Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΣΑΡΠΗΔΟΝΑ

Αυτό το όνειρο το έβλεπε συχνά, επέστρεφε λέει στο διαμέρισμα του κι έβρισκε την πόρτα παραβιασμένη, κάποιος το είχε διαρρήξει, όπως έμπαινε στο δωμάτιο του  όλα ήταν άνω κάτω ακόμα κι οι τοίχοι γδαρμένοι σα να είχαν ψάξει παντού, προχωρώντας  στο εσωτερικό έβρισκε κάποιον ξένο να κοιμάται στον καναπέ του, ποτέ δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπο του, πλησίαζε να τον χτυπήσει όμως όπως σήκωνε  το χέρι του εκείνο  κολλούσε, έμενε παράλυτο, μετέωρο, παγωμένο,  ξέρεις πως είναι στους εφιάλτες όπου μένεις κόκαλο  και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, καθώς  πάλευε να σηκώσει το χέρι του ξυπνούσε ιδρωμένος.

Άλλοτε πάλι έβλεπε ότι δεν είχε σπίτι πλέον, του το είχαν πάρει, που θα κοιμόταν, πως θα έβγαζε τη νύχτα, έψαχνε στην τσέπη του κι έβρισκε ένα κλειδί ξεχασμένο από κάποιο δωμάτιο που ήταν ακατοίκητο, ξεχασμένο, εκεί θα μπορούσε να μείνει προσωρινά μέχρι να βρει κάτι καλύτερο, όλα αυτά τα έβλεπε ταχτικά, η γυναίκα του έλεγε ότι ήταν κάποιος φόβος βαθιά μέσα του κι  επέμενε ότι έπρεπε  να έχουν ένα εξοχικό μήπως γίνει κάτι, μήπως οι καταστάσεις αλλάξουν ξαφνικά  και χρειαστεί να φύγουν, όπως και να χει καλό είναι να χεις μια εναλλακτική, δεν ξέρεις τι γίνεται.

Τι θα έκαναν αν κέρδιζαν λεφτά στο στοίχημα, αυτό ήταν το αγαπημένο τους θέμα όποτε κουβέντιαζαν  με τη γυναίκα του,  ε ρε φίλε δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο απ’ το  να φτιάξει το σπίτι που είχε το πατρικό  να χει ένα καταφύγιο άμα κάτι πήγαινε στραβά. Το σκεφτόταν σοβαρά, ένας απ’  τους φίλους του που είχε σπίτι δικό του σ’ ένα χωριό,  κι αμπέλια και κτήματα έτοιμα,  τα είχε παρατήσει όλα  για να φύγει στην Γερμανία, βρήκε δουλειά  σ’ ένα σκαπτικό μιας εταιρίας που φύτευε  ίνες οπτικές στο χώμα, εκεί πέρα δεν είχε ωράριο, ούτε που τους ένοιαζε,  όσο άντεχες, παντού υπήρχαν εργοστάσια  κι εγκαταστάσεις καινούριες που έπρεπε να συνδεθούν με τα καταραμένα καλώδια,  δούλευαν ασταμάτητα σα μαύροι όλο τον καιρό  μέχρι που η γη πάγωνε καθώς το θερμόμετρο έπιανε  μείον πέντε και μείον δέκα,  τότε μόνο σταματούσαν.  Ο φίλος του είχε πέσει με τα μούτρα κυνηγώντας τα λεφτά όμως στο τέλος έχασε τη μπάλα, γυρνούσε σπίτι μόνο για να φάει και να κοιμηθεί,  η γυναίκα του τον είχε  παρατήσει για κάποιον Πολωνό κι αυτός είχε απομείνει μοναχός να σκάβει με το μικροσκοπικό σκαπτικό του λάκκους κι αυλάκια στη γερμανική γη μες  την ομίχλη και το κρύο,  όποτε γυρνούσε στην πατρίδα και συναντιόταν του λεγε : ‘’Πόσο  ηλίθιος ήμουν που  άφησα σπίτι τελειωμένο και χωράφια για να πάω σκλάβος στους γερμαναράδες!’’

Το εξοχικό ήταν μια λύση πιο πολύ για το καλοκαίρι, τώρα που  ο ουρανός είχε γίνει γκρίζος και ταίριαζε με τα κτήρια και τους δρόμους ήταν ευχαριστημένος,  αυτή είναι η γοητεία της πόλης, το χειμώνα με τα κρύα και τις βροχές θες να βλέπεις κόσμο μαζεμένο, κίνηση και ζωντάνια, όλο αυτό το περιβάλλον κάνει το αίμα να τρέχει στις φλέβες , η επαρχία  το χειμώνα είναι θλιβερή ειδικά τα χωριά που τσαλαβουτούν μες τις λάσπες και την ομίχλη,  το καλοκαίρι είναι άλλη φάση, τότε δεν αντέχεις την πολυκοσμία, σε πνίγει, είναι ανυπόφορη,  στη ζέστη  θες ν’ απλωθείς, ν’ ανασάνεις, να φύγεις μακριά…

Παλιά δεν τα σκεφτόταν όλα αυτά όμως τελευταία είχε αρχίσει να βαριέται,  ήταν κι εκείνη η δουλειά στο κέντρο όπου συναντούσε κάθε καρυδιάς καρύδι, όλους τους περίεργους και  μυστήριους  τύπους, όλους εκείνους που αποτελούν τα χαρακτηριστικά δείγματα κάθε μεγαλούπολης ξέρεις τώρα, ζητιάνους,  πρεζόνια, κλέφτες, απατεώνες, τελειωμένους, λαμόγια, αλκοολικούς, γριές, τύπους αποτυχημένους και πιτσιρικάδες περίεργους που ρωτάνε και χώνονται όπου να ναι,  βολεμένους, τζαμπατζήδες και τεμπέληδες, μετανάστες μαύρους, μελαψούς και βαλκάνιους, τουρίστες βλαμμένους που νομίζουν ότι ανακάλυψαν κάτι καινούριο χωρίς να χουν ιδέα  κι ότι μπορείς να φανταστείς απ’  αυτό  που αποτελεί  την αντιπροσωπευτική ‘’αφρόκρεμα’’ κάθε μεγάλης  πόλης. Από ένα σημείο κι έπειτα χωρίς  να το καταλάβει   δεν ήθελε να περνά από κει , όποτε πλησίαζε στο κέντρο άλλαζε δρόμο, αναρωτιόταν κι ο ίδιος τι στο καλό είχε πάθει. Θα μου πεις αν ήταν λίγο ποιο προσεγμένη η πόλη, λίγο πιο συμμαζεμένη, λίγο πιο όμορφη όπως κάτι ευρωπαϊκές πολιτείες με τις απέραντες  αλέες και τα πάρκα τους τα δεντροφυτεμένα  ίσως να μην είχε αυτή τη γνώμη,  ποιος ξέρει,  εδώ όλα έμοιαζαν όμως στο έλεος του θεού παρατημένα, άνθρωποι και σκουπίδια πεταμένα παντού.

Παλιά απ’  όσο θυμόταν δεν ήταν έτσι, το πράγμα  είχε ξεφύγει τα τελευταία χρόνια, ίσως βέβαια ήταν και πιο νέος  τότε και δεν πρόσεχε τι συμβαίνει γύρω του,  από την άλλη στον καθένα μπορεί να συμβεί  κάτι τέτοιο, είναι φυσικό,  σού ρχεται μια φλασιά στα καλά καθούμενα και λες ‘’Ρε φίλε δεν μπορώ άλλο μ’ αυτό το μπλουζάκι,  το βαρέθηκα!’’  ή,   ‘’Ρε φίλε αυτό το αμάξι πρέπει να το στείλω στο διάβολο, δεν θέλω ούτε να το βλέπω ύστερα από τόσα χρόνια!’’ Όλη τη ζωή του  σ’ αυτή την πόλη την είχε περάσει αλλά  έρχεται κάποια στιγμή που όλα σχεδόν συμπληρώνουν τον κύκλο τους, κάτι τέτοιο είχε πάθει κι ούτε ήξερε τι ζητούσε και που θα πήγαινε,  ήξερε μόνο ότι είχε βαρεθεί την πόλη,  την είχε ξεζουμίσει,  ότι ήταν  να του δώσει του το έδωσε, όλα αυτά που είχε ακούσει και που είχε διαβάσει αποδείχτηκαν βλακείες, είμαστε λέει οι σύγχρονοι άνθρωποι στρείδια της πόλης και βλακείες, τι στρείδι  ρε φίλε, ένας κακομοίρης είσαι που βολοδέρνεις μέσα στην άσφαλτο και στο τσιμέντο, σήκω φύγε από κει να σε φυσήξει λίγος αέρας, να καθαρίσει το μυαλό σου, να δεις το πρόσωπο του θεού μια στιγμή !

Κάθε πρωί ξυπνούσε μ’ ένα άγχος που τον πλάκωνε,  έβγαινε έξω και δεν ήξερε ποιον δρόμο να πάρει για να πάει στη δουλειά του, έβλεπε εκεί πέρα τα αδέσποτα να χασμουριούνται και να τεντώνονται αμέριμνα, ευτυχισμένα, τα πουλιά να πετούν και να ξεφωνίζουν χωρίς  να δίνουν δεκάρα για τι συνέβαινε γύρω τους,  ρε φίλε αυτά δεν αγχώνονταν  δεν στενοχωριούνταν, κάθε μέρα  ξυπνούσαν και το μόνο  που σκέφτονταν ήταν πως θα γεμίσουν την κοιλιά τους, πόσο απλή ήταν η ζωή τους !

Μια μέρα που είχε πάει σε μια δουλειά βρέθηκε σ’ ένα σπίτι κάπου στα προάστια, διόρθωνε τις σωληνώσεις του αερίου που έβγαιναν στο μπαλκόνι,  καθώς προχωρούσε το φθινόπωρο είχε αρχίσει να χειμωνιάζει, ωραίος ήταν ο Σεπτέμβριος, ηλιόλουστος και δροσερός όμως θύμιζε το καταραμένο το καλοκαίρι που πάντα σου βγάζει τη πίστη μέχρι να περάσει, τώρα όπως κρύωνε λίγο μπορούσες να συγκεντρωθείς πιο καλά,  να μαζέψεις το μυαλό σου, να καταλάβεις τι σου γίνεται. Όπως ένιωθε βαρύ το κεφάλι του έκανε ένα διάλειμμα μια στιγμή  όταν πρόσεξε  απέναντι ένα κολυμβητήριο ανοιχτό  με νερά γαλάζια που  ήταν μια όαση πραγματική μέσα στη θάλασσα του τσιμέντου,  κάθισε εκεί και  χάζευε τους  βουτηχτές που γλιστρούσαν με απλωτές χεριές κι άλλους που  έμοιαζαν να βυθίζονται και ν’  αναδύονται όλη την ώρα χωρίς  να κουράζονται, δέντρα κουνούσαν τα φύλα τους από γύρω κι ήταν σα να βρισκόσουν στην παραλία, ο αέρας φυσούσε δυνατά κουνώντας μια σημαία που κυμάτιζε σαν τρελή, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο  ανάγκη το είχε εκείνη τη στιγμή ένα τέτοιο θέαμα, ήπιε από ένα ποτήρι που του είχαν δώσει κι ένιωσε να χαλαρώνει επιτέλους, οι σκέψεις του σα να λύθηκαν και μια ευφορία παράξενη απλώθηκε μέσα του.

Εκείνο το βράδυ είδε πάλι το όνειρο με το ανοιχτό σπίτι όμως αυτή τη φορά όπως έμπαινε στο διαμέρισμα δεν βρήκε κανέναν μέσα, η  πόρτα του μπαλκονιού ήταν ανοιχτή, όπως έβγαινε στη βεράντα είδε ξαφνικά  κάτω από την οικοδομή μια ακτή γεμάτη βράχια  και νερό πεντακάθαρο έμοιαζε με το τοπίο που συναντάς στα νησιά, στην αμμουδιά υπήρχαν κάτι παγκάκια περιποιημένα κι όλη την ώρα ο αφρός  των κυμάτων χτυπούσε πάνω στις  πέτρες  σα να ήθελε να τις καθαρίσει και να τις γυαλίσει, αναρωτήθηκε πως ήταν δυνατό να μη το έχει προσέξει ποτέ του,  πως είχε έρθει η θάλασσα μέχρι εκεί, δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του, γιατί δεν του το είχε πει ποτέ  κανείς , γιατί δεν είχε ανοίξει την πόρτα του μπαλκονιού να ρίξει μα ματιά από κάτω, τι στο διάβολο συνέβαινε; Τώρα ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε κι εκείνο τον περίεργο δίχως πρόσωπο  ξένο να ξαπλώνει σα δαίμονας στο κρεβάτι του,  αυτή ήταν η λογική συνέχεια αυτή τη φορά όμως δεν ήταν άντρας ο ξένος ήταν μια γυναίκα που μόλις τον αντιλήφθητε γύρισε το πρόσωπο της και τον κοίταξε στα μάτια, θε μου ήταν ολόιδια η μάνα του όπως την είχε δει σε μια φωτογραφία παλιά που είχαν κάποτε στον τοίχο, ‘’Μάνα τι κάνεις  εδώ πέρα; ‘’ φώναξε και ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα.

Δεν μπορούσε να καταλάβει τι σήμαινε εκείνο το όνειρο, γιατί είχε αλλάξει το μοτίβο κι  αντί για κλειστοφοβικό είχε εκείνη την περίεργη ακτή που δεν την είχε δει ποτέ στη ζωή του,  τι σήμαινε η μάνα του έτσι όμορφη που τον περίμενε,  τι ήθελε να του πει;  Το συζήτησε με τη γυναίκα του κι αυτή που διάβαζε ένα σωρό βιβλία μ’  ονειροκρίτες  κι εξηγήσεις παράξενες του είπε ότι τα όνειρα με τους γονείς  τα λένε ‘’Όνειρα του Σαρπηδόνα’’   στον οποίο ο πατέρας του ο Δίας είχε στείλει τα δυο τρομερά  αδέρφια,  τον Ύπνο  και τον  Θάνατο για να τον συνοδέυσουν στον άλλο κόσμο όταν τον σκότωσε ο Πάτροκλος,  τα βιβλία έγραφαν  ότι τέτοια όνειρα  προμήνυαν  κάτι σημαντικό αλλά  δεν ήξερες αν ήταν για καλό ή για κακό...

Το διάστημα που ακολούθησε  χωρίς να το καταλάβει η διάθεση του άλλαξε,  όλο το σώμα του σα να χαλάρωσε,  σα να βγήκε από μέσα του όλη η κούραση τόσων χρόνων και με το που χαλάρωσε αρρώστησε,  καθώς ήταν  στο τρέξιμο τόσα χρόνια δεν προλάβαινε ούτε ν’  ασθενήσει  όμως το σώμα έχει τους δικούς του νόμους,  τον έπιασε μια γρίπη που πήρε καιρό,  το κεφάλι του πονούσε,  τα δόντια του άρχισαν να βγάζουν θέματα,  πέρασε μια περίοδο δύσκολη κι ο ύπνος του ήταν ταραγμένος, αντί για κλέφτες έβλεπε ποτάμια,  όχθες γεμάτες μούρα,  άλογα και φεγγάρια,  χωράφια γεμάτα μπαμπάκι κι ελάφια που έτρεχαν στο χορτάρι, ιτιές κι ανεμοστρόβιλους,  αυτό πρέπει να κράτησε μερικούς μήνες,  ύστερα ξανά το σώμα άρχισε να επανακτά τις δυνάμεις του και να επανέρχεται  γερό όπως ήτανε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...