Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

ΟΛΑ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η δεξιά πλευρά του μοναστηριού ήταν χτισμένη πάνω σ’ έναν ογκόλιθο τεράστιο που υψώνονταν σαν τοίχος, καλύτερο στήριγμα δεν μπορούσε να βρεθεί, η κατασκευή πατούσε σε μια προεξοχή του βράχου κι όλο το κτίσμα έμπαινε σ’ ένα κοίλωμα σα σπηλιά θεόρατη, πίσω από το μοναστήρι υπήρχε ένας διάδρομος πολύ στενός, ίσα- ίσα που μπορούσες να σταθείς και να περπατήσεις, από πάνω κρέμονταν πέτρες αρχαίες κι όλη την ώρα σκεφτόσουν ότι άμα γινόταν κανένας σεισμός θα ξεκολλούσαν και θα σ’ έστελναν στα βάραθρα όμως για κάπου χίλια χρόνια, τόσο παλιό ήταν το μοναστήρι, δεν είχε συμβεί τίποτα…

Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί από παντού για το πανηγύρι και για να θαυμάσουν το μοναστήρι που ήταν εκπληκτικό πραγματικά , πετρόκτιστο κι επιβλητικό υψώνονταν ανάμεσα στους βράχους, που τα έβρισκαν εκείνα τα μέρη ρε φίλε οι παλιοί, έλεγαν ότι η Παναγία είχε απαιτήσει από τους μαστόρους που το φτιάχνανε να το πελεκήσουν πέτρα -πέτρα κι είχε γίνει φοβερό, χτισμένο ψηλά σα να αψηφούσε την αγριότητα του τοπίου κι από κει μπορούσες να δεις μέχρι μακριά σε μια λίμνη που είχαν φτιάξει ψηλά στα βουνά, σ’ ένα οροπέδιο, μπλοκάροντας τα νερά κάποιου ποταμού. Είχαμε βρεθεί εκεί πέρα μετά από παράκληση της θείας μου, όταν ήταν νεότερη είχε οργώσει την Ελλάδα και την Ευρώπη και γνώριζε κάθε αξιοθέατο που υπήρχε . Από καιρό έλεγα ότι έπρεπε να τη δω την θεία μου, μια εποχή που τα σόγια ήτανε ακόμα δεμένα την έβλεπα πολύ συχνά ύστερα την έχασα, όμως αυτή κάθε φορά που γιόρταζα μ’ έπαιρνε τηλέφωνο, ποτέ δε με ξεχνούσε κι αυτό είναι σημαντικό πάντοτε, να έχεις δηλαδή κάποιον που σε σκέπτεται και σε θυμάται ότι κι αν γίνει, έτσι αποφάσισα ότι φέτος ότι κι αν γινότανε θα πήγαινα να τη συναντήσω.

Τη βρήκα σε μια αυλή χαμηλή, χωμένη σ’ ένα μέρος βαθύ σα λάκκο, δεν το θυμόμουνα έτσι το σπίτι της που ήταν σκεπασμένο από παντού με φυλλώματα θάμνων και δέντρων, σ’ ένα πεζούλι υπερυψωμένο ήταν ο μπαξές γεμάτος ντομάτες, κλήματα και συκιές, το παλιό σπίτι είχε ανακαινιστεί ωραία απ’ τον θείο μου που δε ζούσε πια, ήταν μηχανικός κι αναλάμβανε έργα στην ανατολική Ευρώπη, Μολδαβία Ρουμανία, Ρωσία. Στο πάνω πάτωμα υπήρχε όπως το θυμόμουν ένα παλιό καρυδένιο κρεβάτι, κυρτό στην μια άκρη του, ένας μπουφές καφεκόκκινος γεμάτος κρυστάλλινα ποτήρια και σε μια γωνιά έβγαινε ο σωλήνας της σόμπας τυλιγμένος από ένα δαχτυλίδι μεταλλικό στο σημείο που περνούσε τα παλιά ξύλα του πατώματος για να μη πάρουν φωτιά και γίνουν όλα μπουρλότο! Το πιο εντυπωσιακό πάντως ήταν το μπάνιο που βρισκόταν σ’ ένα επίπεδο υπερυψωμένο ανάμεσα στα δύο πατώματα σ’ ένα χώρο που βρίσκονταν στο πλάι του σπιτιού, εκεί ο συγχωρεμένος είχε φτιάξει μια βάση με πλέγματα και πάνω τους στήριξε όλη την περίεργη κατασκευή, είχε και βιβλία πολλά ο θείος για την ιστορία της περιοχής που τα χάζευα στα ράφια ενώ στο προαύλιο έβλεπες παντού κομμάτια από μνήματα παλιά, τουρκικά με γράμματα αραβικά που δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβεις τι γράφανε.

Ήταν πραγματικά πολύ ωραίο που τα ξαναβρήκα όλα εκείνα, όταν ήμουν μικρός δεν χόρταινα αυτό το σπίτι το περίεργο όπου έβλεπες όλο πράγματα ασυνήθιστα, κι ύστερα όταν πήγαμε στο μοναστήρι εκεί ήταν η αποθέωση ήταν ότι καλύτερο για το φινάλε του καλοκαιριού. Όταν τελείωσε ο εσπερινός καθίσαμε να πιούμε ένα καφέ σ’ ένα μαγαζί που είχε στηθεί στην αυλή του μοναστηριού, κουβέντες σκόρπιες ακούγονταν στον αέρα, όλοι μιλούσαν για το που είχαν πάει και τι είχαν δει, άλλος έλεγε για τα Χανιά κι άλλος για τη Λευκάδα, για τα Σύβοτα και για τις παραλίες τη Νάξου, για του Παξούς και για τα Κύθηρα, όλοι είχαν μια ιστορία. Όλα φαίνονταν όμορφα κι εγώ το μόνο πρόβλημα που είχα ήταν ότι δεν μπορούσα να χορτάσω τη δίψα μου, δε ξέρω τι είχα πάθει, άδειασα μονορούφι το νεροπότηρο που μου είχαν φέρει, μα πόση ζέστη είχε κάνει ολόκληρο το μήνα, δεν είχε σπάσει ούτε μια στιγμή ο καύσωνας, όλη την ώρα χάζευα τα νερά που έτρεχαν άφθονα από τις βρύσες του μοναστηριού πάνω στα μάρμαρα κι από κει κυλούσαν μέσα στη γούρνα γυαλίζοντας τις άσπρες πλάκες κι αποκαλύπτοντας ραβδώσεις σε σχήματα παράξενα, ευτυχώς το νερό ήταν παγωμένο και ξεδιψούσε έστω και προσωρινά.

Κι όπως αγνάντευα από κει ψηλά το κάμπο πίνοντας νερό παγωμένο εμφανίστηκε ποιος νομίζεις ρε φίλε, η άλλη θεία μου, αυτή που δεν χώνευα και την απέφευγα, όποτε την πετύχαινα στο δρόμο άλλαζα κατεύθυνση, κρυβόμουν πίσω από κολόνες, μερικοί άνθρωποι εκπέμπουν από μακριά ενέργεια αρνητική, μια φορά στο λεωφορείο είδα ότι βρισκόταν στο μπροστινό κάθισμα και τσακίστηκα να κατέβω, ξεχνιόμουν και περνούσα έξω απ το σπίτι της πολλές φορές κι όλο φοβόμουν μη με φωνάξει, βλέπεις είχα κακές αναμνήσεις απ αυτήν. Έναν καιρό ζόρικο ενώ μπορούσε να με βοηθήσει μου είχε κάνει τη ζωή δύσκολη κι όσο κι αν θες ν’ αφήσεις πίσω τα παλιά μερικά πράγματα δε σβήνονται, δε μπορείς να τα παραβλέψεις, δε μπορείς να κρυφτείς, σου βγαίνει, άμα μου κάτσει στραβά ένας άνθρωπος εγώ τουλάχιστον δε μπορώ, άμα με απογοητεύσει κάποιος πάει τελείωσε !

Κάθισε εκεί μαζί μας χαρούμενη και δεν μπορούσα να πω τίποτα, δεν γινόταν να το αποφύγω,που μας είχε ανακαλύψει, οι άλλοι στην παρέα φυσικά δεν ήξεραν τίποτα κι η θεία μου αυτή άρχισε να μιλά ασταμάτητα, ‘’ ‘’Πόσο καιρό έχω να σε δω, και γιατί δεν περνάς από μένα, και πόσο έχεις αλλάξει!’’ κι έπειτα έτσι στο αδιάφορα άρχισε να μιλά για τα παλιά και για τη μάνα μου ΄΄Όπα!’’ είπα μέσα μου ‘’Εδώ είμαστε, αυτά θέλω να τ’ ακούσω. Γιατί αυτή ήξερε ένα κάρο λεπτομέρειες απίστευτες για τη μάνα μου που ήθελα να μάθω οπωσδήποτε, είχανε μεγαλώσει μαζί σε μια εποχή που δεν ζούσα και γνώριζε τα πάντα, στο κάτω- κάτω αδερφές ήτανε κι όσο να πεις καλύτερα απ’ τον αδελφό σου δε σε ξέρει κανένας, μόλις άρχισε να μιλά όσο κι αν έδειχνα αδιάφορος είχα τεντώσει τ’ αυτιά μου να μη χάσω τίποτα, << Η μάνα σου ήταν πολύ καλή, πολύ ζωηρή, κρατούσε το μαγαζί του παππού σου, δούλευε πολύ, ώρες, και πάντα βοηθούσε τον κόσμο, ήταν ένας τυφλός που έμενε αντίκρυ απ’ το σπίτι μας , εγώ ήμουνα μικρότερη και την κοίταζα στα μάτια, η μάνα σου μου έδινε ένα κανάτι γάλα και μου έλεγε ‘’Πήγαινε εκεί στο στενό το σκοτεινό και μη φοβάσαι, εγώ θα σε βλέπω, χτύπα τη πόρτα, θα σου ανοίξουν, δώσε αυτό και μετά γύρνα πίσω’’ εγώ πήγαινα κάθε φορά στο σπίτι του τυφλού που μου έλεγε πάντα ‘’Ευχαριστώ!>>

Μ’ ενδιέφεραν φοβερά εκείνες οι ιστορίες για τη μάνα μου, δεν μπορούσα να ρωτήσω την ίδια, μπορεί και να μη θυμόταν καθώς έπνεε τα λοίσθια και κάθε χρόνο την έβλεπα πιο εξασθενημένη, ο πατέρας μου είχε αποδημήσει από καιρό πια κι εγώ είχα ένα σωρό απορίες, ποιος ήταν εκείνος ο τυφλός, μια φορά είχα συναντήσει το γιο του και μου είχε αναφέρει κάτι, θυμόταν μ’ ευγνωμοσύνη τη μάνα μου αλλά ύστερα τον έχασα, κι αν ήταν τόσο καλή ίσως κι εγώ να μην ήμουνα τόσο κακός, κάτι θα είχα πάρει, πάντα θες να ξέρεις τι σόι άνθρωποι ήταν οι γονείς σου για να καταλάβεις και τον εαυτό σου, ποιος είσαι, που πας, τι θα κάνεις, που θα σε βγάλει, ποια θα είναι η πορεία σου, πόσο θ’ αντέξεις, ένα κάρο ερωτήματα και ζητήματα που σε βασανίζουν ίσως βρουν μια απάντηση όταν έχεις κάποιο πρότυπο προηγούμενο, υπάρχουν στιγμές όπου θες μια πυξίδα, μια κατεύθυνση, έχεις αμφιβολίες, δεν πιστεύεις στον εαυτό σου, τα πράγματα δεν πάνε όπως πρέπει ή αργούν πολύ, απελπιστικά, και τότε θες κάποιον που πριν από σένα, σε διαφορετικές συνθήκες βρήκε τον τρόπο και τα κατάφερε !

Πρώτη φορά άκουγα όσα έλεγε η θεία μου, μπορεί να τα είχα ξαναπεί όμως δεν τα είχα προσέξει, δεν είχα δώσει σημασία, τώρα όμως για κάποιο λόγο αποκτούσαν άλλο νόημα, όπως στεκόμαστε κάτω απ’ τον πελώριο βράχο που έχασκε από πάνω μας εγώ άκουγα αχόρταγα, καμιά φορά κι από ανθρώπους που αντιπαθείς μπορεί να πάρεις κάτι καλό, να ωφεληθείς με κάποιον τρόπο, ώστε ήταν τόσο καλή η μάνα μου και δούλευε αγόγγυστα, κι αργότερα έκανε οικογένεια και παιδιά, τα μεγάλωσε, δεν τα είχε πάει άσχημα, τότε βέβαια ούτε που τα σκεφτόταν όλα αυτά, δεν υπήρχε χρόνος, ήταν αυτονόητα, τώρα όλα είναι τόσο μπερδεμένα, που να βρεις άκρη...

Όπως σταμάτησαν όλοι να μιλούν για μια στιγμή βρήκα ευκαιρία να γεμίσω το μπρούτζινο, γυαλισμένο τάσι που είχαν εκεί δεμένο με μια αλυσίδα και ήπια μια φορά ακόμα, αντίκρυ μας απλώνονταν η λίμνη αντανακλώντας τον ήλιο που έδυε, ένας γέρος κάπως χοντρός που έπλενε τα χέρια του στη βρύση έλεγε ότι θα μπορούσε να μαζέψει πολύ περισσότερο νερό αν δεν υπήρχαν καταβόθρες υπόγειες απ’ όπου διοχετεύονταν σε ρέματα υπόγεια για να βγει σε ποτάμια και ρέματα. Κάποιος πρότεινε να πάμε μέσα να προσκυνήσουμε την εικόνα, διαβήκαμε πάλι εκείνο το στενό ανάμεσα στο βράχο όπου έπρεπε να σκύψουμε για να χωρέσουμε, περάσαμε ανάμεσα από λουλούδια και πρασινάδες για ν μπούμε στον ναό όπου υπήρχε μια εικόνα πελώρια κάπου δυο μέτρα γεμάτη με ότι τάμα φανταστείς, πόδια, χέρια, κεφάλια, αυτιά, ασημένια και χρυσά τα πιο πολλά, η εικόνα που δέσποζε και ζωντάνευε θαρρείς το χώρο ήταν φτιαγμένη από ψηφίδες λαμπερές απ΄ όλα τα χρώματα του κόσμου τόσο όμορφες σα να τις είχαν ξεκολλήσει από κάποιο αιθέριο τόξο ουράνιο, δεν είχα δει ομορφότερο πράγμα. Όπως σήκωνες τα ματια αντίκριζες τον αρχάγγελο που βαστούσε μια σπάθα τεράστια έτοιμος να πάρει όσα κεφάλια έβρισκε μπροστά του, όλοι γονάτιζαν από κάτω του, οι γυναίκες πιο πολύ ψιθυρίζοντας λόγια κι ευχές, πλησίασα κι εγώ να δω από κοντά το πελώριο εικόνισμα, γονάτισα κι είπα μέσα μου ‘’Εντάξει δεν είμαι τόσο καλός όσο η μάνα μου αλλά δως μου λίγη δύναμη όσο γίνεται να συνεχίσω!’’ έκλεισα μια στιγμή τα μάτια και είδα να στροβιλίζονται μέσα στο μυαλό μου χιλιάδες αποχρώσεις σα να βούλιαζα σε μια δίνη χρωματιστή, μετά βιαστήκαμε να φύγουμε από κει πέρα προτού ξεκολλήσει κανένα νταμάρι και μας θάψει από κάτω του .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...