Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

LYNX PARDINUS


 Στον Αργύρη Ηλιάδη

Όπου περνούσε εκείνη η Ρωσίδα όλοι άνοιγαν δρόμο, οι πόρτες σα να άνοιγαν μοναχές τους, απ τα διπλανά τραπέζια έρχονταν λουλούδια και κεράσματα, σα να είχε κάτι μαγικό εκείνη η γυναίκα, έλεγες ότι τέτοια πλάσματα δε χρειάζεται να κάνουν τίποτα στη ζωή τους απλά με την ύπαρξη και την παρουσία τους προσθέτουν κάτι απαραίτητο που όλοι το χρειάζονται, όλοι θάπρεπε να την κερνούν, να της αγοράζουν πράγματα να υποκλίνονται μπροστά της σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου κι εκείνος την είχε δίπλα του, ήταν μαζί του, του ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι αυτό συνέβαινε πραγματικά !

Υποτίθεται ότι θα πήγαινε για ένα διήμερο στη παραλία της Κατερίνης μ ένα φίλο κι αυτός του είπε ότι θα ήταν μαζί του και μια ανιψιά του πιτσιρίκα που ζούσε στην Ολλανδία έλα όμως που το μικρό είχε φέρει μαζί του και τη Ρωσίδα, ποιος ξέρει που είχαν γνωριστεί. Λέγανε ότι είχε χωρίσει από έναν πατριώτη της μεγιστάνα κι είχε κι ένα παιδί πάντως δεν φαίνονταν να πενθούσε το χωρισμό της, ένα λουλουδάτο φόρεμα φορούσε , ένα ρολόι είχε στο χέρι με το εσωτερικό του γεμάτο διαμαντάκια που στραφτάλιζαν, κάτι βραχιόλια είχε περασμένα στα όμορφα μπράτσα της, οι τιράντες του στηθόδεσμου κρατούσαν στέρεα το στήθος της, ένα κόσμημα με  κρίκους μπρούτζινους που ταίριαζαν με το ηλιοκαμένο της δέρμα  κρέμονταν απ το λαιμό της, μα όλα ήταν τέλεια σ εκείνη τη γκυναίκα,   τα δάχτυλα της τυλίγονταν γύρω από το φλιτζάνι του καφέ, φορούσε τρία δαχτυλίδια που λέγανε ότι της θύμιζαν τους τρεις άντρες που είχε παντρευτεί και χωρίσει. Όλη την ώρα κοίταζε φωτογραφίες που ανέβαιναν απ τον υπολογιστή στο κινητό της, μπορούσε να διακρίνεις τα μάτια της όταν ο ήλιος χτυπούσε τους σκούρους φακούς των γυαλιών της.

Αυτός είχε χορέψει εκείνο το βράδυ σ ένα μαγαζί κάνοντας μια επίδειξη αντρικής αρρενωπότητας κι αυτή είχε πάθει πλάκα, αλλά ο δικός μου το είχε, ήταν στην προεδρική φρουρά, χόρευε σ όλες τις εκδηλώσεις μ επισήμους και διασήμους και τα λοιπά κι όλοι παθαίνανε, είχε πάει και στην Αμερική, στους ομογενείς, στις εκδηλώσεις που γίνονται κατά κει, όλοι σηκώνονταν να δουν τι έκανε σαν ανέβαινε στη πίστα το είχε!

Όλοι λέγανε και για τον γάτο της Ρωσίδας που είχε φέρει από την Ισπανία όπου παραθέριζε , ένα πιτσιλωτό  πράγμα με αυτιά μυστήρια και κατι σαν γενειάδα στις δυο  πλευρές του σαγονιού. Μια φορά  που πήγε να τον χαϊδέψει αυτό το καταραμένο τινάχτηκε στον αέρα και του επιτέθηκε δείχνοντας τα κοφτερά δονάκια του και σφυρίζοντας σα κροταλίας λες κι ένιωθε ότι πήγαιναν να του πάρουν κάτι πολύτιμο. Και να φανταστείς ότι ποτέ του δεν χώνεψε τις γάτες ! Τον έβλεπε εκείνο τον λύγκα να στέκεται ώρες πολλές στο περβάζι του ψηλού κτηρίου και να κοιτάζει τον κόσμο που περνούσε από κάτω σα να σκέφτονταν ''Μα τι χαζοί που είναι όλοι αυτοί πέρα!''. Λέγανε ότι εκείνο το στοιχειωμένο το ζώο μπορούσε ν ανοίξει το πόμολο της πόρτας σκαρφαλώνοντας σε μια καρέκλα, ότι ήταν τρομερά λαίμαργο, έψαχνε στα σκουπίδια της κυρίας του για κρεατικά και μπριζόλες κι ότι περίσσευε, σίγουρα θα πήγαινε από λαιμαργία, μια φορά που είχε φάει μέχρι σκασμού τον είχαν πάει στον κτηνίατρο όπου έκλαιγε κι απειλούσε σφυρίζοντας σαν φίδι μέχρι να του ανοίξουν την κοιλιά που έμοιαζε με κοιλιά καρχαρία και να τον καθαρίσουν.  Ο κτηνίατρος έιχε πει ότι μπορεί  να προέρχονταν από καποια παράξενη διασταύρωση με αγριόγατο του είδους Lynx Pardinus. Για μέρες ύστερα  o λύγκας κάθονταν ακίνητος και κυλιόταν στο πάτωμα μέχρι να συνέλθει, έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε μεγαλύτερος τεμπέλαρος απανταχού της οικουμένης !

Παρέα με τον γάτο έβγαινε η Ρωσίδα το πρωί να μαζέψει όστρακα στην ακροθαλασσιά κοιτάζοντας τα καβουράκια που περπατούσαν λοξά στην αμμουδιά, μαζί της έβγαινε κι αυτός, ώρες ώρες του φαίνονταν σκληρή, ότι δεν την ένοιαζε κανείς πέρα απ τον εαυτό της, άλλες φορές πάλι σαν να μαλάκωνε λίγο, γίνονταν γλυκιά κι ήταν υπέροχη όμως αυτός σκέφτονταν ότι αυτή η γυναίκα μπορούσε να τον καταπιεί ολόκληρο, χρειάζονταν απίστευτη ενέργεια για να την ικανοποιήσεις να τη χορτάσεις!

Την άφηνε να περπατά εκεί στην αμμουδιά και πήγαινε για ψαροντούφεκο, σ εκείνο το μέρος είχε χτυπήσει μια μουρμούρα που κολυμπούσε ξέμπαρκη μονάχη, το ψάρι γύρισε να τον δει γεμάτο περιέργεια, ήταν στα τέσσερα μέτρα περίπου, σκέφτηκε ότι οριακά θα μπορούσε να το χτυπήσει και σημάδεψε τη μύτη του, ήξερε ότι κάπου εκεί έπρεπε να στοχεύσεις για τέτοια ψάρια, αν ήταν κάνα νευρικό λαβράκι θα έπρεπε να στοχεύσει στην μέση του γιατί το λαβράκι είναι νευρικό και σβέλτο κι έχει αντανακλαστικά φοβερά , τη τελευταία στιγμή μπορεί να σου ξεφύγει με μια κίνηση ανεπαίσθητη. Πάτησε τη σκανδάλη και είδε τη μουρμούρα να χάνεται, σκέφτηκε ότι είχε αστοχήσει ύστερα όμως όπως τραβούσε το καμάκι πρόσεξε ότι το ψάρι είχε χτυπηθεί στο μάτι ακριβώς , το έβγαλε έξω στη Ρωσίδα να το χαζέψει κι εκείνη έμοιαζε να το λυπάται που ήταν τόσο όμορφο, ο γάτος πάλι μύριζε τον αέρα παραξενεμένος σα να ήθελε να συμμετάσχει κι αυτός σε ότι γίνονταν.

Το βράδυ σκέφτονταν τι θα έκανε μ αυτήν τη γυναίκα, είχε τα σχέδια και τα όνειρα του, από την άλλη όμως δεν αφήνεις έτσι μια γυναίκα που όταν σε φιλά νιώθεις σα πρίγκιπας όμως του την έδινε που θα έπρεπε να κινείται στη σκιά της κι αν κάποια στιγμή τον βαριόταν και τον ξαπόστελνε κι αν έπαυε να διασκεδάζει μαζί του κι ήθελε ν αλλάξει παρτενέρ τι θα έκανε αυτός, μπορούσε να τον ισοπεδώσει, να τον διαλύσει να του σπάσει τη καρδιά σε χιλιάδες κομματάκια έτσι για πλάκα, πόσες φορές δεν θα το είχε κάνει, το έβλεπες στο αλαζονικό της βλέμμα. Δε μπορούσε να δεχτεί εκείνο το αίσθημα που απέπνεε ότι δηλαδή όλα εξαρτώνται από την δική της ύπαρξη, ότι αυτή θα έπρεπε καλώς ή κακώς να είναι μπροστά έτσι γιατί είχε γεννηθεί μ αυτό το προνόμιο, έπρεπε να γίνει ο υπηρέτης κι ο βαλές κι ο ιπποκόμος της, να της κρατά τα ψώνια, να της ανοίγει τις πόρτες, να προλαβαίνει κάθε της επιθυμία πριν ανοίξει το στόμα της σα να ήταν η θυγατέρα του τσάρου  πασών των Ρωσιών.

Έπρεπε μέσα σ όλα να ανέχεται κι εκείνο τον απαίσιο το γάτο ο οποίος είχε κατασπαράξει όλα τα καναρίνια και τα παραδείσια πουλιά που κάθονταν αμέριμνα μες το κλουβί τους ενώ αυτός έβρισκε τρόπο να τα σκοτώνει, είχαν βρει τις φτερούγες τους παντού στο δωμάτιο, μάλιστα είχε καταφέρει τρέχα γύρευε πως, να εξολοθρεύσει και κάτι χελωνάκια με ραβδώσεις περίεργες στο καύκαλο τους, είχε γεμίσει τον τόπο αίματα, μα τόσο αχόρταγος!

Μια νύχτα είχε αφήσει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας ανοιχτή χωρίς να του δείξει φανερά ότι τον περίμενε, έπρεπε αυτός ν αποφασίσει, αυτός να κάνει το πρώτο βήμα, αυτός να τη ζητήσει αλλά εκείνο το βράδυ του την έδωσε, μα ποια νόμιζε ότι ήτανε, αυτό ήταν προκλητικό, δεν θα της έκανε το χατίρι, σα να ξύπνησε η περηφάνια του, αν συνέχιζε έτσι θα μπορούσε να τον ρουφήξει ολόκληρο, να τον εξαφανίσει, να τον εκμηδενίσει! Αν την έχανε πάλι μπορεί να μετάνιωνε μια ζωή και να τον κυνηγούσε η σκέψη ότι όλα μπορεί να είχαν πάρει διαφορετικό δρόμο, καμιά φορά έχεις όλο το καιρό να σκεφτείς τι θα κάνεις, να τα ζυγίσεις σωστά, να περιμένεις όσο χρειάζεται, άλλες φορές όμως δε σε παίρνει, πρέπει γρήγορα να καταλήξεις κάπου κι όποιον πάρει ο χάρος. Δε πήγε μαζί της εκείνο το βράδυ, κάποια στιγμή ξύπνησε και είδε την πόρτα της ανοιχτή, ήξερε ότι τον περίμενε αλλά σκέφτηκε ''Ας γίνει ότι θέλει!'' Το πρωί την ξύπνησε ''Ξέρεις θα πάω μια βόλτα''-'' Κάτσε να πάμε μαζί'' του είπε χαλαρά μ εκείνη τη φωνή που του έκοβε τα πόδια ''Όχι άσε, θα βρεθούμε πιο μετά''...

Στη καφετέρια της παραλίας μια σερβιτόρα με φαρδιούς γοφούς ''Καλέ θα  μου φέρεις καφέ;''- ''Δε με λένε καλέ, Κατερίνα με λένε!''. Κάποιος δίπλα του φορούσε ένα ρολόι που θύμιζε αυτό της Ρωσίδας μονάχα που τούτο αντί για διαμαντάκια είχε γυμνό το εσωτερικό του, μπορούσες να δεις μέχρι το βάθος τους οδοντωτούς τροχούς και τις μικροσκοπικές ροδέλες , τα παξιμάδια κι όλα εκείνα τα εξαρτήματα που μετρούσαν τον χρόνο ατέρμονα είτε έτρεχε σαν παλαβός δίχως φρένα είτε σέρνονταν και δεν περνούσε με τίποτα σα να είχε κολλήσει στη λάσπη όπως τώρα.
Αποφάσισε να ξεκόψει, θα έφευγε, της το είπε και είδε μια σκιά να απλώνεται στα γαλάζια της μάτια για μια στιγμή μόνο κι ύστερα σα να πέρασε αδιόρατα, η αυτοπεποίθηση επέστρεψε αντανακλαστικά όπως γίνεται με κάθε τι που επαναλαμβάνεται πολλές 

Ανέβηκε στο αμάξι και βγήκε μια βόλτα στο δρόμο, η θάλασσα μπροστά του γυάλιζε πάντα όπως στις κάρτες που πουλούν στα μαγαζιά με τα αναμνηστικά, πέρασε απ το σπίτι της και να δεις που καταραμένος γάτος ήταν στο περβάζι όπως πάντα κι έμοιαζε να τον κοροϊδεύει, είχε λυσσάξει μ εκείνο το ζώο, σταμάτησε σ ένα βενζινάδικο έρημο να βάλει καύσιμα δυο τύποι βαριεστημένοι ούτε που κουνήθηκαν σα να μην συνέβαινε τίποτα τράβηξε προς το μέρος τους...

Υποτίθεται ότι μ αυτήν την ιστορία θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένος αλλά δεν ήταν, γιατί θα έπρεπε τα πράγματα να είναι τόσο περίπλοκα, γιατί με κάποιον τρόπο να μην μπορούσαν να απλοποιηθούν και να γίνουν όλα πιο εύκολα, πως ξέρεις κάθε στιγμή ότι έκανες το σωστό, γιατί να μην υπάρχει κάποιος να σου πει τι πρέπει να κάνεις σ αυτές τις περιπτώσεις, πως θα το ξεπερνούσε όλο αυτό; Tο μόνο βέβαια που δεν θα του έλειπε ήταν ο γάτος, ας πήγαινε να πνιγεί εκείνος ο μικρός ιαγουάρος, ας τον τραβούσαν κάμποσες δαγκωματιές ξεγυρισμένες τίποτα γάτοι χοντροκέφαλοι σε κάνα στενό, ας έπεφτε απ το περβάζι καμιά ώρα να γκρεμοτσακιστεί, σιγά μη προσγειώνονταν στα πόδια σώζοντας μια απ τις εφτά ζωές του όπως δείχνουν τα ντοκιμαντέρ!

Ένα αμάξι με κάτι γέροντες του έκοβε το δρόμο εδώ και ώρα, γιατί δεν έφευγε από μπροστά του, τι στο δαίμονα έκανε εκείνος ο γέρος, σε μια ευθεία άνοιξε αριστερά να προσπεράσει όμως ο δρόμος ήταν στενός κι ο γέρος για κάποιο λόγο κινήθηκε προς τα αριστερά κι αυτός, δοκίμασε να μετακινηθεί όταν πάτησε στα χαλίκια στην άκρη της ασφάλτου και το αμάξι έπαψε να υπακούει, το επανέφερε μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές και μετά έπεσε σ ένα μικρο χαντάκι δίπλα σε κάποιο χωράφι με τριφύλλι, ένιωσε το κόσμο να αναποδογυρίζει, τα χορτάρια έρχονταν προς το μέρος του, σκέφτηκε ότι αυτό ήτανε, ο χρόνος έμοιαζε να είχε σταματήσει, ξάφνου έβλεπε μπροστά του εκείνα τα γρανάζια του ρολογιού κι ένα πρόσωπο με φακίδες μικρές γύρω απ τη μύτη και μια σπίθα υπεροψίας στα μάτια όταν το αμάξι γύρισε κανονικά με τις λαμαρίνες του να στριγκλίζουν κι αυτός βιάστηκε να βγει έξω ενώ ο γέρος που ήταν η αιτία να σκοτωθεί παραλίγο είχε σταματήσει από μακριά και παρακολουθούσε, μόλις τον είδε να βγαίνει ζωντανός μπήκε στο σαράβαλο του κι εξαφανίστηκε.

Κάθισε μόνος του εκεί στην ερημιά να σκεφτεί τι είχε συμβεί, όλο αυτό το σοκ σα να είχε καθαρίσει το μυαλό του και μπορούσε πια να πάρει μια ορθή απόφαση, ναι ένα πράγμα ήτανε σίγουρο, ο γάτος με τα μούσια  έπρεπε με κάποιο τρόπο να εξολοθρευτεί!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...