Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Τι ειν' η πατρίδα μας όπως έλεγε εκείνο το παλιό  ποιηματάκι, μην είναι οι άνθωποι που τρώνε επιδόρπια τα μεσημέρια στα τραπέζια γύρω από τις ταβέρνες, μην είναι οι μηχανουργοί που χαμογελούν όπως σκίζουν μια φραντζόλα  ψωμί με τα χέρια τους γεμάτα πληγές και κοψίματα  στο εργαστήριο τους το γεμάτο ελάσματα, σκουριές και τόρνους και  μέταλα, μην είναι οι λωτοί από την Έδεσσα και τα πλυμένα ραδίκια από τα Κύμινα και οι πορφυροί σπόροι από ρόδια Χαλκιδικής, τα χειμωνιάτικα σταφύλια από το Μαρκόπουλο και τα δίχτυα από πορτοκάλια στα φωτισμένα μανάβικα πλάι σε φέτες μπακαλιάρου που έχουν ρίξει απάνω τους κρυστάλους αλατιού χοντροκομένου.
Η Σταυρούλα που ψάχνει στον Μπαμπινιώτη λέξεις περίεργες ''Σελήνη΄΄   ''Γυναίκα'' ''Υσηχία'' ''Θάνατος'', ο κυρ Χρήστος που πάει σε μια κηδεία  με γαλάζιο σακάκι και γαλάζιο πουκάμισο, τα κορίτσια με τα βρεγμένα μαλιά που  στηλώνεις το βλέμα να πάρεις τ' απάνω σου σαν εισαι σακατεμένος, αυτά  με τα μαλακά δαχτυλάκια τις πράσινες ζακέτες και τους φιόγκους για δαχτυλίδια που σε κοιτούν και διαβάζεις στο βλέμα τους ΄΄Σε θέλω'' όπως το στήθος τους πάλεται κάτω από το άσπρο φανελάκι .
 Μην έιναι ένα παιδί με φόρμες κι άσπρα παπούτσια Nike που θέλει να  σου πάρει ένα λαπ -τοπ να μην τρέχεις στ ίντερνετ καφέ, εκεί όπου συναντάς άλλα παιδια που θέλουν να φύγουν στη Γερμανία και να ρίξουν μαύρη πέτρα ξοπίσω τους κι άλλα παιδιά που φεύγουν για Αυλώνα, στις διαβιβάσεις και κάνουν το τελευταίο τους μεροκάματο, σ΄ενα μέρος γεμάτο σκουπίδια και βρώμικα πλακάκια, γεμάτα γυαλιά σπασμένα γιατί πάλι έχει απεργία, σ' ένα μέρος με μια Καμάρα κάτω απ' την οποία περνούν κοπάδια πουλιών κι ανθρώπων όπως προτού χιλιάδες χρόνια καθώς κάποιος ακούγεται να φωνάζει ''Στον Καιάδα ρίχτε τους όλους στον Καιάδα σαν τους αρχαίους Σπαρτιάτες''.

Μην είναι τα παιδιά που τα μαζεύουν τα σχολικά απ' τα στενά τα σκοτεινά πρωϊνά κι αυτά που σχολάνε το μεσημέρι κουβαλώντας τσάντες ασήκωτες ροζ και γαλάζιες σα να έχουν μέσα τη συλογή τους από πέτρες κι αυτά που αμολιούντα να περάσουν το δρόμο κι οι μανάδες τους τρέχουν αλαφιασμένες να τα προλάβουν στη διάβαση, εκεί όπου σταματά στριγγλίζοντας ένα φορτηγάκι κι ο οδηγός χαμογελά. Μην είναι τα άλλα παιδιά που περιμένουν έξω απ τα ΙΕΚ με μπουγάτσα κα γάλα σοκολατούχο στα χέρια κι αυτά που πανε να μαζέψουν μανιτάρια στον Ταξιάρχη ΄΄Εγώ όλο κι όλο δυο είδη ξέρω΄΄ λεει ένα, μην είναι κάτι ξανθά κορίτσια που δίνουν ρέστα στα διόδια όπως πηγαίνεις σε μια πόλη γεμάτη ροδιές και στρώσεις απο πευκοβελόνες,  κι ελιές φορτωμένες καρπούς πράσινους και μαύρους, σ' ένα μερος με κορυδαλούς στο χρώμα του χώματος που μετακινούνται και βλέπεις τις περικεφαλαίες τους.
 Μην είναι ο παπά- Θανάσης που κάνει μνυμόσυνο για τα τριαντάχρονα  του πατέρα του κι η παπαδιά που κερνά τυρόπιτες στην έξοδο και την  ακούς να σου λέει'' Μη φύγεις κρυφά κι αυτή τη φορά, περίμενε να κεραστείς'',  σε μια εκκλησιά με ρόδακες και μάρμαρα αρχαία, χτισμένα στους τοίχους, κάτω από αγιογραφίες σβησμένες, θολές που δείχνουν αγίους και θαύματα, μια εκκλησιά με τζαμάκια κόκκινα, κίτρινα γαλάζια και πράσινα, εκεί όπου μια φορά μια γυναίκα έπεσε πάνω στο δισκοπότηρο και χύθηκε η μεταλαβιά στο μάρμαρο  κι ο παππάς σταυροκοπιόταν, εκεί  όπου ένα ψάλτης ψέλνει με τα μάτια κλειστά το νανούρισμα της Παναγίας στο Χριστο ''Τεριρέμ- τενενά -ρουμ τε -ρουμ τε -''πάνω σε δρόμους  Λύδιους και Φρύγιους, αυτούς που τραγουδιόταν κάποτε στα χορικά του Σοφοκλή καθώς   ο ένας βοσκός  θυμόταν τον άλλον από τότε που έβοσκαν τα κοπάδια τους απο Άνοιξη έως Φθινόπωρο '' ''..εξ ήρος εις αρκτούρον..''  κι ο Οιδίποδας κάνει  ερωτήσεις ξανά και ξανά σα καταραμένος, αλλά άμα έχεις τη κατάρα στο αίμα σου σε πάει όπου θέλει, είσαι χαμένος, δυνάμεις πάνω από σένα σε κινούν σα μαριονέτα τραβώντας τη κλωστή πάνω απ το κεφάλι σου προς το  χαμό, τη κόλαση  κι εσύ ρωτάς ξανά και ξανά μανιασμένα ζητώντας την αλήθεια ποιος δαίμονας σε παράτησε   μονάχο τότε στο δάσος με τα πόδια μελανιασμένα , ''...τυφλός τα τ' ώτα, τον τε νουν, τα τα όματα''.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...