Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

O ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΡΑΣ




Ο Ωνάσης λέει πίστευε ότι ήταν αθάνατος, άτρωτος, τίποτα δεν μπορούσε να τον αγγίξει κι όταν σκοτώθηκε ο γιος του αρνούνταν να το πιστέψει, σκεφτόταν να καταψύξει το σώμα μήπως βρεθεί κάποιος τρόπος να το επαναφέρουν στο μέλλον, κάτι θα βρίσκονταν, ο άνθρωπος ταξιδεύει στο διάστημα, η επιστήμη είναι πανίσχυρη, η ιατρική κάνει άλματα κι αυτός θα μπορούσε ν’ αγοράσει μια θεραπεία με τα λεφτά του που ήταν ατελείωτα. Δεν του είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό ότι μπορούσε να του συμβεί κάτι τόσο φοβερό, δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί καθώς κυνηγούσε τα εκατομμύρια του, είχε πάθει ψύχωση μ’ αυτά, όλοι γύρω τον έβλεπαν σα θεό κι ο ίδιος έτσι φανταζόταν τον εαυτό του, δεν μπορούσε να δεχτεί ότι θα πέθαινε όμως μετά το ατύχημα του γιου του κατέρρευσε, δεν το φανταζόταν, τον συνέτριψε, έγινε ράκος, τα φρύδια του έπεφταν μόνα τους κι έβαζε τσιρότα να τα συγκρατήσουν κι όταν έθαψαν το παιδί του πήγαινε κάθε βράδυ και κοιμόταν στον τάφο του, ο θάνατος τον είχε ισοπεδώσει αυτόν που θεωρούνταν κάτι υπερφυσικό.

Ούτε που θυμάμαι πως είχαμε ανοίξει συζήτηση για τον Ωνάση στο διάλλειμα από τη δουλειά όμως είχαμε πέσει όλοι με τα μούτρα και φωνάζαμε σα να γινόταν καυγάς, ο Γιώργος ο γιατρός που έτυχε να βρίσκεται μαζί μας εκείνη την ώρα εξαφανίστηκε χωρίς να το καταλάβουμε, όποτε άκουγε τέτοιες αναφορές για θανατικά κι αρρώστιες έφευγε, δεν άντεχε, τον τρόμαζαν. Ο Θεράπων, τι όνομα κι αυτό, αυτός θα είχε ξεκινήσει σίγουρα , όλη την ώρα μας ζάλιζε με κάτι τέτοια όμως τώρα είχαμε ανάψει και θάβαμε τον Ωνάση που δεν σταματούσε να κυνηγά λεφτά και γυναίκες διάσημες λες και θα ζούσε αιώνια, όλοι συμφώνησαν ότι ο εκατομμυριούχος ήταν αχόρταγος και του άξιζε, τελικά άμα φοβάσαι κάτι πάνω από σένα δεν είναι και τόσο κακό, σε κάνει πιο ταπεινό, πιο προσεχτικό, πιο σεμνό, δεν καβαλάς το καλάμι τόσο εύκολα, όταν έχεις πίστη σε κάτι ανώτερο νιώθεις πιο ανθρώπινα, ανεβαίνεις σε άλλες σφαίρες, γαληνεύεις, ηρεμείς, μεταφέρεσαι σ’ ένα κόσμο διαφορετικό, νιώθεις πιο όμορφα. Ο κροίσος δε νοιάζονταν γι αυτά, κυνηγούσε πλούτη και γυναίκες, είχε ποντάρει στα λεφτά, στη φήμη και στο γιο του που θα συνέχιζε την πανίσχυρη αυτοκρατορία και μετά ξαφνικά πάει, τα έχασε όλα, έπεσε στο κενό κι η πτώση από κει πάνω μπορεί να σε σακατέψει.

Ο Θεράπων μας είπε κι ένα μύθο αρχαίο, ποιος ξέρει που τον είχε διαβάσει, σε κάποιον λέει οι θεοί έδωσαν αιωνιότητα κι αυτό ήταν το χειρότερο που μπορούσε να του συμβεί, έβλεπε όλους τους φίλους και τους συγγενείς να πεθαίνουν ενώ αυτός έμενε εκεί πέρα να παρακολουθεί χωρίς να γερνά, ‘’Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα…’’ είπε σε μια στιγμή ‘’…όλα πρέπει να έχουν ένα τέλος, όλα πρέπει να τερματίζουν κάποτε αλλιώς μπορεί να καταλήξουν σε εφιάλτη, για να μη σου πω ότι δεν υπάρχει πιο βαρετό και πιο θλιβερό πράγμα απ’ αυτό, φαντάσου να πεθαίνουν οι φίλοι, οι συγγενείς κι όλοι γύρω σου κι εσύ να ξεκινάς πάλι απ’ την αρχή σα βλάκας να φτιάχνεις τη ζωή σου ξανά και ξανά, ούτε στα χειρότερα όνειρα μου !’’

Ο Θεράπων πίστευε ότι πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για όλα κι ήταν βέβαιος ότι το τέλος του κόσμου πλησιάζει, έλεγε ότι ο θεός ετοιμάζει τιμωρίες με καταστροφές, φωτιές κι άλλα τέτοια παλαβά. Ήταν κάπου εξήντα χρονών ανύπαντρος, μ’ ένα μούσι καλόγερου, αδύνατος, γερασμένος και πλησίαζε στη σύνταξη, λέγανε ότι κάποτε ήταν πολύ μούτρο, είχε βγάλει τα μάτια του με μια παντρεμένη κι είχε χάσει εκατομμύρια στο καζίνο αλλά εδώ και δεκαετίες τα είχε κόψει αυτά και το είχε γυρίσει, τους παραδόπιστους κι αυτούς που έτρεχαν πίσω απ’ τον ποδόγυρο τους κορόιδευε και τους χλεύαζε, όλο βιβλία θρησκευτικά και φυλλάδες διάβαζε, κρέας δεν έτρωγε σχεδόν ποτέ, κουβαλούσε πάντα μαζί του σταυρουδάκια, λουλουδάκια, φυλαχτά για το μάτι και τη γρουσουζιά, η μόνη του διασκέδαση ήταν το ψάρεμα, τις Κυριακές, όταν είχε καλό καιρό, ανοιγόταν με τη βάρκα του κι έπιανε κανένα ψαράκι γεμάτο αγκάθια που όμως ρε φίλε ήταν πολύ νόστιμο, κανείς δεν ήξερε να τρώει τέτοια ψαράκια μικρούτσικα , όλοι τα πετούσαν αυτός όμως τρελαίνονταν, τα έβρισκε πεντανόστιμα !

Εκτός από τους παραδόπιστους σαν τον Ωνάση αντιπαθούσε- για να μη πούμε ότι στην πραγματικότητα μισούσε- και τις γυναίκες, πίστευε ότι όλα τα κακά είχαν ξεκινήσει από την Εύα που δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό, αυτή είχε παρασύρει και τον κακομοίρη τον χαζό Αδάμ. Οι γυναίκες έφταιγαν για όλα κι αυτά που έβλεπε γύρω του τελευταία τον έκαναν έξαλλο, οι πιο νεαρές είχαν ξεφύγει και κυκλοφορούσαν, ειδικά τα καλοκαίρια, σχεδόν γυμνές. Δεν έχανε ευκαιρία να τις κάνει ρεζίλι μπροστά σε όλους, είχε γίνει ο φόβος κι ο τρόμος τους, όποτε έβλεπε καμιά που φορούσε κοντό φουστάνι ή ρούχα προκλητικά την φώναζε μέσα στον κόσμο, ΄΄ Πώς είσαι έτσι, μαζέψου λίγο, δεν ντρέπεσαι !’’ βέβαια τα νεαρά κορίτσια του αντιμιλούσαν και τον στόλιζαν τα περισσότερα όμως δίσταζαν και φοβούνται αυτόν τον τρελό που τους έκανε υποδείξεις για το ντύσιμο τους, δεν το είχαν συνηθίσει, τους φαινόταν αφύσικο, παράξενο…

Πριν έρθει στη δουλειά μας ήταν σ’ ένα νησί όπου τον είχαν βάλει πορτιέρη σε κάποιο μοναστήρι μεγάλο με μια θέα φοβερή, η εκκλησία του μοναστηριού είχε χτιστεί σ’ ένα μέρος αρχαίο με μάρμαρα και κολώνες που ορθώνονταν άσπρες και μοναχικές τέμνοντας τον αέρα, εκεί ήταν χτισμένο το μοναστήρι, μέσα στα ερείπια κάποιας παλαίστρας όπου διεξάγονταν αγωνίσματα πάλης και πυγμαχίας πολύ παλιά. Ο Θεράπων στεκόταν στην είσοδο σα φύλακας κι επόπτευε όσους έμπαιναν, έδειχνε στις γυναίκες ότι έπρεπε να φορούν φούστες μακριές, όχι εξώπλατα ή σορτσάκια, και στους άνδρες να μην είναι ημίγυμνοι. Του άρεσε πολύ αυτό που έκανε, έβαζε τάξη, έδειχνε τον τρόπο τον σωστό, ερχόταν εκεί κάθε μέρα περπατώντας μες τα κατσάβραχα άνθρωποι από παντού, μαύροι, κίτρινοι, μογγόλοι, ασπρουλιάρηδες, ψηλοί, σχιστομάτηδες, ότι ήθελες σα να γινόταν μια σύναξη παγκόσμια. Του φαινόταν ότι συνέρρεαν στο νησί πλήθη που τους καλούσε μια δύναμη υπέρτατη, ουράνια, η σκηνή που αντίκριζε κάθε πρωί έμοιαζε μ’ εκείνες που είχε διαβάσει κάποτε στην Αποκάλυψη όταν θα μαζευόταν όλες οι φυλές της γης για να κριθούν απ’ τον θεό σε μια πεδιάδα αχανή, δεξιά τα πρόβατα κι οι αγαθοί για τον παράδεισο, αριστερά τα ερίφια, οι άπληστοι, οι φιλάργυροι, οι ακατονόμαστοι, οι αισχροί κι αυτοί που είχαν οργιάσει χωρίς ντροπή όλοι για τον οξαποδώ, κάπως έτσι φανταζόταν όλους όσους μαζευόταν κάθε μέρα μπροστά στο μοναστήρι και σταματούσαν μπροστά στην πύλη. Με την συναναστροφή είχε μάθει λίγο- λίγο και τις γλώσσες τους , όχι τίποτα σημαντικό αλλά να τους χαιρετά, ‘’Καλημέρα, τι κάνετε, όλα καλά’’ τέτοια πράγματα, είχε βρει και βιβλία με διαλόγους και κάθε μέρα διάβαζε για να βγάλει άκρη στην φάση της Βαβέλ που διαδραματίζονταν, πολύ του άρεσε η επαφή με κείνους τους ανθρώπους που έδειχναν σεβασμό και τον άκουγαν, όπως συμμετείχε στο πρόγραμμα των μοναχών ξυπνώντας απ’ τ’ άγρια χαράματα κι είχε αφήσει μακριά τη γενειάδα του όσοι δεν ήξεραν τον προσφωνούσαν ‘’Πάτερ’’ κι αυτός μέσα του γελούσε ευχαριστημένος…

Αυτή η δουλειά του φαινόταν ιδανική, θα μπορούσε να περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του εκεί πέρα καθοδηγώντας αυτό το κοπάδι των ανθρώπων που μαζεύονταν καθημερινά, κατά διαβολική σύμπτωση τον είχε πετύχει στο μοναστήρι εκείνο ο Γιώργος ο γιατρός που παραθέριζε στο νησί, μάλιστα είχε γίνει μάρτυρας και μιας σκηνής που μάλλον ανάγκασε τον Θεράποντα να τα παρατήσει. Κάποιο μεσημέρι λέει καθώς ο γέρος έστελνε τους τουρίστες στον χώρο που είχαν φούστες και μπλούζες πρόχειρες, είδε μια κοπέλα, ήταν σίγουρος ότι ήταν Ελληνίδα, με μια φανελίτσα κι ένα παντελονάκι μικροσκοπικό που βαστούσε ένα κύπελλο καφέ κι ένα τσιγάρο. Του φάνηκε απίστευτα προκλητική, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ερχόταν εκεί πέρα και τι ήθελε, τέτοιο θράσος δεν υπήρχε, ‘’Καλέ πως είσαι έτσι !’’ της επιτέθηκε άγρια ‘’Δε μπορούσες να βάλεις μια ζακετούλα, να σκεπαστείς λιγάκι είμαστε υποχρεωμένοι να βλέπουμε τη γύμνια και τα αίσχη σου!’’ της είπε πλησιάζοντας απότομα όμως η μικρή του αντεπιτέθηκε σα να τον περίμενε, σα να ήταν προετοιμασμένη ‘’Άμα δε σ’ αρέσει παππού να μη κοιτάς !’’ του φώναξε αγριεμένη κοιτάζοντας τον με τα κοκκινισμένα μάτια της με τέτοια δριμύτητα που ο γέρος έκανε πίσω δυο βήματα ‘’Μη μου το παίζεις σεμνός γιατί εσείς είστε οι χειρότεροι, βγάζετε τα μάτια σας όταν είστε νέοι και ξαφνικά σας πιάνουν οι σεμνότητες στα γεράματα, εσύ που μας το παίζεις σεμνότυφος σίγουρα έκανες όργια, ποιος ξέρει με πόσες παντρεμένες έχεις πάει και παριστάνεις τώρα τον ιεροκήρυκα σα δεν ντρέπεσαι!’’ τελείωσε η κοπέλα τα λόγια της ενώ όλη την ώρα όπως μιλούσε προχωρούσε κατά πάνω του και τον είχε στριμώξει σ’ ένα ντουβάρι.

Ο γέρος έμεινε κόκαλο, κανονικά θα έπρεπε να την είχε χαστουκίσει όμως για κάποιο λόγο παρέλυσε, ο Γιώργος που ήταν παρών τον λυπήθηκε και πήγε να τον μαζέψει, μέσα στη σύγχυση του ο Θεράπων ούτε που τον ρώτησε πως βρέθηκε εκεί, του φάνηκε απόλυτα φυσιολογικό ότι κάποιος πατριώτης του τον παρηγορούσε, τα λόγια της κοπέλας τον είχαν χτυπήσει κατακούτελα, που στο δαίμονα ήξερε το καταραμένο το μικρό τι είχε κάνει, που το είχε βρει τέτοιο θράσος και του αντιμιλούσε, ποιος της είχε πει για την παντρεμένη, πώς είχε πέσει τόσο μέσα ο σατανάς ; Ήταν εντελώς σοκαρισμένος, δεν μπορούσε να καταλάβει τι έπαθε, κάθισε εκεί σε μια πέτρα και σκεφτόταν, ο Γιώργος προσπαθούσε να τον παρηγορήσει καθώς το παρδαλό πλήθος των τουριστών εξακολουθούσε να συρρέει και να συνωστίζεται μπροστά στην πύλη, ο Θεράπων βρήκε μια πέτρα αρχαία και κάθισε βαρύς ατενίζοντας τις μοναχικές κολώνες, ξαφνικά ένιωσε γέρος και θυμήθηκε τον Ωνάση που κοιμόταν κάθε βράδυ στον τάφο του παιδιού του, πως του είχε έρθει τώρα εκείνη η εικόνα, που κολλούσε, δεν είχε καμιά όρεξη να πάει ξανά στην πύλη και να πέσει σε κανένα καινούριο δαίμονα πάλι, έμεινε εκεί ν’ αγναντεύει τη θάλασσα και τα ερείπια της αρχαίας παλαίστρας, ο Γιώργος ξεκίνησε να φεύγει αφού τον είδε κάπως ήρεμο όταν από το πουθενά μια γάτα εμφανίστηκε κι άρχισε να βαδίζει αργά ανάμεσα στις κολώνες, ο γέρος εστίασε το βλέμμα του στο μικρό ζώο που προχώρησε ανάμεσα στα χαλάσματα,  ζυγιάστηκε μια στιγμή κι ύστερα σάλταρε σ'  ένα αέτωμα όπου στάθηκε ακίνητη σα την Σφίγγα των αρχαίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...