Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

JET OIL

 

Στη μεγάλη φωτιά της  Jet Oil  τότε που είχε απειληθεί  όλη η πόλη,  δεν είχε κοιμηθεί  δέκα μέρες,  ήταν καινούριος εκεί πέρα, δούλευε  στην πυρασφάλεια και καθώς είχε σημάνει συναγερμός είχαν πέσει με τα μούτρα να σώσουν ότι μπορούσαν, κάτι βλαμμένοι ηλεκτροσυγκολλητές έφταιγαν που επισκεύαζαν μια βλάβη   και μπουμπούνισαν όλο το μέρος  άντε να το σβήσεις έπειτα,  όλος ο ουρανός είχε γεμίσει μαύρο καπνό, οι φλόγες έφταναν στα ουράνια σα να υπήρχε εκεί ένας γίγαντας που σήκωνε το πελώριο ανάστημα το ,  δέος σ’  έπιανε άμα  έβλεπες από κοντά το θέαμα έλεγες ότι ήταν το τέλος του κόσμου.  Κάποιοι φώναζαν  ότι έπρεπε να εκκενωθεί η πόλη, δίπλα στα πετρέλαια υπήρχε μια αποθήκη με εύφλεκτα υλικά κι άμα ανατινάζονταν θα γινόταν ανάστα ο κύριος , ευτυχώς  δεν είχε απλωθεί η πυρκαγιά  ο κόσμος όμως είχε τρομάξει πολύ,  κοιμόταν στα πάρκα, φοβόταν να μείνει κλεισμένος στα σπίτια του. Είχαν έρθει τότε να τους βοηθήσουν και κάτι  γιουγκοσλαβικά πυροσβεστικά, από τότε τους είχε συμπαθήσει τους γιουγκοσλάβους  καθώς τους είχαν ενισχύσει πολύ, αν δεν ήταν εκείνοι δε θα μπορούσαν να κουμαντάρουν τις πελώριες φλόγες, εκείνοι την είχαν περιορίσει κι ύστερα έπιασε μια βροχή που δεν είχε ξαναδεί κανείς σα να άνοιξε μια στήλη πάνω απ’  τον ουρανό κι άδειασε το καταπέτασμα,  ήταν σαν είχε δώσει εντολή κάποιος από πάνω ψηλά ν’  άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού για να σβήσουν το κακό, ο κόσμος σταυροκοπιούνταν, οι γριές λέγανε ότι ήταν θαύμα.  

Όποτε έβλεπε Σέρβους θυμόταν τη φωτιά στη Jet Oil, τους θυμόταν όπως πήγαιναν  να  ξεκουραστούν  στα αποδυτήρια του διυλιστηρίου μαυρισμένοι από το ντουμάνι, καθόταν εκεί πέρα και κοίταζαν τα ψυγεία  που ήταν γεμάτα σάντουιτς και χυμούς, τους είχε κάνει μεγάλη εντύπωση,  ήταν ένα δείγμα απίστευτης αφθονία για τους φτωχούς κατοίκους της κομουνιστικής χώρας που τα έπαιρναν  όλα με το δελτίο. Τώρα πια είχαν διαλύσει το κράτος τους,  έρχονταν στο μέρος όπου παραθέριζε  μαζί με τις ψηλές γυναίκες τους κι έλιαζαν  τ άσπρα σώματα τους. Καμιά φορά τους έλεγε καμιά κουβέντα δικιά  τους που είχε μάθει από τον καιρό της πυρκαγιάς  κι ύστερα  πήγαινε μαζί με το φίλο του για ψάρι, κι  εκείνον τον είχε γνωρίσει στη Jet Oil,   ήταν καινούριος τότε κι είχε σοκαριστεί με τη φωτιά,  ο φίλος του που ήταν πιο παλιός   τον είχε στηρίξει πολύ.

 Ήταν μια περίοδος  ζόρικη,  με το που έσβησαν τις φλόγες ησύχασαν  μια μέρα όμως που πήγαν να φάνε στα αποδυτήρια βρήκαν  έναν  φάκελο  σφραγισμένο, κανείς δεν ήξερε από που είχε εμφανιστεί  κι όλοι φοβόντουσαν να τον ανοίξουν, τελικά κάποιος τον έσκισε μ έναν σουγιά και μέσα βρήκαν ένα σημείωμα γραμμένο σε γραφομηχανή από κείνες τις παλιές, το σημείωμα ήταν γεμάτο ορθογραφικά λάθη, ο τύπος που  το είχε γράψει πρέπει να ήταν  πολύ στούρνος όμως μόλις το διάβασαν όλους τους έπιασε πανικός,  έλεγε περίπου ότι ήξερε τι είχε συμβεί,  ποιος ήταν υπεύθυνος,  τι ζημιά είχε γίνει κι ότι οι υπεύθυνοι για το κακό  θα πλήρωναν,  αυτό το τόνιζε με κεφαλαία γράμματα.  Φώναξαν το σωματείο,  τη διοίκηση του εργοστασίου, τους διευθυντές,  όλοι απορούσαν ποιος είχε τολμήσει να γράψει κάτι τέτοιο ώσπου  σε μια νυχτερινή βάρδια εμφανίστηκε κάποιος της πυρασφάλειας και είπε ότι ήξερε ποιος το είχε γράψει και θα τον κανόνιζε, η δουλειά έλεγε είχε γίνει από μέσα,  το πρωί μόλις σχόλασαν πήρε το αμάξι του και πήγε να κανονίσει τον άλλον που απειλούσε όμως στο δρόμο είχε χάσει τον έλεγχο του αμαξιού κι είχε καρφωθεί σ’ ένα δέντρο,  είπαν αργότερα ότι ήταν μεθυσμένος αλλά σίγουρα έφταιγε και το κλίμα που επικρατούσε και  τους έκανε όλους νευρικούς, ήταν μια περίοδος πολύ περίεργη,  το χειρότερο ήταν ότι ο άλλος που τράκαρε δεν τους είχε πει ποτέ ποιος ήταν αυτός που υποψιάζονταν έτσι όλοι είχαν μείνει με την απορία …

 ‘’Εγώ ξέρω ποιος είχε γράψει εκείνο το γράμμα !’’ είπε έτσι στο άσχετο μια μέρα ο φίλος του αλλά δεν του είχε δώσει πολύ σημασία,  καθόταν  στο βουνό όπου  φυσούσε κρύος αέρας μες το κατακαλόκαιρο, δίπλα στο μαγαζί είχε μια βρύση με νερό παγωμένο κάτω από ένα πλατάνι τεράστιο, ο τύπος εκεί πέρα έφερνε τα καλύτερα κρέατα, κάτι μπριζόλες φοβερές και κάτι μεζέδες απίθανους, είχε δικό του κοπάδι και τα έφτιαχνε όλα μόνος του, πολύ ωραίο μαγαζί είχε φτιάξει ο τύπος, από ψηλά έβλεπες  όλη εκείνη την  πεδιάδα κάτω  που ήταν μαγική   με τα χωράφι,  τα σπίτια και πέρα  μακριά τη θάλασσα πνιγμένη μες την ομίχλη του καλοκαιριού. Από κει ψηλά έβλεπε καπνούς να βγαίνουν,  κάποιοι ανεγκέφαλοι χωρικοί έκαιγαν τις καλαμιές δηλαδή τα θερισμένα χωράφια τους, μαζί με το φίλο του κοίταζαν το θέαμα .

Περνούσαν καλά  μονάχα  που η ορεινή διαδρομή ήταν ταλαιπωρία ν’  ανέβεις εκεί πάνω,  ο δρόμος ήταν χάλια, μια φορά που είχαν χαθεί πήγαν από έναν χωματόδρομο και παρά λίγο να το διαλύσουν το αμάξι καθώς έβρισκε σε κάτι πέτρες κι έγδαρε την κοιλιά του, κάτι είχε πειραχτεί κι ακούγονταν ήχοι περίεργοι, ψάχνοντας  συνεργείο μέσα στη ζέστη  κατέβηκαν κάτω κατά τη θάλασσα σ’ ένα μέρος έρημο,  μόνο σπίτια κλειστά και πόρτες κλειδωμένες,  σκυλιά γαύγιζαν πίσω από κιγκλιδώματα, τελικά το βρήκαν το γκαράζ,  ήταν σ’  ένα μέρος απομονωμένο κι είχε ένα χώρο όπου ο μηχανικός σήκωνε  τα αμάξια ψηλά  και τα κοιτούσε από κάτω όμως κανείς δεν ήταν εκεί πέρα, μια ταμπέλα έγραφε ότι το συνεργείο άνοιγε στις πέντε έπρεπε λοιπόν να περιμένουν, άρχισαν να κόβουν βόλτες γύρω από το αμάξι, γύρω δε φαινόταν ψυχή μονάχα  ένας  παλαβός  περπατούσε μες την κάψα βαστώντας κάτι σακούλες, σίγουρα δεν πήγαινε καλά.

‘’Εγώ ξέρω ποιος το έγραψε εκείνο το γράμμα τότε μετά τη φωτιά’’  είπε  ξανά ο φίλος του κι αυτή τη φορά γύρισε και τον κοίταξε με απορία,  ‘’Καλά ρε είσαι ηλίθιος,  έχουν περάσει τόσα χρόνια και δε μίλησες, τι ε σ’  έπιασε τώρα!’’ – ‘’Ξέρεις ποιος ήτανε τελικά,  η ξανθιά που είχε το κυλικείο’’  συνέχισε ο άλλος  σα να μιλούσε στον εαυτό του  ‘’Την είχα γκόμενα εκείνον τον καιρό,  εκείνη το είχε γράψει γιατί θέλανε να τη διώξουν και  τους είχε άχτι,  ούτε που είχε σκεφτεί ότι θα γινόταν τόση φασαρία κι ο άλλος ο ανεγκέφαλος θα στούκαρε πάνω στο δέντρο,  δεν το είπα ποτέ  γιατί θα έμπλεκε η γυναίκα,  τόσα χρόνια το βαστώ μέσα μου   θα έσκαγα αν δεν το έλεγα σε κάποιον !’’ Άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε στο κάθισμα του αυτοκινήτου, η πόρτα ήταν ανοιχτή κι από τη θάλασσα πέρα  ερχόταν ένα αεράκι δροσερό, ώστε αυτή ήταν λοιπόν, τη θυμόταν την τύπισσα,  μια ωραία ψηλή αλλά απόμακρη,  κανείς δεν της μιλούσε έμοιαζε λίγο ψυχρή,  και που το είχε σκεφτεί η άτιμη,  καλά άμα  θέλουν να σου κάνουν ζημιά οι γυναίκες θα βρουν τον τρόπο,  κι όσο θυμόταν πόσο είχαν τρομάξει,  τώρα βέβαια του φαίνονταν αστείο αλλά τότε είχαν χάσει τον ύπνο τους,  ήταν σαν τα θρίλερ που βλέπεις στην τηλεόραση.

Ο φίλος του ήρθε κοντά και του έδωσε τσιγάρο,  είχε όρεξη να μιλήσει τώρα που είχε  ανοίξει το καπάκι κι όλα έβγαιναν  στην επιφάνεια,  ‘’Ήμασταν ένα βράδυ  στο σπίτι της, εγώ δεν έχω κοιμηθεί μιλάμε πόσες μέρες και πέφτω ξερός στο κρεβάτι της, ξυπνώ κάποια στιγμή μες τη νύχτα και τη  βλέπω  στο γραφείο της να κοπανά με μανία κάτι σε μια παλιά γραφομηχανή που είχε εκεί πέρα, έβλεπα μόνο την πλάτη της αλλά καταλαβαίνω  ότι είναι ξαναμμένη,  δε μιλώ και περιμένω, μόλις φεύγει  για λίγο σηκώνομαι και βλέπω τι γράφει, αυτά που είχε δακτυλογραφήσει  τότε ήταν πολύ χειρότερα,  ‘’Θα πληρώσετε, δηλητηριάσατε την πόλη,  τα ξέρω όλα,  οι πυροσβεστήρες ήταν χαλασμένοι, θα σας κλείσω  τα σπίτια, θα πεθάνετε !’’ θυμάμαι ότι έγραφε,  απειλούσε θεούς και δαίμονες, είχα ανατριχιάσει,  το άλλο  γράμμα που έστειλε ήταν λιγότερο  τρομαχτικό,  στεκόμουν εκεί στα σκοτεινά και σκεφτόμουν ‘’ Δε πάει καλά η  γυναίκα!’’  και μετά από δυο μέρες βλέπω εκείνο τον φάκελο  στα αποδυτήρια, αμέσως κατάλαβα κι έλεγα μέσα μου  ‘’Καλά η γυναίκα είναι τρελή, θα τη χώσουν μέσα, θα βρει άσχημο μπελά !’’  όμως για κάποιο λόγο εκείνη η υπόθεση έμεινε έτσι, δεν το ψάξανε μες το χαμό  και το άφησαν,   όσο για τον άλλον  που σκοτώθηκε ο τύπος ήταν αλκοολικός οπότε δεν μπορείς να πεις ότι έφταιγε εκατό τοις εκατό το γράμμα κι έπειτα τι ψάχνεις να βρεις, πέρασε τόσος καιρός, το πράγμα ξεχάστηκε μόνο που να,  το κουβαλώ τόσα χρόνια μέσα μου κι ήθελα να το βγάλω, εκείνη είχε δυο παιδιά,  είχε χωρίσει οπότε φοβόταν τι θα έκανε αν την έδιωχναν, έμαθα ότι έφυγε στη Γερμανία, παντρεύτηκε  κάποιον εκεί πέρα,  μια μέρα τώρα τελευταία που περπατούσα στην παραλία τη βλέπω να περνά δίπλα μου, φορούσε μάσκα στο πρόσωπο για τον ιό όμως εγώ τη γνώρισα, ποτέ δεν ξεχνώ πρόσωπα, έκανε ότι δε με είδε  όμως εγώ το είδα στα μάτια της ότι  φοβόταν,  ήξερε ότι  την είχα δει εκείνο το βράδυ.’’

Για λίγο δε μίλησε κανένας, μονάχα το αεράκι που περνούσε ανάμεσα από τις  φυλλωσιές έσπαζε τη σιωπή,  ‘’Να λοιπόν που όλα τα μυστήρια έχουν κάποια απάντηση!’’ είπε αυτός σα να μονολογούσε κι  ο φίλος του συμφώνησε μ’ ένα νεύμα,  από μακριά έβλεπαν ένα σύννεφο μαύρο να απλώνεται και μια στήλη νερού να πέφτει κάθετα σε κάποιο σημείο της θάλασσας,  ‘’Θυμάσαι ρε!’’ είπε στο φίλο του «Έτσι δεν έπεφτε και στην πυρκαγιά ;» ο άλλος χαμογέλασε’’ ‘’Ξέρεις τι σκεφτόμουν τότε;’’ είπε χαμηλόφωνα, ‘’Αυτός που κατεβαίνει απ’  αυτή τη στήλη του μαύρου σύννεφου είναι ο θεός,  έρχεται να πλύνει τις αμαρτίες μας’’.     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...