Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

ΥΠΕΡΣΙΒΗΡΙΚΟΣ

Με το που μπήκε στο τρένο είδε δυο ντόπερμαν ξαπλωμένα στο πάτωμα να βγάζουν τη γλώσσα λαχανιάζοντας, όπως έρχονταν με φόρα παραλίγο να πατήσει πάνω τους, την τελευταία στιγμή κρατήθηκε, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι κρατούσαν τα σκυλιά χαμηλά στο πάτωμα καθησυχάζοντας τα.

Πρώτη φορά ταξίδευε στην Πολωνία και δε τη χόρταινε, τυχαία την είχε βρει σ ένα γραφείο ταξιδιών από κάποιο φίλο, έκλεισε ένα εισιτήριο κι όταν πήγε εκεί έπαθε πλάκα, όλα του άρεσαν, ακόμα κι αυτό το θέαμα με τα ντόπερμαν ήταν τρελό αλλά έμοιαζε εξωτικό στα μάτια του. Όλα ήταν φοβερά, οι πόλεις, η ύπαιθρος, οι άνθρωποι, η ζωή, το φαγητό, τρελαίνονταν για την ανατολική Ευρώπη, παλιότερα είχε ταξιδέψει στη Ρουμανία και στην Τσεχία, το όνειρο του ήταν να πάει Ρωσία, Μόσχα, Πετρούπολη, Ροστόβ ! Όλα του φαίνονταν τέλεια, όταν είχε κλείσει το εισιτήριο ήταν ενθουσιασμένος, τα είχε διαβάσει τόσες φορές στα βιβλία και τώρα τα έβλεπε μπροστά του, όλα σ’ εκείνες τις χώρες ήταν τόσο πράσινα, τόσο αγνά, τόσο φτηνά, όλοι τσακίζονταν να σ’ εξυπηρετήσουν, ένιωθες σα βασιλιάς για να μη μιλήσουμε για τις γυναίκες, καλά φίλε είχε τρελαθεί, δεν υπήρχε περίπτωση να μην ξαναέρθει εκεί πέρα, ήταν σα να βρίσκονταν στον παράδεισο επί της γης !

Στο αεροπλάνο το μυαλό του ήταν ακόμα πίσω στο γέρο πατέρα του, τον είχε αφήσει μοναχό για λίγες μέρες, θα άντεχε ρε φίλε ο γέρος, ας έκανε λίγο υπομονή, του είχε εξηγήσει κι εκείνος έδειξε κατανόηση. Πρόσφατα είχε μετακομίσει στο πατρικό του γιατί δεν τά βγαζε πέρα μόνος του, δε μπορούσε να βρει δουλειά ούτε με σφαίρες , το μόνο καλό ήταν η θέα από το πατρικό του, έβλεπες κάτω ολόκληρη τη πόλη και το λιμάνι και τα καράβια και τα βουνά μέχρι μακριά πολύ, και τη θάλασσα που στραφτάλιζε σκορπώντας χιλιάδες λάμψεις χρυσές στο τέλος της άνοιξης...

Είχε κουραστεί να τρέχει για τον πατέρα του, ο γέρος ήταν πάντοτε δύσκολος, ιδιότροπος, όμως τώρα στα γεράματα είχε γίνει ακόμα πιο παράξενος, όλη την ώρα έτρεχε να του βρει τα πιο περίεργα πράγματα, μια παντόφλα που να ταιριάζει ακριβώς στο πόδι, ένα φρούτο που το είχε λαχταρήσει ο παππούς, έναν μάστορα να διορθώσουν καμιά ζημιά, συνέχεια του έκανε παρατηρήσεις, έπρεπε να πλύνει δεκαοχτώ φορές τα χέρια ότι και να έπιανε, καλά ο γέρος ήταν πολύ σπαστικός ! Όλη την ώρα έτρεχε για δουλειές και θελήματα, τα μεσημέρια περνούσε απ’ την βουβή αγορά όπου δεν κινούνταν τίποτα μοναχά οι ζητιάνοι άραζαν στη σκιά των στοών να κάνουν τσιγάρο παίρνοντας μια ανάσα, άλλες φορές έπρεπε να πάει στα νοσοκομεία για συνταγές και φάρμακα, στους διαδρόμους μηχανήματα αυτόματα που πουλούσαν χυμούς και σοκολάτες βούιζαν αδιάκοπα, άστεγοι κουρελήδες κοιμόταν στο πάτωμα. Όλη την ώρα ήταν στη γύρα για δουλειές, έτρεχε σε τράπεζες και γραφεία λογιστικά, τα βράδια του Σαββάτου πήγαινε ν’ αγοράσει πίτσες και μακαρονάδες να φάνε, μπόρες ξαφνικές έπιαναν, ξεχνούσε πάντα να πάρει ομπρέλα και μούσκευε ως το κόκαλο, στα μαγαζιά που έκλειναν εκείνη την ώρα μετρούσαν τις εισπράξεις βγάζοντας απ’ τα ταμεία κέρματα και χαρτονομίσματα, στους δρόμους ντελιβεράδες δίχως κράνη πετάγονταν μπροστά από λεωφορεία σα δαίμονες, γάτες πανικόβλητες δοκίμαζαν να διασχίζουν την άβυσσο της ασφάλτου, στις πιτσαρίες τύποι νευρωτικοί έριχναν μες στο φούρνο με κινήσεις σπαστικές ζύμες πασπαλισμένες με τυρί και χορταρικά...

Φοβόταν το καλοκαίρι που έρχονταν, η τελευταία φορά που θυμόταν χαρούμενο τον εαυτό του τέτοια εποχή ήταν κάπου εκεί στο λύκειο, πριν το ψυχοβγάλσιμο των πανελλαδικών, τότε που έβγαινε με τ’ άλλα παιδιά απ’ το σχολείο μετά τις εξετάσεις σε μια καφετερία κάτω από έναν πλάτανο, δεν έκαναν τίποτα ιδιαίτερο, βιοντεοταινίες βλέπανε αλλά ένιωθε όμορφα. Ήταν η τελευταία φορά που ένιωσε τον εαυτό του φρέσκο τέτοια εποχή, μετά το έχασε, από ένα σημείο και μετά το καλοκαίρι τον ζόριζε, τα έβλεπε όλα δεν ήθελε καν να τη σκέφτεται αυτή την εποχή, τα σχολεία έκλειναν, ο κόσμος ξεκινούσε τις διακοπές, οι φίλοι έφευγαν, οι δουλειές σταματούσαν, το φως γίνονταν ολοένα και πιο δυνατό τόσο δυνατό που δεν αντέχεται κι η μέρα ήταν τόσο ατελείωτη που δεν ήξερε πως να τη γεμίσει!

Μα πάνω απ’ όλα ρε φίλε ήθελε να ξεχάσει εκείνη, αν το σκεφτείς η αιτία για το φόβο που είχε κάθε χρόνο στην αρχή του καλοκαιριού ήταν εκείνη που του είχε πει κάποτε σ ένα μαγαζί έτσι στο άσχετο ‘’ Θέλω να χωρίσουμε!’’ κι εκείνον τον έπιασαν τα κλάματα, τα μάτια του έτρεχαν μπροστά σ όλον τον κόσμο που τον κοιτούσε περίεργα, δεν μπορούσε να το χωνέψει. Από τότε τον είχε πάρει η κάτω βόλτα, έχασε τις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, δε μπορούσε να συγκεντρωθεί με τίποτα, τον είχε πάρει από κάτω εντελώς, για να την ξεχάσει τα είχε φτιάξει στο πόδι με μια άλλη που αποδείχτηκε εντελώς βλαμμένη, και στο τέλος το παντρεύτηκε εκείνο το απολειφάδι, έκανε κι ένα παιδί που δεν μπορούσε να το δει κι όλο το πράγμα τον πήγε πίσω, έχασε τόσον καιρό σε βλακείες που δεν έπρεπε να κάνει, από τότε του είχε μείνει εκείνη η φοβία για το τέλος της άνοιξης, τότε που τελειώνουν τα σήριαλ στην τηλεόραση, τότε που λήγουν οι αγώνες του ποδοσφαίρου, τότε που η θάλασσα είναι ακόμα κρύα και καθαρή …

Εκεί στο βορά τα είχε ξεχάσει όλα, είχε τρελαθεί με τις πόλεις που είχαν κρατήσει το παλιό τους χρώμα εξαιτίας του κομουνισμού, παντού έβλεπες γεφύρια, κάστρα, τάφρους, τείχη, αυτή ρε φίλε ήταν η μεσαιωνική Ευρώπη! Στην Κρακοβία όπου είχε ταξιδέψει με την υπερταχεία- που τα είχαν μάθει αυτά τα κόλπα οι Πολωνοί, ας ήταν καλά οι γερμαναράδες που είχαν αναλάβει όλα τα έργα εκεί πέρα- στην υπερταχεία λοιπόν είχε δει τα ντόπερμαν και τρόμαξε, μετά του άρεσε, άλλωστε κανείς δεν έμοιαζε ν’ ανησυχεί, ήταν κι αυτό μέρος του εξωτικού σκηνικού, καθόταν και κοίταζε απ το παράθυρο όλο το απέραντο τοπίο τα δάση και τους δρυμούς τα δέντρα, τα χωράφια, τα κοπάδια των ζώων, τα ποτάμια που έτρεχαν φιδογυριστά προς τη Βαλτική, δε μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα, μα τι παράδεισος ρε φίλε !

Εκεί πάνω δεν τον ένοιαζε τίποτα, αισθάνονταν σα να ξανάβρισκε εκείνη τη χαμένη φρεσκάδα που είχε κάποτε, κάθε μέρα έφτιαχνε ένα δικό του πρόγραμμα, το γκρουπ με το οποίο ταξίδευε πήγαινε όπου να ναι, όπου το πήγαιναν οι οδηγοί, αυτός όμως δεν είχε καμιά όρεξη να τους ακολουθήσει, δε γούσταρε την παρέα όλων εκείνων των αργόσχολων, καλά άμα είχε μαζί και το φίλο του, εκείνον που διάβαζαν μαζί στη βιβλιοθήκη για το διδακτορικό, θα ήταν τέλεια μιλάμε, έπρεπε να ήταν κι ο άλλος εδώ να δει όλα αυτά τα μυστήρια, τα κάστρα και τις στέρνες και τις τεράστιες ανοιχτές πεδιάδες απ’ όπου ξεχύθηκαν οι Γερμανοί για το ανατολικό μέτωπο, τότε που γίνονταν ο μεγάλος πόλεμος, τα είχε διαβάσει στα βιβλία όλα αυτά και τώρα τα έβλεπε μπροστά στα μάτια του, καλά ήταν πολύ τρελό! Να λοιπόν που υπήρχε λύση στο πρόβλημα του, θα μπορούσε να ταξιδεύει εκεί πάνω τέτοια εποχή, αν το έψαχνε λίγο μπορεί και να έβρισκε τρόπο να εγκατασταθεί μόνιμα, γιατί όχι ρε φίλε, τόσοι και τόσοι το έκαναν! Είχε κουραστεί πια, μια αλλαγή χρειάζονταν, όπως ανέβαιναν οι θερμοκρασίες δε μπορούσε να ηρεμήσει, οι ορίζοντες άνοιγαν κι οι δρόμοι σε καλούσαν σε κάμπους ανοιχτούς, σε τοπία μακρινά με τη μυρουδιά της βενζίνης να πλανιέται στον αέρα. Στην αρχή του καλοκαιριού ροζ πικροδάφνες άνθιζαν στις εθνικές οδούς, οι ροδιές έβγαζαν κάτι λουλούδια κόκκινα που γυάλιζαν ανάμεσα στα φυλλώματα, τα αναρριχώμενα θέριευαν με τόση υγρασία γύρω και τίναζαν τα πλοκάμια τους σαν αρπακτικά έτοιμα να σε γραπώσουν.

Δε μπορούσε να συνηθίσει το καλοκαίρι που έρχονταν, οι γυναίκες φορούσαν ζακέτες ψιλές, φανελάκια άσπρα, φουστάνια γεμάτα λουλούδια μικρούτσικα, κορίτσια κυκλοφορούσαν φορώντας παντελόνια σκισμένα, μα πόσο σκισμένα ρούχα φορούσαν ρε φίλε, τι ήταν κι αυτό το πράγμα! Στα ίντερνετ καφέ μουσικές δροσερές ακούγονταν, στα προποτζίδικα άνθρωποι όρθιοι παρακολουθούσαν αποτελέσματα σε τηλεοράσεις μικρές σημειώνοντας νούμερα σε χαρτάκια, στα πάρκα περιστέρια και μαυροπούλια άπλωναν τις φτερούγες τους στο γρασίδι, γύφτοι γυρνούσαν στα στενά πουλώντας γαρδένιες και μπουκαμβίλιες, πεπόνια και μούσμουλα. Καμιά φορά καθόταν σε μια πλατεία να χαζέψει τους πιτσιρικάδες που είχαν τατουάζ στα μπράτσα, τους έβλεπε να τρώνε κλαμπ σάντουιτς πίνοντας αναψυκτικά ανθρακούχα, ψηλά στον ουρανό πουλιά διέγραφαν κύκλους προαναγγέλλοντας την αλλαγή του καιρού, , η γύρη που πλανιόταν στον αέρα έκανε τα μάτια να δακρύζουν, τη νύχτα ο παραλιακός δρόμος έμοιαζε έρημος σαν αεροδρόμιο που περιμένει τα ιπτάμενα σιδερένια πουλιά να χαμηλώσουν, ένας τύπος σε μια πλατεία έπαιζε κάθε βράδυ το ίδιο τραγούδι ΄΄ Παιδί της μοναξιάς και της αθανασίας....’’
Όσο περνούσαν οι μέρες σκέφτονταν πως θα γυρίσει πίσω σε όλα εκείνα, ήθελε να μείνει ακόμα λίγο εκεί πάνω, μια μέρα είχε ξεμακρύνει όπως το συνήθιζε και βρέθηκε μπροστά σ’ ένα πράγμα ψηλό σαν πύργο, του φάνηκε περίεργο εκείνο το μέρος, είχε την αίσθηση ότι το είχε ξαναδεί κάπου. Για να φτάσει ψηλά στο κάστρο έπρεπε ν’ ανέβει κάτι σκαλοπάτια πέτρινα, στριφογυριστά, κοντοστάθηκε μια στιγμή κι ύστερα τράβηξε προς τα πάνω δίχως να ξέρει που βγάζει ο δρόμος. ανέβαινε ώρα πολύ μέχρι που άρχισε να λαχανιάζει, σε μια στροφή του πέτρινου μονοπατιού υπήρχε ένα άνοιγμα, ένα πλάτωμα στρωμένο με πλάκες, όπως πλησίασε είδε ένα χώρο κυκλωμένο από στοές αψιδωτές με μια στέρνα σαν πισίνα στη μέση, κάτι του θύμιζε όλο αυτό, δεν ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπε, βασάνισε το μυαλό του να καταλάβει τι ήτανε και τότε θυμήθηκε.

Ήταν η προβατική κολυμβήθρα που είχε δει σ ένα ευαγγέλιο παλιό του πατέρα του, ναι ρε φίλε, αυτή ήταν η κολυμβήθρα με τις πέντε στοές και τους παραλυτικούς γύρω, που γέρασαν περιμένοντας έναν άγγελο να εμφανιστεί σα φάντασμα απ’ το πουθενά ανεμίζοντας τις τεράστιες λευκές φτερούγες για ν’ αναταράξει τα νερά που γίνονταν θαυματουργά και καθαρά σαν την θάλασσα στην αρχή του καλοκαιριού. Όλοι έπρεπε να τρέξουν για να προλάβουν, όλοι εκτός από κείνον τον κακομοίρη τον παράλυτο που καθόταν σε μια γωνιά ανήμπορος κοιτάζοντας του άλλους να θεραπεύονται βουτώντας και να γίνονται γεροί σαν μοσχάρια, όπως διάβαζε αυτή την ιστορία δε μπορούσε να μη σκεφτεί τον ανάπηρο πατέρα του που έσερνε μια ζωή το λειψό του ποδάρι, μα τι άδικος και τούτος ο άγγελος ρε φίλε!


Μετά απ αυτό σα να χάθηκε η ευφορία που τον διακατείχε, το τελευταία βράδυ πριν την επιστροφή την ονειρεύτηκε, ήταν ολοζώντανη όπως τη θυμόταν, μελαχρινή και γλυκιά από τη μια, σκληρή και παλαβή απ’ την άλλη, θυμήθηκε το χαμόγελο που έκανε το πρόσωπο της να λάμπει τότε που του είχε πει έτσι στο άσχετο να χωρίσουν, ξύπνησε μες τη νύχτα, άνοιξε το παράθυρο του δωματίου του και κοίταξε τον ορίζοντα πέρα μακριά, προς τα νότια και ανατολικά απλώνονταν τα Καρπάθια, πιο πέρα τα Ουράλια, παραπέρα οι στέπες, ήταν ανάγκη τώρα να γυρίσει πίσω, λίγο ακόμα χρειαζόταν, θα μπορούσε να συνεχίσει το ταξίδι με το τρένο διασχίζοντας όλη τη Ρωσία κι από κει να τραβήξει ακόμα πιο πέρα, είχε ακούσει για τον υπερσιβηρικό που διέσχιζε τον κορμό της Ασίας μέσα απ’ την αχανή Σιβηρία φτάνοντας ως το Βλαδιβοστόκ στην άκρη της γης, θα μπορούσε να επιβιβαστεί σ’ εκείνο το τρένο ....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...