Από τότε που η κόρη του είχε έρθει να μείνει μαζί του είχε χάσει την ισορροπία του, δεν κοιμόταν καλά, ήταν σε μια διαρκή ένταση. Είχαν φύγει με τη μάνα της στο εξωτερικό τότε που χώρισαν, και δεν μπορούσε να τη δει, είχε χαλάσει τον κόσμο όμως η γυναίκα του για να τον εκδικηθεί έκανε ότι μπορούσε να μην έρχεται σε επαφή με το παιδί, μονάχα στις γιορτές τον άφηνε να το βλέπει κι έτσι δεν είχε χάσει την εικόνα του. Εκείνο το διάστημα είχε πεθάνει και η αδερφή του που αγαπούσε πολύ και είχε ζοριστεί άσχημα. Για χρόνια έστελνε στη γυναίκα και στην κόρη του χρήματα κι όταν ενηλικιώθηκε το παιδί έχασε κάθε επαφή . Έτσι όταν μια μέρα του είπε ότι θα έρθει να μείνει στην Ελλάδα αιφνιδιάστηκε. Το κορίτσι ήθελε να σπουδάσει στην Αθήνα κι όταν τελείωσε ήθελε να έρθει κοντά του, στη Θεσσαλονίκη, «μπαμπά θα μείνω για λίγο μαζί σου μέχρι να τελειώσω το μεταπτυχιακό» - «εντάξει» της απάντησε «θα το πληρώσω εγώ μην ανησυχείς» όμως ήταν λίγο περίεργο. Είχε ξεχάσει πως είναι να ζεις με κάποιον άλλον, πόσο μάλλον μ’ ένα κορίτσι που πλησίαζε τα τριάντα. Το σπίτι του ήταν μικρό, δυο δωμάτια όλα κι όλα, το κορίτσι βολεύτηκε στην κρεβατοκάμαρα κι αυτός κοιμόταν στον καναπέ της κουζίνας. Ήταν πολύ διακριτική, πολλές φορές χάνονταν και την έψαχνε, ήξερε ότι πήγαινε να μείνει με το φίλο της . Όταν γυρνούσε προσπαθούσε να μην κάνει θόρυβο, καμιά φορά μαγείρευε, του είχε λείψει το σπιτικό φαγητό. Ένα σαββατοκύριακο τον πήρε μαζί της να ψωνίσουν από τα μαγαζιά, « καλό είναι αυτό μπαμπά;» τον ρωτούσε κάθε φορά που δοκίμαζε ένα φόρεμα κι από την έκφραση του καταλάβαινε. Όταν την είδε ντυμένη μ’ ένα ωραίο άσπρο φουστάνι της έκανε νόημα ότι της πήγαινε πολύ, το κορίτσι χάρηκε, «μπαμπά έχεις γούστο, θα το πάρω εντάξει;», οκ ένευσε αυτός.
Τον περίμενε κάθε φορά να γυρίσει, της είχε λείψει η επαφή μαζί του και προσπαθούσε να καλύψει το κενό. Περνούσε πολλές ώρες διαβάζοντας στο γραφείο του ενώ παράλληλα ταχτοποιούσε ό,τι έβλεπε. Καθάρισε την κουζίνα, το μπάνιο, γυάλισε τα μπαλκόνια που είχαν χρόνια να πλυθούν, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το σπίτι του ήταν τόσο καθαρό. «Μπαμπά τι είναι εκείνος ο κατάλογος με τις ταινίες που έχεις πάνω στο γραφείο σου;» τον ρώτησε μια μέρα, « ά είναι ταινίες, ντοκιμαντέρ και σειρές που έχω ξεχωρίσει. Όποτε έχω χρόνο κάθομαι και βλέπω καμιά ταινία ή καμιά σειρά, είναι το χόμπι μου». Το κορίτσι καθόταν και χάζευε τον κατάλογο, μερικές ταινίες ήταν παλιές, ασπρόμαυρες, «είναι καλές μπαμπά;» - « πολύ καλές, άμα θέλεις να καθίσουμε να δούμε καμιά, πολλές τις βρίσκεις δωρεάν κι αν βάλεις υποτίτλους είναι μια χαρά» -«πάντως μπαμπά είδα και κάτι ντοκιμαντέρ με δολοφόνους και ανώμαλους, δεν είναι πολύ σκληρά αυτά;» - « ναι αυτά μη τα βλέπεις καλύτερα, είναι λίγο ψυχοπλακωτικά, εγώ τα παρακολουθώ όταν είμαι σε καλή διάθεση αλλιώς με ρίχνουν πολύ, με χαλάνε, δεν είναι εύκολο να βλέπεις τον κάθε διεστραμμένο»- « μπαμπά είναι αλήθεια ότι ο κόσμος ήταν τόσο άγριος παλιά, υπήρχαν τόσο πολλοί δολοφόνοι;» - « κοίτα, τότε όλα έμοιαζαν πιο ήσυχα αλλά ο κακοί υπήρχαν πάντοτε. Κι όπως ο κόσμος ήταν πιο αθώος τότε μπορούσαν να κάνουν τα αίσχη τους πιο άνετα». «Μπαμπά τις έχεις δει στο σινεμά αυτές τις ταινίες, πως ήταν τότε;» «Ήταν κάπως περίεργα. Στο κέντρο είχε ένα σωρό κινηματόγραφους, μπορούσες να δεις όσα έργα ήθελες . Πολλές φορές πήγαινα μόνος μου. Αν δε μου άρεσε το έργο σηκωνόμουν κι έφευγα στη μέση της ταινίας. Καθόμουν πάντα στα πίσω καθίσματα για να μην ανησυχώ τον κόσμο, αυτή ήταν η τακτική μου». Τις στιγμές που μιλούσε στο παιδί του για το παρελθόν η ζωή περνούσε μπροστά από τα μάτια του, ήθελε να το ρωτήσει πως τα περνά, τι σκέφτεται, τι θέλει που πηγαίνει όταν λείπει όμως πάντα κάτι τον σταματούσε αν και είχε την αίσθηση ότι κάτι του έκρυβε.
Με το κορίτσι στο σπίτι όλα είχαν ζωντανέψει, είχε χάσει τη ρουτίνα και την άνεση του, δεν κοιμόταν καλά τα βράδια και για κάποιο λόγο σκεφτόταν συνέχεια την αδελφή του που είχε πεθάνει εκεί κοντά στα σαράντα. Την έβλεπε στον ύπνο του όπως τότε που ήταν ένα πανέμορφο ξανθό παιδάκι κι η μάνα τους του έλεγε να την προσέχει. Καθόταν τότε και την κοιτούσε να παίζει με κάτι χρυσά παιχνίδια που έβγαζε όλη την ώρα από το συρτάρι μιας μικρής ντουλάπας . Ο ερχομός του κοριτσιού είχε χαλάσει τις ισορροπίες του, δεν μπορούσε να ησυχάσει, χρειαζόταν κάποιον περισπασμό για να ξαναβρεί τον εαυτό του κι όταν του είπαν απ’ το γραφείο ότι θα πήγαινε να εκπαιδεύσει μια καινούρια ομάδα σε κάποια πόλη γειτονική , το θεώρησε ως μια καλή ευκαιρία να ξεφύγει λίγο. Τις πρώτες μέρες χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο όμως σε κάποιο ταξίδι έβγαλε ένα πρόβλημα με τη μηχανή, το πήγε στο συνεργείο όπου του είπαν ότι δεν μπορούσαν να βρουν την αιτία , έτσι τώρα έπρεπε να παίρνει το λεωφορείο των ΚΤΕΛ . Οι οδηγοί τον είχαν μάθει κι έπιαναν κουβέντα μαζί του. Εκτός από τα λεωφορεία είχαν και χωράφια έξω, στην επαρχία και του έλεγαν ένα σωρό πράγματα. Πως πότιζαν τα καλαμπόκια, πως τα ράντιζαν με τα ντρόοουν, πως οδηγούσαν τα καινούρια τρακτέρ που πρέπει να τα ρυθμίσεις σωστά αλλιώς σου σβήνουν και πρέπει να κάνεις επανεκκίνηση . Του έλεγαν για τις τιμές του σιταριού και του ηλιόσπορου, για το πώς περιποιούνταν τα αμπέλια τους, για τον καιρό και το μικροκλίμα που επικρατούσε σ’ εκείνη τη περιοχή, για τις βροχές και για τα χώματα, για την υγρασία που μάζευε το καλαμπόκι και χρειάζονταν τον αέρα για να στεγνώσει. Του εξηγούσαν πως ξεκούραζαν τα χωράφια φυτεύοντας ζωοτροφές κάθε τρία τέσσερα χρόνια για να καθαρίσουν το χώμα από τα ζιζάνια και να το εμπλούτιζαν με άζωτο. Παρατηρούσαν τον καιρό μέσα από ιστοσελίδες, μιλούσαν με γεωπόνους και δοκίμαζαν καινούρια λιπάσματα, όλα αυτά του είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση….
Τα ταξίδια εκείνα κι οι συζητήσεις με τους οδηγούς τον βοηθούσαν να ξεχαστεί, να ξεφύγει από τις σκέψεις του. Είχε συνηθίσει να ζει μόνος του, έπρεπε να μάθει πως είναι να είσαι πατέρας κι επιπλέον η εταιρεία του περνούσε μια δύσκολη περίοδο . Το δάνειο του σπιτιού του έτρεχε, στα σούπερ μάρκετ όλα έμοιαζαν πιο ακριβά, οι λογαριασμοί ερχόταν ο ένας πίσω από τον άλλον χωρίς τελειωμό, έπρεπε να είσαι προσεκτικός και μετρημένος υπολογίζοντας το καθετί αλλιώς ήσουν καταδικασμένος. Όλοι γύρω του γκρίνιαζαν, κανείς δεν έμοιαζε ευχαριστημένος, μιλούσαν άσχημα για τους πολιτικούς και για τις κυβερνήσεις, έβγαζαν ένα μίσος απίστευτο για τους ξένους, ήθελαν να τους κρεμάσουν, να τους πετσοκόψουν, να ρίξουν αλάτι στις πληγές τους. Όσοι είχαν μάθει από παλιά να ξοδεύουν και να περνούν καλά έδειχναν χαμένοι, χρειάζονταν ένα κάρο λεφτά, έπρεπε να πουλήσουν σπίτια και να αδειάσουν λογαριασμούς, όλοι δούλευαν αγωνιώντας, το μέλλον έμοιαζε αβέβαιο, δεν ήταν εύκολη εποχή.
Μια μέρα η κόρη του έφερε στο σπίτι το φίλο της, έναν τύπο με μακριά μαλλιά και μούσι, θα τρώγανε όλοι μαζί. Ο τύπος σπούδαζε διεθνείς σχέσεις και του άρεσε η μπύρα, είχε πιει δυο ποτήρια όταν πιάσανε κουβέντα για τον πόλεμο της Ουκρανίας, ο μακρυμάλλης υποστήριζε τους ρώσους, έπρεπε να μην αφήσουν το ΝΑΤΟ έλεγε να πλησιάσει στη Ρωσία, « και γιατί θα πρέπει οι ουκρανοί να τους δώσουν λογαριασμό ;» του είχε αντιτείνει αυτός κι ο άλλος έδειχνε να τα χάνει , τα επιχειρήματα του έμοιαζαν σαθρά, τι στο καλό σπούδαζαν αυτά τα παιδιά; Η συζήτηση έμοιαζε να ξεφεύγει και πρόσεξε ότι το μουστάκι του νεαρού είχε αρχίσει να ιδρώνει καθώς ζορίζονταν ενώ η κόρη του χαμογελούσε πνιχτά όπως κρατούσε με τα χέρια μια μπριζόλα. «Καλά του τα είπες μπαμπά» του είπε αργότερα, έμοιαζε ευχαριστημένη που ο πατέρας της είχε τον είχε βάλει στη θέση του.
Όταν έμεινε μόνος του σκεφτόταν τη σκηνή με τον τύπο που ίδρωνε. Δεν του άρεσε αλλά δεν ήθελε να το πει στη κόρη του όμως από την άλλη ίσως θα έπρεπε να πει κάποια κουβέντα, να καθοδηγήσει το παιδί του, τι στο καλό έκαναν οι άλλοι γονείς σε τέτοιες περιπτώσεις ; Βγήκε στο μπαλκόνι να καπνίσει κοιτάζοντας το δέντρο που άπλωνε τα φύλλα του μπροστά στην πολυκατοικία. Εκείνο το διάστημα άλλαζε η εποχή. Είχε αρχίσει να φυσά τα μεσημέρια εκείνος ο κρύος αέρας που δρόσιζε τα χέρια σου , το νερό της βρύσης κρύωνε κι οι νύχτες μεγάλωναν επιτέλους. Το πρωί που πήγαινε στα ΚΤΕΛ αργούσε να ξημερώσει κι εκείνος χάζευε τους αλβανούς ελαιοχρωματιστές με τις ξασπρισμένες φόρμες, αγόραζαν καφέδες και νερά από τα μαγαζιά που έμεναν ανοιχτά όλη νύχτα κι έπειτα καθόταν στα πεζοδρόμια με τις τσάντες τους περιμένοντας τα αμάξια που τους έπαιρναν κάθε μέρα για τη δουλειά.
«Άμα γίνει κανένας πόλεμος εσείς στην πόλη θα πεινάσετε!» του είπε ένας χοντρός οδηγός εκείνη τη μέρα και σκεφτόταν όλη την ώρα τούτη τη φράση . Του άρεσε η επαρχία όμως οι άνθρωποι εκεί πέρα έμοιαζαν να νιώθουν φθόνο κι απέχθεια για τους ανθρώπους της πόλης που τα είχαν όλα στα πόδια τους. Είχε συγχυστεί με τον οδηγό κι όταν γύρισε στο σπίτι δεν είχε όρεξη για τίποτα. Άνοιξε το ψυγείο και πήρε να φάει μια πάστα για να γλυκάνει το στόμα του. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας ήταν κλειστή, η κόρη του ίσως να κοιμόταν, «άστην να κοιμηθεί» είπε μέσα του, όμως αφού πέρασε λίγη ώρα σκέφτηκε ότι ίσως το κορίτσι ήθελε να βγει καμιά βόλτα και το είχε πάρει ο ύπνος. Άνοιξε μαλακά την πόρτα και δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Ένα κοριτσάκι ολόιδιο με την αδερφή του όπως τη θυμόταν μικρή, καθόταν στη μέση του κρεβατιού έχοντας ένα σεντόνι τσαλακωμένο δίπλα του. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά κι έπεφταν σε μπούκλες στη δεξιά μεριά ακριβώς όπως της αδερφής του. Φορούσε ένα ροζ φορεματάκι και δε μιλούσε μοναχά τον κοίταζε στα μάτια. Ήθελε να το ρωτήσει «ποια είσαι; Πως βρέθηκες εδώ; Που είναι η μαμά σου;» ενώ ταυτόχρονα δεν ήθελε να το τρομάξει όπως το έβλεπε εκεί πέρα να τον κοιτάζει σαν να ήταν η προσωποποίηση μιας αθωότητας απέραντης που αντικρίζει για πρώτη φορά τον κόσμο. Έκλεισε μια στιγμή τα μάτια προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, όλο αυτό ήταν παρά πολύ για το μυαλό του που δεν μπορούσε να το χωρέσει .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου