Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

+Επιτέλους είχε δροσίσει, το αεράκι που φυσούσε όλη μέρα, ειδικά τα πρωινά, ήταν μια ανακούφιση απίστευτη, όπως περπατούσες στα στενά μπορούσες ν’ ανασάνεις ξανά την ευεργετική ψύχρα του φθινοπώρου, όλοι φορούσαν ακόμα τα καλοκαιρινά τους αν και οι θερμοκρασίες έπεφταν, δεν τους ένοιαζε, μετά την καταραμένη ζέστη του καλοκαιριού όλα έμοιαζαν φθαρμένα και ταλαιπωρημένα, τα αμάξια αγκομαχούσαν στις ανηφόρες , τα χορτάρια είχαν λιώσει, οι θάμνοι μαραμένοι, τα αδέσποτα περπατούσαν ασθμαίνοντας, η θάλασσα ξέθωρη, οι άνθρωποι μαυρισμένοι, ξεφλουδισμένοι, όλοι ήθελαν ένα φρεσκάρισμα, μια βροχή δυνατή να τους ποτίσει, να τους ξεπλύνει, να τους καθαρίσει, να τους αναζωογονήσει!

Ο κόσμος που γύριζε απ’ τα νησιά και τις ακτές έμοιαζε μουδιασμένος σα να μην ήθελε να ξεκινήσει μετά την καλοκαιρινή ανάπαυλα κι αυτός δε βιαζόταν ν’ αρχίσει ξανά τις δουλειές του, ήθελε λίγο χρόνο ν’ ανασάνει από την θερινή ταλαιπωρία, να χαρεί την δροσερή αλλαγή του καιρού, δεν θυμόταν άλλη χρονιά που να τον είχε κουράσει τόσο πολύ το καλοκαίρι, δεν την ήθελε καθόλου αυτήν την εποχή. Παλιότερα, τότε που ήταν παιδί, ο πατέρας του θα έφευγε στις αρχές του Φθινοπώρου για τα χωριά του κάμπου κάπου στη Θεσσαλία όπου μάζευαν το μπαμπάκι, ομάδες ολόκληρες ροβολούσαν τα μονοπάτια, κοιμόντουσαν σε κάτι γιαπιά καθώς δεν είχε αρχίσει να κρυώνει ακόμα ο καιρός, κι όλη μέρα στα χωράφια μάζευαν μπαμπάκι που τους ξέσκιζε τα δάχτυλα όμως οι άνθρωποι τότε ήταν σκληροί, δεν έδιναν σημασία σε κάτι τέτοια, έβγαζαν κάποια χρήματα να περάσουν το χειμώνα κι ύστερα γυρνούσαν στα σπίτια τους, έτσι γίνονταν τότε, μια φορά μόνο είχε πάει μαζί τους όταν ήταν πιτσιρικάς και δεν του άρεσε, του φάνηκε πολύ βάρβαρη όλη η διαδικασία, πολύ πρωτόγονη, τώρα βέβαια όπως το σκεφτόταν ύστερα απ’ όλες τις δουλειές που έκανε στη ζωή του, πιο πολύ σαν παιχνίδι θα το είχε.

Είχε δουλέψει πολύ όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρχε αμφιβολία, νεαρός ακόμα ξεκίνησε στα λατομεία, δουλειά βαριά, μονότονη, ώρες κάτω απ’ τον ήλιο να σπας πέτρες σα βλάκας, κι ύστερα είχε δουλέψει σ’ ένα συνεργείο ασφαλτόστρωσης, εκεί ήταν καλύτερα, ειδικά όταν έφτιαχναν έναν δρόμο ορεινό πάνω απ’ τα βουνά που συνέδεε δυο χωριά, εκεί πάνω πάντα φυσούσε κι είχες θέα τον κάμπο ολόκληρο από κάτω, ήταν πολύ όμορφα, δεν βαριόσουν καθόλου, δε σε κούραζε η δουλειά. Κι άλλες δουλειές διάφορες είχε κάνει άλλες εύκολες κι άλλες δύσκολες, τελευταία εργάζονταν αποθηκάριος σε κάτι εγκαταστάσεις τεράστιες μιας αλυσίδας σούπερ μάρκετ, πήγαινε καλά, τον είχαν κάνει μάλιστα και προϊστάμενο όμως μια μέρα ένας οδηγός απρόσεκτος άδειασε πάνω του το φορτίο ενός κλαρκ και παρά λίγο να τον στείλει στον άλλο κόσμο, από τότε είχε πρόβλημα στα πόδια και βιάστηκε να βγει στην σύνταξη όσο προλάβαινε…

Καθώς είχε λίγα χρήματα σκεφτόταν να γυρίσει στο χωριό, στο πατρικό του για το οποίο πλήρωνε ένα σκασμό λεφτά, η πόλη είχε αρχίσει να τον κουράζει όμως δεν ήταν τόσο απλό κι ούτε μπορούσε να ακολουθήσει το σύστημα των παλιότερων που γυρνούσαν κι ήταν σα να μην είχαν λείψει ούτε μια μέρα. Αυτοί ήταν μαθημένοι έτσι, είχαν παραμείνει χωρικοί μέσα τους και ήταν ευχαριστημένοι, δεν μπορούσες να τους κατηγορήσεις, δεν περνούσαν κι άσχημα, πίσω στις εστίες τους, ήξεραν πώς να περάσουν την ώρα ποτίζοντας και σκαλίζοντας το μπαξέ κι άλλοι που έπιανε το χέρι τους μαστόρευαν ασταμάτητα, επισκευάζανε και χτίζανε τις παλιές οικοδομές, διορθώνανε τα ντουβάρια, έφτιαχναν τα πλακόστρωτα, τοποθετούσαν κάγκελα, στερέωναν παράθυρα και πόρτες, άλλοι έφερναν κότες, τους άρεσε όλο αυτό κι ούτε χρειαζόταν να σκεφτούν ιδιαίτερα. Αυτός όμως ήταν άλλη περίπτωση, είχε ξεσυνηθίσει , δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους παλιούς που τους άρεσαν τα καφενεία κάτω απ’ τα πλατάνια, πολύ βαρετά του φαινόταν, αυτός ήθελε περιοδείες κι εξερευνήσεις, δεν μπορούσε αυτόν τον στατικό τρόπο.

Το βέβαιο ήταν ότι είχε ξεκόψει από τα πάτρια εδάφη, όποτε πήγαινε κατά κει όλο και λιγότεροι τον θυμόταν μονάχα μ’ ένα ξαδερφάκι του είχε κρατήσει επαφή που ερχόταν κάθε χρόνο απ’ την Αμερική και καθόταν ένα δυο μήνες, είχαν μεγαλώσει μαζί και τον είχε σαν αδερφό, με κείνον περνούσαν καλά πάντοτε, όπως φθινοπώριαζε και λίγο προτού τελειώσει ή άδεια του, πρότεινε να πάνε μια εκδρομή στο Άγιο Όρος, τελευταία είχε γίνει πολύ θρησκευόμενος ο ξάδερφος, δεν τον θυμόταν έτσι, πολλές φορές τον είχε πετύχει να διαβάζει προσευχές από κάτι βιβλιαράκια παλιά, στο όρος του είχε φάει το κεφάλι ότι πρέπει να κάνουν κάποια διακονία βοηθώντας τους μοναχούς, εκείνο το διάστημα καθάριζαν τα σκευοφυλάκια στα υπόγεια κι οι καλόγεροι είχαν ανάγκη από βοήθεια, για αιώνες μαζεύονταν εκεί τα οστά των μοναχών που είχαν ξεχειλίσει κι έπρεπε να μπει κάποια τάξη, τα κρανία και τ’ άλλα κόκαλα ήταν στοιβαγμένα σε κουτιά παλιά που δεν χωρούσαν πλέον κι έπρεπε να ταχτοποιηθούν σε καινούριες θήκες ξύλινες αφού έβαζαν πρώτα απ’ έξω τα ονόματα και τις φωτογραφίες όσων ήξεραν για να μην χαθούν μες τον πανικό.

Την πρώτη φορά που κατέβηκε εκεί κάτω η μυρουδιά τον χτύπησε κατευθείαν στον εγκέφαλο , ήταν πολύ βαριά, ένιωθε ότι δεν θα άντεχε, οι άλλοι μαζί κι ο ξάδερφος δεν έδιναν σημασία αυτός όμως δε μπορούσε να μείνει πολύ ώρα εκεί μέσα, ύστερα από λίγο όμως το συνήθισε κι όλη η διαδικασία του φάνηκε κάπως μεταφυσική. Έβλεπες εκεί πέρα ανθρώπους που είχαν ζήσει επί γενεές γενεών κι έπιανες ν’ αναρωτιέσαι για τη δική σου ζωή, τον προορισμό, τον απολογισμό σου, τι έκανες, τι δεν έκανες, ποιους αδίκησες, που πήγαινες, αν άξιζαν όλα αυτά, αν είχαν νόημα, αν ήταν αποτέλεσμα ενεργειών δικών σου ή κάποιος άλλος από κάπου κρυφά τα είχε σχεδιάσει χωρίς να σε ρωτήσει, τέτοια πράγματα περνούσαν όλη την ώρα απ’ το μυαλό του κάθε φορά που φορούσε τα πλαστικά γάντια και κατέβαινε τα σκαλιά του σκευοφυλακίου ν’ αδειάσει τις κάσες…

Ένα απόγευμα ενώ οι καλόγεροι έτρεχαν στον εσπερινό αυτοί καθόταν σ’ ένα μπαλκόνι που ατένιζε το πέλαγος και μιλούσαν πίνοντας καφέ ανάμεσα στις γλάστρες με τις τριανταφυλλιές και τις μπιγκόνιες, το αεράκι απ τη θάλασσα ήταν απίστευτα αναζωογονητικό κι ο τρόπος που ζούσαν εκεί πέρα σ’ έκανε να νιώθεις ότι βγήκες απ’ τον κόσμο για να βρεθείς σ’ ένα σύμπαν διαφορετικό με τους δικούς του ρυθμούς και τους δικούς του κανόνες, ο ξάδερφος έδειχνε μελαγχολικός, κάθε φορά έτσι γινόταν όποτε πλησίαζε η ώρα για να φύγει στην Αμερική, γίνονταν χάλια, που θα πήγαινε, πότε θα ξαναγύριζε ; Υποτίθεται ότι το είχε συνηθίσει κι όμως κάθε φορά έφευγε με βαριά καρδιά, θα μου πεις με τις ανέσεις που υπάρχουν για κάποιους είναι ρουτίνα το αεροπλάνο, αν ταξιδεύεις και σε θέση καλή μπορείς ν’ απλωθείς και να κοιμηθείς σαν άρχοντας παραγγέλνοντας εκλεκτά φαγητά, όχι να διπλώνεσαι σε μισό τετραγωνικό σαν ηλίθιος ! Άλλοι χαίρονταν να ταξιδεύουν, να φεύγουν, είχαν συνηθίσει, τους άρεσε, είχαν προσαρμοστεί, δεν ήταν πια και τόσο ανυπόφορα κι άλλωστε πήγαιναν σε χώρες και μέρη πιο πλούσια, πιο αναπτυγμένα, δεν ήταν δα και τόσο τραγικό, φαντάσου τι γινόταν παλιά με τα τραίνα και με τα καράβια όταν έκανες μέρες και μήνες να φτάσεις στον προορισμό σου κι ύστερα μέχρι να στείλεις νέα με το ταχυδρομείο τρέχα γύρευε, έχανε η μάνα το παιδί, ούτε τηλέφωνα, ούτε υπολογιστές, ούτε σκάιπ, τίποτα, άστα να πάνε, μαύρη πέτρα έριχναν κι ούτε ήξεραν οι δικοί τους αν ζουν ή αν πέθαναν, αν το έβλεπες έτσι ήταν μια παρηγοριά όμως αυτό δεν βοηθά πάντοτε...

‘’Πριν δέκα χρόνια …’’ άρχισε να μιλά ο ξάδελφος κοιτάζοντας κατά τη θάλασσα ‘’… με βάλαν να δουλέψω σ’ ένα φράγμα τεράστιο, αχανές, ζαλιζόσουν άμα έβλεπες από ψηλά το βάθος του, βαστούσε τα νερά που κανονικά χύνονταν σε μια κοιλάδα τεράστια, που λέγανε ότι είχε φτιαχτεί κάποτε από την πτώση κάποιου μετεωρίτη. Οι ιθαγενείς εκεί πέρα θεωρούσαν τον τόπο ιερό και τον είχαν αφιερώσει σ’ ένα θεό σοφό που τον έλεγαν ‘’ΕΦΕΥΡΕΤΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ’’ και δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί οι άνθρωποι ήθελαν ν’ αλλάξουν την αρχέγονη ροή που κυλούσε για εκατομμύρια χρόνια, επειδή είχα πτυχίο μηχανικού θεώρησαν ότι ήξερα απ’ αυτά και με προσέλαβαν, δεν έκανα τίποτα σπουδαίο, απλά μετρούσαμε το ύψος των νερών και συμπληρώναμε κάτι χαρτιά με ενδείξεις για την στάθμη. Όποτε πλησίαζα την κατασκευή από ψηλά μ’ έπιανε δέος και μια μέρα καθώς κατέβαινα με το αμάξι από τον δρόμο του βουνού είδα ένα θέαμα που δεν μπορείς να το πιστέψεις, έβρεχε συνέχεια εκείνον τον καιρό, τα νερά είχαν αρχίσει να ξεχειλίζουν, εμείς το βλέπαμε κι ενημερώναμε τους από πάνω που μας καθησύχαζαν, απότομα από μια ρωγμή βγήκε μια ποσότητα τρομερή που παρέσυρε όλες εκείνες τι χιλιάδες τόνους του τσιμέντου και το νερό ξεχύθηκε στη πεδιάδα παρασέρνοντας τα πάντα, τέτοιο πράγμα δεν έχεις ξαναδεί, ήταν τρομακτικό, αυτοκίνητα έτρεχαν, σπίτια γκρεμίζονταν, άνθρωποι προσπαθούσαν να σωθούν, όλος ο τόπος αντηχούσε από φωνές, σειρήνες, και τον ήχο του νερού που έμοιαζε με βρυχηθμό τέρατος, η γη έτριζε κάτω απ τα πόδια μου κι εγώ να τα βλέπω όλα αυτά κολλημένος στη θέση μου. Ένιωσα τέτοιο φόβο αντικρίζοντας μια κοιλάδα ολόκληρη σκεπασμένη από τον ατμό και την ομίχλη που έβγαζαν τα νερά καθώς κυλούσαν σαν άλογα δαιμονισμένα, υδραγωγεία, γέφυρες, κτίρια καταποντίζονταν, μια τρομερή δύναμη είχε απελευθερωθεί και κατέστρεφε τα πάντα, η φύση όταν δείχνει το καταστροφικό της πρόσωπο σε κάνει να βλέπεις αλλιώς τα πράγματα, από τότε πίστεψα ότι υπάρχει θεός …

Όταν ξαναμπήκαν στο σκευοφυλάκιο σκεφτόταν εκείνη την φοβερή εικόνα που είχε δει ο ξάδερφος με τα νερά και τους ανθρώπους που έτρεχαν, ώστε έτσι εξηγούνταν η μεταστροφή του, γι αυτό όταν είχαν κατέβει εκεί κάτω ήταν στον κόσμο του και δεν έδινε σημασία ενώ αυτός ήθελε να σηκωθεί και να φύγει επί τόπου, τον έβλεπε τώρα να κρατά το κεφάλι κάποιου πεθαμένου και καταλάβαινε, άμα είχε δει κι αυτός όλο εκείνο το νερό να γεμίζει την κοιλάδα μπορεί να αισθάνονταν κάτι τέτοιο, που ξέρεις πως δουλεύει το μυαλό του καθενός και τι στροφές ανάποδες παίρνει, πήρε το κεφάλι του ηγούμενου και το ακούμπησε με προσοχή σ’ ένα κιβώτιο, ύστερα βγήκαν στο φως, ο ξάδελφος δε μιλούσε κοίταζε μονάχα θλιμμένος κάπου πέρα στο κενό ‘’Άιντε πάμε !’’ του φώναξε ξαφνικά και βιάστηκε να τον ακολουθήσει ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...