Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

ΤΟ ΔΟΡΥ ΤΟΥ ΟΝΤΙΝ

‘’Έβαζα στη στάχτη το κρέας τυλιγμένο σε λαδόκολλα κι όλη νύχτα ψήνονταν, γινόταν λουκούμι,  άλλες φορές πάλι έφτιαχνα μια συνταγή με ρεβίθια και κόκαλα που μου είχαν μείνει,  δεν πετούσα τίποτα, τα μαγείρευα σ’ ένα σκεύος  για ώρες πολλές μέχρι που  γινόταν ένα φαγητό φοβερό!’’ ο Γιάννης που είχε μια ψησταριά κάπου στην παραλία μας έλεγε για φαγητά χειμωνιάτικα , καθώς είχε σφίξει ο καιρός ακουγόταν ευχάριστα, έλεγε  για σούπες,  φασολάδες με καρότα,  φακές με ξύδι φρέσκο, φάβα με λεμόνι και κάπαρη, μιλούσε  για τσίπουρα που βγαίνουν τέτοια εποχή απ’  τα καζάνια, Η Δώρα που ήταν στην παρέα είπε  μια συνταγή για κουνέλι με  σάλτσα από  πορτοκάλι και μουστάρδα, ‘’Δεν τα μπορώ αυτά τα γλυκόξινα !’’ πετάχτηκε  ο Χρήστος ο υδραυλικός ‘’  κι ούτε  μ’ αρέσουν  συνταγές με σταφίδες ή  αρνί με κάστανα, εμείς τα κάστανα τα σχίζαμε για να μην ανατιναχτούν και τα βάζαμε πάνω στην ξυλόσομπα, ήταν τέλεια, εγώ  προτιμώ τα παραδοσιακά, είμαι της παλιάς σχολής πατσάδες, μαγειρίτσες,  κρέας  στα κάρβουνα!’’

‘’Ξέρεις να τρως ρε φίλε !’’ συμπλήρωσε ενθουσιασμένος   ο Γιάννης  ‘’  το κάρβουνο είναι που  κάνει νόστιμες τις μπριζόλες,  τις παντσέτες και τα λουκάνικα,  άλλοι πάλι λένε ότι το διοξείδιο  το άνθρακα που βγάζει όταν καίγεται  είναι  επικίνδυνο και να σου πω,  πολλές φορές κι εγώ νιώθω ζαλισμένος μετά  από ώρες πάνω απ’  τη σχάρα  όμως  εμένα το ψητό μόνο έτσι μ’  αρέσει,  όχι πάνω στην πλάκα την ηλεκτρική!’’, το καλύτερο ήταν ένα   καλοκαίρι  που την είχα βγάλει ζάχαρη σ’ ένα  νησί με κάτι  φίλους,   με φιλοξενούσαν και περνούσαμε τι να σου πω,  όλο κατσίκι μας  τάιζαν, πόσα κατσίκια είχαν ρε φίλε,  κι εγώ  μόνο το κρέας που ψήνανε στον παλιό φούρνο  έτρωγα,  τόση μανία το είχα,  ούτε πατάτες, ούτε μακαρόνια , σημασία δεν τα έδινα,  στα νησιά λέει τα κατσίκια έχουν  μια  γεύση ιδιαίτερη επειδή το χορτάρι που  τρώνε έχει την αρμύρα της θάλασσας,  με τους νοτιάδες  και  τις δροσιές που πέφτουν όλη την ώρα έχουν  μεγάλη περιεκτικότητα σε χλωριούχο νάτριο, ούτε αλάτισμα δεν θέλουν, πολλές  φορές βρίσκουν στην ακροθαλάσσια την ποσότητα που χρειάζονται  για να λειτουργήσει ο οργανισμός τους,  άσε που κάποιοι λένε ότι έχουν δει κατσίκια να πίνουν  θαλασσινό νερό!’’

Μια φωνή ακούστηκε ξαφνικά από κάπου και πεντέξι μαυριδεροί που πουλούσαν τσιγάρα λαθραία  άρχισαν να τρέχουν σε μια στοά για να κρυφτούν, οι υπάλληλοι κι οι   μαγαζάτορες κοίταζαν αδιάφορα όμως μέσα τους  όμως υπήρχε  φόβος  για το τι έκαναν εκείνοι  οι μαυριδεροί που δεν τους πείραζε κανείς  μόνο τους  είχαν αφήσει έτσι αδέσποτους να γυρνούν, ένα κοπάδι γλάρων   που  άκουσε την φασαρία  ξεχύθηκε απ τη θάλασσα κι άρχισε να πετά πάνω από ένα παλιό κτίριο  της τουρκοκρατίας  κρώζοντας, μια γριά αδύνατη που ζητιάνευε ακούμπησε σ’ έναν  τοίχο αποκαμωμένη κι Δώρα που δεν άντεχε να βλέπει τους ανθρώπους που υπέφεραν  έτρεξε  να τη ρωτήσει  μήπως χρειάζεται βοήθεια, η γριά φάνηκε να συνέρχεται κι έφυγε κατά το τέρμα των λεωφορείων,  όλα ησύχασαν όπως και πριν κι εμείς  επανήλθαμε στα δικά μας. Ήμασταν εκεί στην ψησταριά  του Γιάννη πολλές ώρες,  μιλούσαμε βλέποντας έξω  την  ομίχλη που απλώνονταν  παντού στην πόλη, στα ψηλά θα χιόνιζε σίγουρα, δεν εξηγούνταν αλλιώς το ξαφνικό  κρύο, ο κόσμος  έτρεχε  να γεμίσει τα ντεπόζιτα με πετρέλαιο,  μερικοί απ’  την παρέα έλεγαν ότι  γουστάρουν το κρύο επειδή λέει  σκοτώνει τα μικρόβια , όπως και να είχε μετά την παρατεταμένη ανομβρία έβρεχε  επιτέλους καθαρίζοντας  τους δρόμους κι η  βρώμικη πόλη έδειχνε πάλι όμορφη, είχαμε  συνηθίσει την καλοκαιρία όμως ρε φίλε ο καιρός είχε περάσει, Δεκέμβριος πλησίαζε, γιορτές, έπρεπε να πέσει λίγο η θερμοκρασία,  να καταλάβουμε χειμώνα.

 Ήταν ωραίος ο χειμώνας όμως όχι για τον υδραυλικό που  δεν είχε σπίτι και  κοιμόταν από δω κι από κει,  κάποτε είχε πολλά λεφτά όμως  καθώς έκανε όλο βλακείες στη ζωή του είχε μείνει άστεγος, το καλοκαίρι ήταν  εύκολα, κοιμόταν στα παγκάκια, είχε δροσιά, άντε λίγο ψυχρούλα τη νύχτα όμως το χειμώνα είναι άλλη φάση, δυσκολεύουν τα πράγματα,  δεν τον βλέπαμε καλά.  Σταματούσε κάθε βράδυ στα προποτζίδικα να ζεσταθεί και να δει κανέναν αγώνα, να περάσει η ώρα κι ύστερα χανόταν, κανείς δεν ήξερε που, ο Γιάννης που τον ήξερε από παλιά του είχε παραχωρήσει  ένα υπόγειο κι ο άλλος είχε βαλθεί να το καθαρίσει   πετώντας  όλη τη σαβούρα, είχε γεμίσει το χώρο δίπλα στον κάδο με ότι μπορείς να φανταστείς, κουτιά,  τενεκέδες,  καρέκλες, σωλήνες, ο  Γιάννης που τον είχε πετύχει εκεί πέρα φώναξε στους περαστικούς   ‘’Έχετε το νου σας   μήπως βγάλει και κανένα πτώμα  από κει μέσα!’’

Για τον υδραυλικό αυτή η εποχή ήταν η πιο δύσκολη,  έκανε ακόμα κάτι δουλειές και προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα αλλά ήταν μυστήριος ρε παιδί μου, δύσκολος άνθρωπος, κλειστός, έλεγαν διάφορα γι αυτόν, ότι ένα διάστημα είχε περάσει κάπου σ’  ένα μοναστήρι με κάποιον  καλόγερο που μιλούσε στα ζώα  κι έκανε πολλά  κουφά.  Όλο μόνος του δούλευε, δεν μπορούσε να βρει κάποιον βοηθό η συνεργάτη,  μια φορά που έφτιαχνε  τις βρύσες σ’ ένα ρετιρέ παραπάτησε κι έσπασε το πόδι του,  έμεινε εκεί στο ρετιρέ μοναχός για ώρες,  καθώς ήταν καλοκαίρι δεν υπήρχε ψυχή στο κτίριο  και την είχε άσχημα, ευτυχώς  πέρασε ένας παππούς,  τον βρήκε  να φωνάζει  βοήθεια και φώναξε ασθενοφόρο. Μια άλλη φορά που διόρθωνε το καζανάκι σ’ ένα πατάρι κάπου στην αγορά  χρησιμοποιούσε ένα ασανσέρ  κάπως αρχαίο, όπως ανεβοκατέβαινε όλη την ώρα κάποια στιγμή   το συρματόσκοινο βγήκε από τον τροχό που γύριζε κι ο τύπος  έμεινε στον αέρα μετέωρος, δοκίμασε να ανεβεί  ή να κατέβει, όλοι γελούσαν από κάτω καθώς τον έβλεπαν έτσι  ψηλά στο κενό,  αφού είχε δει το χάρο με τα μάτια του  τελικά  κατέβηκε από ένα σκοινί που είχαν εκεί πέρα για τέτοιες περιπτώσεις,  άμα  σκεφτείς τη σκηνή σούρχεται να γελάσεις  όμως το πράγμα ήταν σοβαρό,  μπορούσε ο φουκαράς  να πέσει και να γκρεμιστεί…

 ‘’Άντε γεια μας !’’ πρότεινε  σηκώνοντας το ποτήρι του ο Γιάννης που είχε όρεξη και τσούγκρισε με τον υδραυλικό, έπειτα συνέχισε σα να παραμιλούσε,  ήταν από κείνους τους ανθρώπους που μπορούν να κουβεντιάζουν  για ώρες αρκεί να έχουν  κάτι να τσιμπολογούν κι ένα ποτηράκι να πίνουν.  Ο χειμώνας και το κρύο ήταν το   στοιχείο του, από το μαγαζί του έβλεπε όλη την ώρα τη θάλασσα και την ομίχλη που σκέπαζε τα καράβια, είχε μεγαλώσει  σε χωριό ορεινό κι όλο μας έλεγε ότι  ήθελε να γυρίσει εκεί πέρα αλλά δεν μπορούσε γιατί είχε μπλέξει με το μαγαζί,  νοσταλγούσε το σπίτι του το παλιό με τις φλοκάτες και την σόμπα, τον στάβλο με τα ζώα που έβγαζε ζέστη το πρωί όταν άνοιγες την πόρτα, την αποθήκη με τις ζωοτροφές  που του φαινόταν σαν ένας χώρο μαγικός γεμάτος παράξενα αντικείμενα, κρεμασμένα στους τοίχους,  δρεπάνια, παγούρια ξύλινα, ταψιά,  κόσκινα. Είχε συμπληρώσει πάνω από μισό αιώνα στην πόλη κι όμως ποτέ δεν την είχε νιώσει σαν τον τόπο του ‘’Θυμάμαι ρε παιδιά… ‘’είπε σε μια στιγμή ‘’την εποχή που είχα έρθει  εδώ , τέτοια εποχή ήτανε, ομίχλη και υγρασία παντού,  σταματούσα στα πατσατζίδικα όπου έτρωγαν κάτι πιάτα περίεργα που δεν τα είχα ποτέ δοκιμάσει,  δεν τρελαινόμουν και τόσο τότε για τέτοια πιάτα, ύστερα τα έμαθα’’

Αφού είπε κι αυτά ο ταβερνιάρης έπαψε, κανείς δε μιλούσε για λίγη ώρα σα να υπήρχε λόγος να γίνει ένα διάλειμμα και τότε από κει που δεν το περίμενε κανείς  πήρε το λόγο  ο υδραυλικός  ‘’Δεν τη μπορώ την ομίχλη μουρμούρισε, όταν ήμουν στη Γερμανία  την είχα σιχαθεί, κάθε μέρα το χειμώνα δεν έβλεπες τίποτ’  άλλο,  ομίχλη και υγρασία  σα μια θάλασσα που σκέπαζε τα πάντα, μια μέρα, δούλευα συγκολλητής σ’ ένα λιμάνι ψηλά στην Βόρεια Θάλασσα, όπως έκανα διάλειμμα σ’ ένα πάγκο βλέπω πέρα από μια προβλήτα να έρχεται ένα ψηλός γίγαντας  με μια μπέρτα, στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί σαν ακόντιο αρχαίο, δε μπορούσα να καταλάβω από πού είχε ξεφυτρώσει, στάθηκε από πάνω μου με τα πόδια ανοιχτά, φορούσε  κάτι μπότες μέχρι τα γόνατα, έσκυψε και μου  μίλησε ελληνικά, το καταλαβαίνεις εκεί πάνω στη μέση του πουθενά μου μίλησε στη γλώσσα μου  και ξέρεις τι μου είπε ‘’ Απόψε κάποιος δικός σου θα πεθάνει’’ ύστερα χάθηκε μες τους ατμούς πάλι κι εγώ να έχω μείνει εκεί κόκαλο, το βράδυ με παίρνει ο αδελφός  μου και μου λέει ‘’Η μάνα πέθανε, έλα γρήγορα κάτω!’’ λέω την ιστορία σ’ ένα Γερμανό  φίλο  και  τι μου λέει,  ‘’Αυτός  που είδες ήταν ο Οντίν, ο θεός των Σκανδιναβών και των Βίκινγκ,  αυτός  προφητεύει  το μέλλον  κι αυτό που κρατούσε ήταν το δόρυ του που δεν σπάει ποτέ,  μ αυτό θάβονταν οι πολεμιστές παλιά...  ’’  από τότε  όποτε έχει ομίχλη δεν θέλω να βγαίνω  έξω, θυμάμαι εκείνον με τις μπότες και με πιάνει ανατριχίλα. ’’

 Μόλις τέλειωσε ο υδραυλικός έγινε πάλι  ησυχία,  κανείς  δεν ήξερε τι να πει, όλοι έβλεπαν με τη φαντασία τους εκείνον τον ψηλό με τις μπότες, ευτυχώς  η Δώρα που πάντα μας έσωζε πετάχτηκε ζωηρή ‘’Θέλετε κανένα κομματάκι σοκολάτα, τα έχω  φέρει  απ’  το σούπερ μάρκετ, έχω   όλες τις   γεύσεις, λάιμ και πράσινο τσάι,  ρόδι,  μύρτιλλο,πορτοκάλι,  όλοι απλώσαμε τα χέρια να πάρουμε κάτι γλυκό  σα να νιώσαμε ότι αυτό ακριβώς χρειαζόμασταν,  όπως δαγκώναμε τις σοκολάτες   εμφανίστηκε σα φάντασμα   ο Ρούντι, το τεράστιο ροντβάιλερ  της Δώρας,  τον έφερνε κάθε φορά ο άντρας της καθισμένο   μπροστά στα πόδια του, στο μηχανάκι, ο σκύλος που μύρισε το κρέας βρισκόταν σε υπερδιέγερση , ο Γιάννης  πήγε να του δώσει ένα μεζέ   αλλά η Δώρα  τον σταμάτησε,  ‘’ Όχι δεν κάνει, είναι μέσα στα μπαχαρικά  και μπορεί να του κάνει ζημιά  …’’ το σκυλί σα να δυσανασχέτησε κι άρχισε να γαβγίζει σα να ζητούσε επίμονα κάτι , η Δώρα   τον αγρίεψε όμως εκείνο δεν καταλάβαινε τίποτα,  όλοι φοβηθήκαμε καθώς το σκυλί γινόταν επιθετικό κι απ τα σαγόνια   του άρχισαν να τρέχουν υγρά,  ‘’Δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ έτσι’’ είπε  η Δώρα που δεν έβλεπε πουθενά τον άντρα της,  όλοι μαζευόμασταν μη μας δαγκώσει κανένα πόδι όμως  ο υδραυλικός πλησίασε το ροντβάιλερ,  έβαλε τα χέρια  στις δυο μεριές του κεφαλιού  του και πίεσε κάποιο σημείο, το πελώριο σκυλί έγινε μια μάζα ξαπλώθηκε κάτω κι άρχισε να βγάζει κάτι ήχους  σα να έκλαιγε…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...