Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

BMW E32

 

 Τα καλοκαίρια που είχε άδεια δεν πήγαινε πουθενά, καθόταν ώρες πολλές μέσα στο διαμέρισμα, δεν του άρεσε η θάλασσα ούτε η ηλιοθεραπεία μέσα στη ζέστη, η γυναίκα του πήγαινε για μπάνιο με μια φίλη της αλλά αυτός βαριόταν, μερικές φορές που είχε πάει  του έχε φανεί απίστευτα πληκτικό,  βαρέθηκε τη ζωή του ! Αυτός καθόταν όλη μέρα μέσα στο σπίτι κι ούτε που τον ένοιαζε,  έβλεπε κάτι ταινίες,  άκουγε ειδήσεις, έκανε καμιά δουλειά,  κανένα μερεμέτι,  έβαζε και τον  κλιματισμό και δεν ήθελε να τον ζαλίζει κανένας,  ήταν λίγο μονόχνοτος, λίγο κλειστός,  η μοναξιά ήταν το μόνο που δεν τον πείραζε,  μπορούσε να περάσει μέρες πολλές έτσι κλεισμένος χωρίς να βαρεθεί. Έκλεινε τα παντζούρια  κι από τις γρίλιες παρακολουθούσε τους γείτονες, πολλοί καθόταν στο μπαλκόνι  κι έψαχναν στα κινητά τους, οι γυναίκες άπλωναν ρούχα,  δεν έκανε φασαρία και νόμιζες ότι  δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι του. Ξυπνούσε πολύ νωρίς, κατά τις πέντε μισή κι έβγαινε μια βόλτα, εκείνη ήταν η καλύτερη ώρα για να περπατήσεις, το  φεγγάρι κατέβαινε κατά τη δύση και φώτιζε τη θάλασσα, στο δρόμο έβλεπες κάτι εργάτες που ξεκινούσαν  βαριεστημένα  για τη δουλειά,  αυτή ήταν   η καλύτερη ώρα,  μερικές φόρες έτρεχε ελαφρά,  καθώς δεν έκανε εκείνη την καταραμένη ζέστη του μεσημεριού δεν φοβόσουν μη μουσκευτείς στον ιδρώτα,  περνούσε από ένα μέρος όπου υπήρχαν νυχτερινά μαγαζιά κι έβλεπε του ξενυχτισμένους πιτσιρικάδες  να τρώνε σε κάτι φαγάδικα, μια φορά είχε βρει και κάτι λεφτά πεσμένα ‘’Τι να σας κάνω παιδιά’’ σκέφτηκε ‘’Ας προσέχατε !’’

Πάντα έτσι γίνονταν, το καλοκαίρι ο κόσμος τρελαίνονταν κι ήθελε να φύγει όπου νάναι, λένε ότι με τη ζέστη συμβαίνουν  τα περισσότερα εγκλήματα, χάνεις τη ψυχραιμία σου, τον έλεγχο, θέλεις να ξεσπάσεις, το χειμώνα που οι θερμοκρασίες είναι πιο χαμηλές το σώμα είναι πιο ήρεμο, δεν τρελαίνεσαι έτσι εύκολα. Έπειτα ήταν και ο ιός που εμπόδιζε τον κόσμο να μετακινείται, να φεύγει, όταν μπορείς να φεύγεις ξέρεις ότι έχεις μια διέξοδο,  μπορείς να δραπετεύσεις, να δεις ένα άλλο μέρος, να κάνεις κάτι διαφορετικό, να χαλαρώσεις, ν’ αλλάξεις ατμόσφαιρα,  όταν σου λένε καλύτερα να μη πας πουθενά είναι πιο δύσκολα. Ο κόσμος δεν έφευγε όμως  οι δρόμοι  ήταν άδειοι, ελάχιστοι κυκλοφορούσαν  όπως κάθε καλοκαίρι, μονάχα κάτι κορίτσια από εταιρείες τηλεφωνικές χτυπούσαν τα κουδούνια προσπαθώντας να κλείσουν κανένα συμβόλαιο,  αυτός πάντα τους άνοιγε,  τα λυπόταν,  το είχε κάνει κι αυτός ένα φεγγάρι, τα νέα παιδιά ήταν πάντα αποφασισμένα καθώς  ξεκινούσαν τη ζωή και δεν πτοούνταν εύκολα. 

Μια μέρα ένα κορίτσι που του χτύπησε  του ζήτησε ένα ποτήρι νερό,  ‘’Βεβαίως’’  είπε κι έβγαλε ένα  μπουκάλι παγωμένο,  το κορίτσι ήπιε,’’ Μήπως θέλεις  ακόμα ένα;’’ του έδωσε δεύτερο   και είδε τα  μάτια του να φωτίζονται σα να πήρε την ενέργεια που χρειαζόταν, καλά άμα ήταν εκεί η  γυναίκα του θα του φώναζε ‘’Γιατί  του άνοιξες;  Από ποιο ποτήρι ήπιε; Το έπλυνες καλά; Μήπως μπήκε μέσα όσο ήσουν στο ψυγείο; Αυτά δεν   θέλουν πολύ’’. Αυτό δεν το καταλάβαινε, ο κόσμος είχε γίνει τόσο καχύποπτος, παλιά δεν ήταν έτσι, θυμόταν τον εαυτό του  όταν μοίραζαν  διαφημιστικά πριν τριάντα τόσα χρόνια ο κόσμος άνοιγε τις πόρτες, δεν έκανε έτσι σαν παλαβός, τώρα όλοι είχαν κλειστεί στο καβούκι τους,  λέγανε βέβαια  ότι παλιά γινόταν και πιο πολλές κλοπές κι άλλα εγκλήματα, φόνοι, βιασμοί, επειδή οι άνθρωποι δεν  φυλάγονταν τόσο πολύ, κάπου θα υπήρχαν στατιστικά, ποιος ξέρει όμως κι αυτό ήταν παλαβό,  όταν ζούσε μόνος του άνοιγε πάντα την εξώπορτα κι όλοι τον κράζανε ότι δεν πάει καλά, δεν μπορούσε να πει όχι  σε κάποιον που ζητούσε βοήθεια, από τότε που ζούσε με τη γυναίκα άλλαξε, εκείνη φοβόταν, ήταν πολύ καχύποπτη όπως κι όλος ο  κόσμος βέβαια…

‘’Αχ κύριε μπορώ δυο λεπτά  να καθίσω;’’  είπε το κορίτσι αφού ήπιε το νερό ‘’ Δεν θα σας ενοχλήσω, μια ανάσα να πάρω’’ –‘’Εντάξει’’ της είπε κοιτάζοντας την παρατηρητικά,  τι θα μπορούσε να του κάνει ένα κοριτσάκι,  του έφερε ένα  σκαμπό και το κορίτσι κάθισε,  ‘’Αν σας πως τι μου έτυχε..’’ άρχισε να λέει το κορίτσι που είχε όρεξη,  ‘’Θέλω να το πω σε κάποιον,  ήμουνα εδώ λίγο πιο πάνω ξέρετε που δεν έχει πολλά σπίτια,  εκεί κοντά είναι ένα βενζινάδικο και πήγα να μιλήσω σε κάποιον μήπως ενδιαφέρονταν για το τηλέφωνο κι εκεί ξέρετε τι έγινε,  ένα αμάξι σαραβαλιασμένο  ήρθε με φορά κατά πάνω μου έτσι χωρίς  λόγο,  δεν υπήρχε κανείς  εκεί πέρα και φοβήθηκα,  έτρεξα πίσω από ένα εκκλησάκι κι εκείνο πέρασε με φόρα από δίπλα μου,  ήταν  πολύ τρομαχτικό και το πιο περίεργο ήταν ότι δεν μπορούσα να δω ποιος οδηγούσε σα να πήγαινε το αμάξι μόνο του,  καλά πήρα μια τρομάρα!’’ συνέχισε το κορίτσι κα μετά σηκώθηκε ‘’Σας ευχαριστώ!’’ είπε κοιτάζοντας τον στα μάτια και βιάστηκε να φύγει σα να φοβόταν μη του γίνει βάρος. 

 Έμεινε μόνος  και σκεφτόταν, τι ήταν πάλι αυτή η ιστορία με το αμάξι, το ήξερε το μέρος,  ήξερε και το βενζινάδικο, κάποτε σκοτώνονταν στη δουλειά επειδή από κει περνούσε ένας δρόμος που πήγανε κατά τη θάλασσα από τότε όμως που είχαν φτιάξει μια παράκαμψη ο δρόμος είχε νεκρώσει και κανείς σχεδόν δεν τον χρησιμοποιούσε γι αυτό και είχαν κλείσει και το βενζινάδικο. Αναρωτιόταν αν  έλεγε αλήθεια το κορίτσι κι αν ήταν έτσι  ποιος παλαβιάρης το είχε τρομάξει, κι έπειτα  τι αμάξι ήταν εκείνο που δε φαινόταν ο οδηγός του, αν ήταν έτσι σαραβαλιασμένο όπως είχε πει η κοπέλα τότε θα βρισκόταν κάπου εκεί κοντά σε κάτι σπίτια όπου έμεναν  δυο πρεζόνια ,  η περιέργεια του γινόταν όλο και μεγαλύτερη, καθώς  δεν είχε δουλειά αποφάσισε να πάει να ρίξει μια ματιά .  

 Ήταν μεσημέρι προς απόγευμα, η χειρότερη ώρα για να βγεις έξω, πήρε το μηχανάκι του και ξεκίνησε για  το βενζινάδικο που απείχε δέκα λεπτά με το μηχανάκι, οι αντλίες ήταν εκεί σκουριασμένες  στη μέση του πουθενά, μέσα στη ζέστη και στη θολούρα το μέρος  θύμιζε κάτι εγκαταλειμμένες  πόλεις στην Αμερική όπου μοναχά ο αέρας ακούγεται. Πήγε κι έψαξε το σημείο κοντά στο εκκλησάκι εκεί  που του είπε η κοπέλα,  βρήκε τις ροδιές του  αμαξιού που είχαν σκάψει το χώμα μετά από κάποιο φρενάρισμα,  αυτό πρέπει να ήταν, είχε περάσει ξυστά  από το κουβούκλιο,  από κάτω  υπήρχε ένας γκρεμός όχι  απότομος αλλά   ήταν επικίνδυνα, άμα έπεφτες από κει κάτω στο ρέμα άντε γεια.

Εκείνη  τη στιγμή δεν φυσούσε καθόλου σαν να είχε στερέψει κάθε ανάσα της φύσης, ξαφνικά τον έπιασε μια δίψα, ήξερε ότι πίσω από το βενζινάδικο είχε μια βρύση και σκέφτηκε να πάει κατά κει μήπως υπήρχε καθόλου νερό,  καθώς κοιτούσε κατά τη ρεματιά άκουσε έναν θόρυβο και γυρίζοντας είδε το αμάξι, ήταν ένα από κείνα τα παλιά μοντέλα της BMW με την μούρη που θύμιζε  ρύγχος καρχαρία,  κάποτε χαλούσαν κόσμο, κι ο πατέρας του είχε ένα τέτοιο αλλά το είχε πουλήσει σε κάποιον συλλέκτη, ερχόταν  σιγά- σιγά προς το μέρος του και την τελευταία στιγμή έστριψε και ήρθε  φουλαριστό κατά πάνω του,  πέρασε δίπλα του και καρφώθηκε σε ένα κούτσουρο κάποιου κομμένου δέντρου.  Καλά ο τύπος ήταν ψυχάκιας, τώρα είχε  θυμώσει πολύ,  έτρεξε κατά το χτυπημένο σαράβαλο που είχε ακινητοποιηθεί  όμως δε μπορούσε να δει τίποτα στο εσωτερικό του,  τα τζάμια  ήταν ανεβασμένα και μια σκοτεινή φιγούρα φαινόταν μόνο να κινείται,  ο άλλος πρέπει να είχε χτυπήσει,  άνοιξε  την πόρτα  και τον  είδε επιτέλους καθαρά,  ήταν ένας γκριζομάλλης κάπου πενήντα- εξήντα χρονών μ’  ένα  άσπρο φανελάκι, πρώτη φορά τον έβλεπε και πρόσεξε ότι  το ένα μάτι του ήταν σα χαλασμένο,  τον άρπαξε από τους ώμους  και τον έριξε κάτω, είχε μια μανία με τον τύπο  που παραλίγο να τον σκοτώσει ο άλλος όμως ήταν δυνατός σα διάβολος,  σηκώθηκε και στάθηκε απέναντι του,  νόμιζε ότι τον είχε κανονίσει όμως ο άγνωστος  ήταν ταύρος, γύρω δε φαινόταν ψυχή,  την είχε βαμμένη, πως είχε μπλέξει έτσι στα καλά καθούμενα;

Το μυαλό του δούλευε πολύ γρήγορα αντιμετωπίζοντας αυτόν τον τύπο που του φαίνονταν ότι  ενσάρκωνε το απόλυτο κακό, πως γίνεται να υπάρχει στον άνθρωπο αυτό το αίσθημα να θέλεις να προκαλέσεις πόνο στον άλλον κι αυτό να σου προκαλεί ικανοποίηση, πως είχε φτιάξει  η φύση τούτα  τα πλάσματα τόσο άσχημα και πως μπορούσες να προστατευτείς απ’ αυτά, αν είχε χρόνο θα  ανέλυε  περισσότερο  αυτό που συνέβαινε όμως εδώ δεν είχε τέτοια πολυτέλεια, καθώς ο άλλος ετοιμάζονταν να του ριχτεί ξανά δυο ορτύκια πετάχτηκαν μέσα απ’  τα χόρτα κι άρχισαν να περπατούν πανικόβλητα στην αντίθετη κατεύθυνση, για έναν παράξενο λόγο ο τύπος με το φανελάκι σάστισε για μια στιγμή κι αυτό του έδωσε χρόνο να τρέξει κατά το μηχανάκι, έβαλε μπρος κι αναπτύσσοντας ταχύτητα όρμησε  κατά πάνω του, τον χτύπησε με όλη τη  φόρα που είχε, ο άλλος πετάχτηκε στην άκρη του δρόμου κι ούτε γύρισε να κοιτάξει τι απέγινε, απλά γκάζωσε κι εξαφανίστηκε από κείνο το καταραμένο μέρος.  Ο  αέρας που φυσούσε στο πρόσωπο του σα να δρόσισε το μυαλό του, γύρισε μια τελευταία φορά να δει τι γινόταν και είδε εκείνο τον τύπο με το φανελάκι να σηκώνεται παραπατώντας ενώ το  σαραβαλιασμένο του αμάξι  στέκονταν απειλητικά  ακίνητο,  θα το σκεφτόταν πολύ να ξαναπεράσει από κει πέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...