Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

Στον Φώτη Β.

‘’Έλα μαζί μου, θα πάμε κάπου!’’ μου είπε ο Φώτης, μεσάνυχτα περασμένα ήτανε, τον είχαν ειδοποιήσει απ’ την Αθήνα, απ’ τα κεντρικά του συστήματος ασφάλειας, υπήρχε σήμα για εισβολή στο κατάστημα του συνεταιρισμού.

Ο Φώτης φοβόταν μήπως ήταν πάλι η συμμορία που είχε ρημάξει την επαρχία ολόκληρη, πριν από κάτι μήνες είχε εισβάλει στον συνεταιρισμό μ’ ένα φορτηγάκι γκρεμίζοντας και διαλύοντας την πύλη του αυλόγυρου, είχαν κλέψει τότε κάτι καραμπίνες κυνηγετικές κι ένα κάρο φυσίγγια σα να ετοίμαζαν πόλεμο, όταν πήγε η αστυνομία τα σημάδια τους υπήρχαν πάνω στην εσωτερική πόρτα που την είχαν γκρεμίσει κλοτσώντας και χτυπώντας την, θα πρέπει να ήταν γομάρια, θηρία αν έκρινες από τα αποτυπώματα που είχαν αφήσει.

Δεν ήθελε να είναι μόνος του, εκείνη τη βραδιά που τον είχαν ειδοποιήσει κατά τις τρεις τα ξημερώματα η συμμορία είχε μπουκάρει στο κτήριο του συνεταιρισμού, δεν είχε κανέναν μαζί του τότε , απ’ τα κεντρικά τον ειδοποιούσαν συνέχεια καθώς παρακολουθούσαν τις κινήσεις μέσα απ’ το κύκλωμα ασφαλείας ‘’ Κινούνται, τους βλέπουμε, έχουν μπει μέσα, κάντε γρήγορα !’’, ευτυχώς δεν είχαν βρει τα χρήματα και να σκεφτείς ότι τα είχε σ’ ένα απλό συρτάρι, ήταν τυχερός ! Τη νύχτα εκείνη η αστυνομικοί της περιοχής βρίσκονταν σ ένα πανηγύρι κάποιου χωριού εκεί κοντά και τρωγόπιναν, μέχρι να έρθουν είχε τελειώσει η υπόθεση, οι ληστές είχαν κάνει τη δουλειά του, ο Φώτης εκείνη τη νύχτα καθόταν σ ένα κλειστό βενζινάδικο που υπήρχε εκεί κοντά και περίμενε τους αστυνομικούς μυρίζοντας τις φλαμουριές που σκορπούσαν το άρωμα των ανθών τους στην ατμόσφαιρα, κοίταζε όλη την ώρα προς τις σκιές του αρχαίου κάστρου που δέσποζε στην περιοχή ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα αρχαία …

Το χωριό του ήταν κάποτε χτισμένο γύρω απ το κάστρο, κοντά σε μια λίμνη που αργότερα αποξηράνθηκε, ο τόπος γεμάτος καραβίδες ήταν τότε, τις έβλεπες να περπατούν τεράστιες κάτω απ’ τα καθαρά νερά στο βυθό κουνώντας τις κεραίες στο κεφάλι τους, τις βράζανε μέσα σε κατσαρόλες και σε καζάνια και τρώγανε το ψαχνό από μέσα τους, τα χέλια πάλι που υπήρχαν τα έψηναν στο φούρνο, πιτσιρικάς τότε ο Φώτης και πάντα λήξουρος, περίμενε τη γιαγιά του να τα βγάλει για να τα χλαπακιάσει, υπήρχε και δάσος παραδίπλα γεμάτο κυνήγι, ο πατέρας του κυνηγούσε τότε, ζαρκάδια, ελάφια, ενυδρίδες, αγριογούρουνα, απ’ όλα μπορούσες να χτυπήσεις, δεν είχαν πεινάσει ποτέ σ εκείνο το χωριό.

Όσο ζούσε η μάνα του ο Φώτης πήγαινε να την δει στο παλιό ετοιμόρροπο πατρικό του, περνούσε με το αμάξι μέσα από χωριά χτισμένα δίπλα σ΄ ένα ποτάμι με νερό που άφριζε, γραμμές σιδηροδρομικές διέσχιζαν την πεδιάδα, σταθμοί τρένων εγκαταλειμμένοι. Σαν ήταν παιδί έκανε αυτήν τη διαδρομή με τα πόδια, του άρεσε, είχε βάλει για ορόσημα μια πέτρα, ένα δέντρο ξεραμένο, ένα αυλάκι, δε φοβόταν καθόλου, μόνο σ ένα σημείο γεμάτο βάτα πυκνά και λεύκες θεόρατες τυλιγμένες από κισσό βαθυπράσινο, εκεί σφίγγονταν λιγάκι και βιάζονταν να προσπεράσει. Τον παλιό οικισμό όπου έμενε η μάνα του τον είχαν εγκαταλείψει για κάποιον λόγο όλοι οι κάτοικοι, στην είσοδο του χωριού δέσποζε το παλιό γκρεμισμένο κάστρο και κάτι χαλάσματα, μια φορά με είχε πάρει και μένα μαζί να το δούμε. Φαίνονταν εντυπωσιακό, ήθελα αμέσως να μάθω την ιστορία του, ποιος ξέρει πότε χτίστηκε, τι να γίνονταν τότε κατά κει, τι καβαλάρηδες είχαν περάσει από κει πέρα, ποιοι το είχαν πολιορκήσει, ποιοι το φρουρούσαν, πως ένοιωθαν κλεισμένοι εκεί μέσα με τους άλλους τους παλαβούς να αλαλάζουν όπως έκαναν επίθεση ! Στα χαλάσματα του κάστρου είχαμε πετύχει με το Φώτη κάποτε κι έναν λαγό μεγάλο σαν αρνί, πετάχτηκε απότομα μπροστά μας σα δαίμονας και μας κατατρόμαξε, ωραίο ήταν το μέρος εκείνο, δε μπορούσα να καταλάβω γιατί το είχαν αφήσει οι παλιοί και μετακινήθηκαν, ίσως γιατί έκανε πολλή ζέστη καθώς το χωριό ήταν χτισμένο σε μια κοιλάδα που έμοιαζε με χοάνη όπου εγκλωβίζονταν η θερμότητα απ’ τους καύσωνες του καλοκαιριού .


Το αμάξι μας γλιστρούσε στην σκοτεινή άσφαλτο, ο αέρας γύρω φυσούσε ευχάριστα, μου άρεσε όλη η φάση, πρόσεχα το Φώτη δίπλα μου το νευρικό του σώμα τραντάζονταν στις λακκούβες του επαρχιακοί δρόμου, κροτάλιζε συνέχεια τα δάχτυλα του ανήσυχος ενώ ατένιζε πέρα μακριά κατά το βουνό που υψώνονταν κατά κει, στο μυαλό του γυρνούσε όλη την ώρα εκείνη τη συμμορία που καταζητούνταν εδώ και καιρό, λέγανε ότι αποτελούνταν από περίπου δέκα άτομα, όλοι τους Έλληνες, είχαν το ορμητήριο τους κάπου στα ανατολικά της του νομού, στα χωριά κατά κει. Είχαν ανοίξει μπαρ, μαγαζιά, χρυσοχοεία, είχαν χτυπήσει χρηματαποστολές, αστυνομικά οχήματα, ότι μπορείς να φανταστείς, σε μια απόπειρα να ληστέψουν την τράπεζα μιας κωμόπολης είχαν πέσει και πυροβολισμοί, παραλίγο να τους τσακώσουν αλλά οι τύποι την είχαν κοπανήσει τη τελευταία στιγμή μ ένα αγροτικό, κάποιοι λέγανε ότι μπορεί να είχαν αλλάξει την έδρα τους κι εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα της περιοχής όπου είχε μαζευτεί όλη η αφρόκρεμα κι όλα τα μούτρα του υποκόσμου εξαιτίας των νυχτερινών μαγαζιών που ανθούσαν εκεί τη δεκαετία του ογδόντα …
Είχα αρχίσει ν’ ανατριχιάζω μ αυτά που άκουγα, έκανε και κρύο, δε μου είχε ξανατύχει κάτι τέτοιο, ο Φώτης με καθησύχασε λέγοντας ότι αυτό ήταν συνηθισμένο, πολλές φορές ο συναγερμός ενεργοποιούνταν από κάτι παραμικρό, έναν σκύλο, κάποιο ζώο, έναν αέρα δυνατό, στην Αθήνα όπου υπήρχαν τα κεντρικά της παρακολούθησης δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι, απλά ενημέρωναν.

Πλησιάζαμε στο κτίριο της ένωσης,ένα κτίριο τσιμεντένιο ήταν με μεγάλη αυλή, έβρισκες εκεί πέρα εφόδια αγροτικά , λιπάσματα ζωοτροφές, λάδια, τέτοια πράγματα, ο Φώτης σήκωσε το δάχτυλο και μου έδειξε ένα αρχαίο μοναστήρι που ήταν χτισμένο ψηλά στο βουνό, όταν ήταν μικρός πήγαιναν στο μοναστήρι με το κάρο όταν είχε το πανηγύρι στην καρδιά του θέρους, άφηναν τα ζώα και τα κάρα στους πρόποδες του βουνού, κι από κει συνέχιζαν με τα πόδια, αργότερα η ΜΟΜΑ είχε φτιάξει δρόμο με άσφαλτο. Μια φορά, όταν ο αδερφός του ήταν μωρό, είχαν πάει στο μοναστήρι αργά το απόγευμα με τη μάνα του περπατώντας μέσα από μια χαράδρα όπου υπήρχε ένας κατσικόδρομος λιθόστρωτος στρωμένος με πέτρες που είχαν γίνει γυαλιστερές ύστερα από τόσες χιλιάδες πέλματα που πέρασαν από πάνω τους, καστανιές φορτωμένες αχινούς πράσινους φύτρωναν στα πλαϊνά του μονοπατιού, έφτασαν αργά στο μοναστήρι, ο καλόγερος που φύλαγε την είσοδο είχε κλείσει τις πύλες, τον παρακάλεσαν ν’ ανοίξει είχαν και μικρό παιδί μαζί τους, η μάνα του έβαλε τις φωνές που αντήχησαν μέσα στα λαγκάδια, ο καλόγερος είδε κι απόειδε, τελικά τους δέχτηκε, κοιμήθηκαν εκεί για το βράδυ ...

Η μάνα του δε καταλάβαινε τίποτα, πάντα έτσι ήτανε εκείνη, μπορούσε να τσαπίζει στα χωράφια ώρες ατελείωτες μοναχή της, ο άντρας της δούλευε σ άλλα χωράφια κι εκείνος μοναχός του, πολλές φορές κοιμόταν στο χώμα η μάνα του και το πρωί συνέχιζε, όταν ξεκινούσε μια δουλειά έπρεπε να την τελειώσει, δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει στη μέση! Της άρεσε η ερημιά, μπορούσε να δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ στην ερημιά, στη μέση του πουθενά, δε την πείραζε, καμιά φορά έπαιρνε και τη μικρή της παιδιά έτσι για παρέα, το μόνο που φοβόταν ήταν τα φίδια που εμφανίζονταν σερνάμενα κατά καιρούς μέσα απ’ τους θάμνους και την έκαναν ν’ ανατριχιάζει. Είχε πεθάνει πια η μάνα του και το πατρικό του Φώτη ρήμαζε καθώς δεν τα είχαν βρει στη μοιρασιά τ αδέρφια, συχνά πήγαινε να δει την ξαδέλφη του τη Σ περνώντας από ένα γεφυράκι απ’ όπου είχε σαβουρντηχτεί όταν ήταν μικρός και μάθαινε ποδήλατο. Σ’ ένα σπίτι μονώροφο έμενε η Σ με τον συνταξιούχο άντρα της, το είχαν επισκευάσει, το είχαν καημό εκείνο το σπιτάκι, όταν έφτιαχναν τη στέγη είχε πιάσει ένα χαλάζι που ρήμαξε τα σπαρτά σε μια ζώνη μερικών χιλιομέτρων, ξαφνικά είχε γκρεμιστεί όλη η οροφή της κουζίνας σκάζοντας με πάταγο στο πάτωμα, μόλις την τελευταία στιγμή είχε προλάβει να βγει η ξαδέρφη του από το δωμάτιο. Κάτι έπιπλα παλιά είχαν σκαλίσει, πολύ όμορφο το είχαν φτιάξει διορθώνοντας την καλαμοσκεπή που την έφτιαχναν κάποτε με λάσπη και καλάμια κι ήταν λέει πολύ γερή. Στο προαύλιο είχαν φυτέψει γκαζόν κι έναν φράχτη από δεντρολίβανα, ήταν μερακλής πολύ ο άντρας της ξαδέρφης του, κάτι κεντήματα παλιά με κλωστή χοντρή στους τοίχους κορνιζαρισμένα είχανε βάλει, όποτε πήγαινε τον κερνούσαν γλυκό του κουταλιού, λικέρ από κράνα κι ένα άλλο γλυκό που δεν θυμόταν τ όνομα του, καθόταν στην αυλή χαζεύοντας τις γριές που είχαν απομείνει απ το χωριό, η ξαδέρφη τους έκανε τις ενέσεις, έδινε τα φάρμακα, τις φρόντιζε, έτσι περνούσε την ώρα της...

Όταν φτάσαμε στον συνεταιρισμό η πύλη της εισόδου φαίνονταν παραβιασμένη, ο Φώτης μου έκανε νόημα να μη μιλώ, γενικά φαίνονταν τύπος χαλαρός κι άνετος όμως εκείνη τη στιγμή έβγαζε ένα άλλον εαυτό, απόλυτα συγκεντρωμένος σ’ αυτό που έκανε σαν αρπακτικό που εντοπίζει τη λεία του, δεν έμοιαζε να φοβάται, τον εξίταρε όλο και περισσότερο αυτό το παιχνίδι. Περπατήσαμε λίγο, μου έκανε νόημα να περιμένω, άνοιξε μαλακά την εξώπορτα και μπήκε μέσα στην αποθήκη, δε μου είπε τι να κάνω κι εγώ θα έσκαγα αν δεν έμπαινα μέσα να δω τι γίνεται, παρακολουθούσα τη σκιά του να προχωρά σιγά σίγα και να πλησιάζει έναν άλλον ίσκιο, ξαφνικά τον άρπαξε απ’ το λαιμό, τον έσυρε και και τον χτύπησε στον τοίχο κρατώντας σφιχτά το κεφάλι του, ο άλλος τά ‘ χασε, άρχισε να φωνάζει σε μια γλώσσα άγνωστη, ο Φώτης τον κρατούσε σαν αγρίμι, σκεφτόμουν ότι έκανε βλακεία που δεν περίμενε την αστυνομία, τον άκουγα που βαριανάσαινε αλλά έμοιαζε ότι δεν θα άφηνε με τίποτα να του ξεφύγει ο άλλος ‘’Πάρε την αστυνομία!’’ γρύλισε.

Τηλεφώνησα, περιμέναμε, ο άλλος τα είχε παίξει, είχε παραδοθεί, δε φαίνονταν και πολύ γενναίος, ήρθαν οι αστυνόμοι, ‘’Τι έγινε ρε Φώτη, πάλι κάποιον έπιασες!’’ χαχάνισαν και πέρασαν χειροπέδες στον ξένο, βγήκαμε έξω, τον έσυραν στο περιπολικό σπρώχνοντας το κεφάλι του καθώς τον έχωναν στο όχημα, ο Φώτης έμοιαζε ικανοποιημένος, ένα αεράκι δροσερό φυσούσε κάνοντας τις φλαμουριές να σείονται, ψηλά στον παλιό οικισμό το κάστρο δέσποζε περήφανα σ όλο το χώρο προτείνοντας τις χαλασμένες πολεμίστρες του σα να διαλαλούσε ότι θα συνέχιζε να υπάρχει για άλλα χίλια τόσα χρόνια, αστραπές ξεθυμασμένες αυλάκωναν τον ουρανό κατά το μοναστήρι, προς την ανατολή έμοιαζε να χαράζει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...