάριζε στη πόλη, δεν δούλευε εκείνη τη μέρα στην είσοδο μια πολυκατοικίας μια ανάπηρη γυναίκα του ζήτησε να τη βοηθήσει για να μπει στο ασανσέρ, το πάτωμα ήταν υπερυψωμένο και δεν μπορούσε να βάλει τα ροδάκια, έπιασε το καροτσάκι από κάτω, προσπάθησε να το σηκώσει αλλά ήταν βαρύ, η γυναίκα χρησιμοποίησε κάτι κουμπιά με τα οποία το κινούσε μπρος πίσω πάλι όμως ήταν αδύνατο, ‘’Όχι, δε γίνεται!’’ είπε και τον παρακάλεσε να δει αν υπήρχε κάποιος δικηγόρος στον πέμπτο όροφο για να του παραδώσει έναν φάκελο και να πάρει κάτι άλλο που θα του έδιναν, την κοίταξε λίγο έτσι μικροκαμωμένη που ήταν και στριμωγμένη στην καρέκλα της , τη λυπήθηκε ‘’Εντάξει!’’ είπε ‘’ Περίμενε με, δεν θ' αργήσω’’

Δεν μπορούσε με τίποτα να φανταστεί ότι η ανάπηρη γυναίκα θα είχε καμιά σχέση με το κοριτσάκι όμως όταν άνοιξε τον φάκελο κατευθείαν εκεί πήγε το μυαλό του, έβλεπε ένα σωρό λεπτομέρειες για την υπόθεση, πρέπει να ήταν αναφορές της αστυνομίας, σαν είδε τα αποκόμματα των εφημερίδων αμέσως κατάλαβε , τον έπιασε μια περιέργεια τρομερή να μάθει τι στο καλό λέγανε τα χαρτιά, ο δικηγόρος μιλούσε πάλι με κάποιον στο τηλέφωνο φωνάζοντας χωρίς να προσέχει γύρω του κι είχε αφήσει ανοιχτό το φάκελο, αυτός δήθεν αδιάφορα τον γύρισε προς το μέρος του κι έριξε μια ματιά, σ’ ένα έγγραφο έλεγε ότι είχαν βρει ένα αυτοκίνητο σε κάποιο μέρος ερημικό, στα παράθυρα υπήρχαν λέει κάτι αυτοσχέδια κουρτινάκια σαν κάποιος να κοιμόταν εκεί μέσα, μαζί μ’ ένα σωρό αντικείμενα είχαν βρει και τα παπούτσια του παιδιού όμως τίποτα άλλο που να μπορεί να βοηθήσει στην ανακάλυψη του, τι στο δαίμονα είχε συμβεί, ήθελε να δει κι άλλα χαρτιά που υπήρχαν πιο κάτω στο φάκελο αλλά φοβόταν κι έτσι κάθισε και περίμενε τον δικηγόρο που εξακολουθούσε να μιλά οργισμένος στο τηλέφωνο.

Ο δικηγόρος, ένας νεαρός σχετικά μ’ ένα σκουλαρίκι σαν καρφίτσα στο αυτί του, τον είχε χαιρετήσει ήρεμα, πήρε τον φάκελο, τον άνοιξε αδιάφορα και του έγνεψε να περιμένει μια στιγμή γιατί έπρεπε να μιλήσει στο τηλέφωνο, απ’ το ανοιχτό παράθυρο του γραφείου φύσηξε ένα αεράκι και σκόρπισε τα χαρτιά του φακέλου, ο δικηγόρος δεν είχε πάρει χαμπάρι κι αυτός έσκυψε να τα μαζέψει, τότε μόνο είδε τις φωτογραφίες από τις εφημερίδες και κατάλαβε, ώστε λοιπόν η ανάπηρη γυναίκα είχε σχέση με το εξαφανισμένο κορίτσι, καθώς τον είχε πιάσει μια έξαψη φοβερή, διάβαζε πολύ γρήγορα, απ’ ότι καταλάβαινε η αστυνομία κάτι είχε βρει, μάλλον κάποιος το είχε απαγάγει και το είχε κρύψει σ’ ένα υπόγειο, κανονικά δεν θα έπρεπε να τα ήξερε όλα αυτά όμως έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα ήθελε να δει λίγο παρακάτω, έπρεπε ν’ ανοίξει τον φάκελο αλλά δεν γινόταν, δε μπορούσε ρε φίλε ο δικηγόρος να φύγει για λίγο για να μπορέσει να διαβάσει με την ησυχία του ;

Έξω από το γραφείο ακούγονταν όλη την ώρα γαβγίσματα, κάπου εκεί πρέπει να υπήρχε ένας σκύλος που χαλούσε τον κόσμο, ολόκληρη η πολυκατοικία έμοιαζε περίεργη, όπως ανέβαινε με το ασανσέρ που έτριζε, είχε ανοίξει απότομα την πόρτα και δυο γυναίκες που στέκονταν από πίσω τρόμαξαν, του φώναξαν ότι παρά λίγο να τις έριχνε στις σκάλες, ζήτησε συγγνώμη κι ύστερα έψαξε για το γραφείο που του είπε η γυναίκα, ησυχία επικρατούσε παντού μόνο στο βάθος ενός διαδρόμου κάτι ήχοι ακούγονταν σαν κάποιος να έσκιζε χαρτιά όλη την ώρα, όπως έστριψε δεξιά σε μια γωνιά είδε σιδεριές μπροστά από έναν χώρο σαν αποθήκη, ένας σκύλος μαλλιαρός, αυτός που χαλούσε τον κόσμο τώρα, στέκονταν πίσω απ’ τα κάγκελα και του γαύγισε, τρόμαξε και βιάστηκε να φύγει από κει πέρα πριν τον ρωτήσει κανένας περίεργος τι στο διάβολο έψαχνε , σε κανένα από τα ονόματα που έβλεπε πάνω στις πόρτες δεν υπήρχε αυτό που του είχε πει η γυναίκα, ο διάδρομος μπροστά του τελείωνε κι αν δεν έβρισκε τίποτα μέχρι το τέλος του θα γυρνούσε πίσω στο κορίτσι να του δώσει τον φάκελο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένα τηλέφωνο χτύπησε από κάπου και είδε μπροστά του το όνομα του δικηγόρου που έψαχνε χαραγμένο σε μια χρυσή ταμπελίτσα, χτύπησε την πόρτα κι όταν δεν του απάντησε κανείς γύρισε το πόμολο και μπήκε σ’ ένα γραφείο χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, το μόνο που σου τραβούσε την προσοχή ήταν μια φρουτιέρα πολύ όμορφη γεμάτη πορτοκάλια, μήλα και ρόδια που υπήρχε πάνω στο γραφείο, του έκανε εντύπωση, δεν κολλούσε με το σκηνικό...

Είχε σχεδόν τελειώσει, ήταν τόσο απορροφημένος που είχε ξεχαστεί εντελώς, ξαφνικά ο δικηγόρος έκλεισε το τηλέφωνο και γύρισε προς το μέρος του, περίμενε να του πει κάτι σαν ‘’Tι στο διάβολο κάνεις εκεί ρε φίλε!’’ όμως ο άλλος δεν του έδωσε σημασία, ‘’Περίμενε λίγο !’’ είπε και χάθηκε κάπου σ’ ένα δωμάτιο, είχε πλέον όλο το χρόνο να ταχτοποιήσει και να κλείσει ξανά τα χαρτιά, ‘’Μα τι ηλίθιοι που είναι !’’ούρλιαξε με το που εμφανίστηκε ξανά απ’ το δωματιάκι ο δικηγόρος ‘’Κάθονται εκεί πέρα και δεν βγαίνουν να ψάξουν, πρέπει να φύγετε αμέσως, εγώ έχω μια υπόθεση επείγουσα στα δικαστήρια και δεν μπορώ να έρθω’’ του είπε και του έδωσε ένα χαρτί με μια διεύθυνση, αυτός ήθελε να πει στον τύπο με το σκουλαρίκι ότι δεν είχε σχέση, ότι απλά περνούσε από κει και είδε την ανάπηρη γυναίκα αλλά δεν είπε τίποτα μόνο πήρε το ξεχαρβαλωμένο ασανσέρ που έτριζε περισσότερο αυτή τη φορά, ‘’Έχει πλάκα να σταματήσει και να με μπλοκάρει εδώ μέσα !’’έκανε τη σκέψη. Στο ισόγειο η γυναίκα τον περίμενε ζαρωμένη στο καρότσι της, πρέπει να είχε παγώσει τόση ώρα μες την υγρασία ‘’Τι έγινε του είπε κι όταν της έδωσε το σημείωμα του πρότεινε αμέσως ‘’Θα πάρεις αμοιβή αν με βοηθήσεις, σε παρακαλώ, πρόκειται για το παιδί μου!’’ ‘’Εντάξει!’’ της απάντησε και πήγαν εκεί δίπλα σ’ ένα αμάξι όπου βοήθησε τη γυναίκα να μπει στη θέση του οδηγού, βόλεψε το καρότσι στο πίσω κάθισμα και ξεκίνησαν.

Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο  αμάξι διαμορφωμένο για άτομα που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους, όποτε ήθελε να φρενάρει η γυναίκα τραβούσε μαλακά  ένα μοχλό   κι όλα τα συστήματα ήταν προσαρμοσμένα στα χέρια της. Από το τζάμι του αυτοκινήτου μπορούσε να δει μια πλατεία ανοιχτή, στα μαγαζιά γύρω άνθρωποι μαζεμένοι τρώγανε, πίνανε και συζητούσαν αμέριμνοι για όποιο δράμα μπορεί να διαδραματίζονταν κάπου εκεί έξω, ένας μεθυσμένος καθόταν σ’ ένα κολονάκι απέναντι στον ήλιο να συνέλθει, πιο εκεί μια λαϊκή σχολούσε κι οι καθαριστές μάζευαν τα απορρίμματα ενώ μια υδροφόρα σκορπούσε νερό να καθαρίσει την άσφαλτο. Στις γωνιές της πλατείας είχαν στοιβαχτεί απ’ τον αέρα φύλλα από κάποιο δέντρο κι από ένα  άλλο είχαν πέσει και είχαν σκορπίσει στο δρόμο  κάτι φρούτα πράσινα  που κανένας δεν έτρωγε. Ο καιρός ήταν γλυκός, φθινοπωρινός, του άρεσε πολύ αυτός ο καιρός, όλες τις  δύσκολες αποφάσεις τέτοια εποχή τις έπαιρνε,   ήταν η καλύτερη φάση  καθώς το καταραμένο  καλοκαίρι είχε μείνει πίσω και υπήρχαν τόσοι μήνες πλέον μέχρι την άνοιξη. Οδηγώντας βγήκαν από την πόλη και φτάσανε σ’ ένα παλιό εργοστάσιο με κάτι καμινάδες τσιμεντένιες που προεξείχαν μέχρι ψηλά στον ουρανό ‘’Εκεί! ‘’ είπε η γυναίκα που είχε κοκκινίσει από την αγωνία,’’ Έχουμε ξανάρθει εδώ , είχαμε μια πληροφορία, πίσω από κείνο το παράπηγμα υπάρχει ένα υπόγειο, εκεί πρέπει να είναι !’’

Κατέβηκε πηδώντας τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν προς τα κάτω, στον πάτο της γης, και βγήκε σ’ ένα σκοτεινό χώρο όπου δεν έβλεπε  τίποτα.  Άναψε τον φακό του κινητού του και κοίταξε να δει που βρίσκεται. Παντού υπήρχαν μπάζα και σκουπίδια, ο χώρος όλος ήταν τόσο ακατάστατος  σα να είχε περάσει από κει πέρα ένας ανεμοστρόβιλος, προχώρησε στο βάθος του υπογείου όπου ανοίγονταν μια στοά όπως αυτές στα ορυχεία, φοβόταν μη του έρθει κανένα χτύπημα από  καμιά γωνιά, ίσως δεν ήταν τόσο προσεκτικός όσο έπρεπε, ίσως έπρεπε να καλέσει την αστυνομία, κι αν πάθαινε τίποτα ποιος  ο λόγος, δεν ήταν δική του υπόθεση, δεν έπρεπε  να μπλεχτεί,  όλα αυτά όμως δεν είχαν σημασία τώρα, εδώ που είχε φτάσει χωρίς  να το σκεφτεί δεν μπορούσε  να φύγει άπραγος. Προχώρησε στην στοά που γινόταν όλο και πιο στενή, δεν έβρισκε τίποτα αλλά για κάποιο λόγο είχε πεισμώσει και συνέχιζε ώσπου  άκουσε έναν ήχο σαν ανάσα, φώτισε κατά κει με το φακό του και είδε μια σκιά, εστίασε καλύτερα την δέσμη του φωτός και τότε  το είδε να τρέμει όρθιο σε μια γωνιά, δεν μιλούσε σα να είχε πετρώσει,  τα μάτια του ήταν γουρλωμένα σα να έβλεπε το πιο αλλόκοτο πράγμα που υπήρχε, το πλησίασε ήρεμα κι εκείνο μαζεύτηκε, έμοιαζε ταλαιπωρημένο κι εξαντλημένο σα να μην πίστευε αυτό που γινόταν, το πήρε στην αγκαλιά του κι άρχισε να περπατά προς την έξοδο από κείνον τον τάφο, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά  του υπογείου  είχε την αίσθηση ότι  αναδύονταν από τον κάτω κόσμο, το φως της μέρας του φάνηκε  τόσο δυνατό σα να   τον χτυπούσε μια λάμψη από πυρηνική έκρηξη όπου  τα νετρόνια  έρρεαν με ταχύτητα τρομακτική, αυτό τον τύφλωσε για μερικά δευτερόλεπτα.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...