Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

ΚΡΥΣΤΑΛΛΑ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ

΄ Όλη νύχτα το ρέμα βούιζε όπως κατέβαζε νερό απ το βουνό!΄΄, είπε ο οδηγός γέρνοντας ολόκληρο το σώμα του όπως έστριβε το τεράστιο τιμόνι, ΄΄Το πρωί που το είδα ήταν μαύρο, θολό, είχε κατεβάσει πουρνάρια και κούτσουρα, κλαδιά, ότι μπορείς να φανταστείς, δε μ άφησε να κοιμηθώ όλη νύχτα !΄΄

Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, τα χωράφια είχανε πλημμυρίσει, κομμάτια ολόκληρα από τετράγωνο σχιστόλιθο έπεφταν γλιστρώντας αργά στον επαρχιακό δρόμο, πέτρες έχασκαν επικίνδυνα στην άκρη του οδοστρώματος, ομίχλη κατέβαινε απ τις πλαγιές ψηλά, ένα ψιλό στρώμα χιονιού είχε απλωθεί σα χαλί ψηλά πάνω στις καστανιές , βράχοι λαμποκοπούσαν στα φαράγγια, χείμαρροι σέρνονταν σα φίδια δεξιά - αριστερά σκάβοντας το χώμα ανάμεσα σε πλατάνια δίχως φύλλα ξεγυμνώνοντας τις ρίζες τους, κάτι δέντρα καμένα πιο πέρα .

Ένα κορίτσι καθόταν πλάι μου, ένα παντελόνι φορούσε που έμοιαζε καλυμμένο από φολίδες ερπετού αλλόκοτου, άδειες οι ξαπλώστρες κατά τη Τουζλα, κυψέλες γαλάζιες και κίτρινες είχαν βάλει ανάμεσα στις ανθισμένες αμυγδαλιές, η θάλασσα είχε πάρει ένα χρώμα καφετί μέχρι βαθιά απ τη λάσπη που κατέβαζαν τα ποτάμια, ρεύματα σχηματίζονταν, άλλαζαν σχήματα και διαλύονταν κατόπι, αφροί έβγαιναν στην αμμουδιά, κάποιοι περπατούσαν στην άμμο βαστώντας ομπρέλες, το τοπίο ξεπλυμένο καθαρό, καπνός έβγαινε από τζάκια που έκαιγαν στα χωριά ενώ τα αλουμινένια λούκια ξερνούσαν ποτάμια ύδατος, ντόπιοι ανέβαιναν στο πούλμαν μιλώντας ιδιώματα βαριά, διαφορετικά σε κάθε μέρος, λατομεία εγκαταλειμμένα, όπως έφευγε το όχημα τα σύννεφα έμοιαζαν να τρέχουν από πάνω μας, στο βάθος πέρα μακριά ο ουρανός και τα νερά της θάλασσα γίνονταν ένα και το αυτό όπως πνίγονταν μες την ομίχλη ...

Ένα άλλο βουητό εγώ ένιωθα, η κυρία Δήμητρα με είχε διαλύσει, ένιωθα ότι στη διάρκεια του μαθήματος με μεταχειρίζονταν σα σάκο του μποξ, με αμφισβητούσε συνέχεια, με είχε φέρει στα όρια μου, λίγο ακόμα και δε θα άντεχα κι ύστερα είχαμε πάει με τα κορίτσια σ εκείνο το μαγαζί, αυτές έβλεπαν κάτι αντικείμενα και μπιχλιμπίδια περίεργα, χρώματα, κόσμος, φωνές, εγώ είχα καρφωθεί σε κάτι κουτάκια μουσικά, μικρούτσικα, βαμμένα το καθένα σε χρώμα διαφορετικό απ αυτά που αυτά  που έφτιαχναν   κάποτε οι οωρολογοποιοί  με τους περίπλοκους και διαδαλωδεςι οδωντοτούς μηχανισμούς,  μια μουσική περίεργη έβγαζαν  σα να κουδούνιζαν εκατομμύρια σφυράκια μικρά χτυπώντας πάνω σε πλήκτρα μεταλλικά, κι εκεί μέσα την πέτυχα!

Πάντα αναρωτιόμουν πως θα ήτανε, όποτε περνούσα απ το σπίτι της έριχνα μια ματιά κατά κει, πως θα αντιδρούσα άραγε αν έπεφτα απάνω της τι θα έκανε αυτή , όμως δε χρειάστηκε τίποτα να πει, το βλέμμα της τα έλεγε όλα, δεν ήταν φιλικό, για μια στιγμή με ζύγισε κι ύστερα βιάστηκε να εξαφανιστεί και τότε ακριβώς κατάλαβα ότι δεν είχα κάνει λάθος κι όλες οι τύψεις κι αμφιβολίες κι οι ενοχές που ένιωθα ήταν μάταιες .

Εκείνη η μουσική είχε αποτυπωθεί στη μνήμη μου, την άκουγα παντού, ήταν σαν εκείνα τα χιλιάδες σφυράκια να χτυπούσαν στο στραπατσαρισμένο σαν ομελέτα μυαλό μου συνέχεια γκλανγκ – γκλανγκ- γκλανγκ!

Ήχοι και βουητά μπερδεύονταν όπως κυλούσε το λεωφορείο στην εθνική οδό, ο εγκέφαλος επιτελούσε ταυτόχρονα λειτουργίες διάφορες, αξιολογώντας κι αναπολώντας χωρίς να ενοχλείται απ τους περίεργους θορύβους που αναπαράγονταν μέσα του σα να υπήρχε ένα νοητό κασετόφωνο ή ένα όργανο βαθιά σφηνωμένο στα μηλίγγια ανάμεσα.

Σκεφτόμουν ότι δεν είχα κάνει και τίποτα τρομερό ούτε της είχα κλέψει τίποτα , ούτε την είχα απειλήσει, ούτε την είχα βρίσει, ούτε την είχα προσβάλει, ούτε την είχα βιάσει ρε φίλε, δε μπορείς να καταλάβεις πως σκέφτονται, προς τι το μίσος, κι άμα είχε τόσο δίκιο γιατί δεν ήρθε τις προάλλες μ όλη τη παρέα, τι φοβότανε, εγώ γιατί πήγα και την περίμενα, υποτίθεται πως όταν έχεις δίκιο είσαι δυνατός κι άνετος.

Όχι δεν είχα κάνει λάθος, σ εκείνη την περίπτωση τουλάχιστο, έτσι είναι η ζωή κάποιοι σε συγχωρούν και πας παρακάτω κάποιοι το κρατούν μερικοί δεν το ξεχνούν ποτέ και πρέπει να ζήσεις μ αυτό άμα αντέχεις βέβαια όλο το θέμα είναι ν αντέξεις τη δύσκολη στιγμή να επιβιώσεις να βγεις ζωντανός κι εγώ τα είχα καταφέρει όχι μονάχα μ αυτήν μα και μ ανθρώπους που είχα συναντήσει κατά καιρούς κι έχασα στη πορεία, άλλους συνειδητά κι άλλους δίχως να το καταλάβω, απλά χάθηκαν, τράβηξαν δρόμους διαφορετικούς, σ άλλες κατευθύνσεις,!

Όλοι δείχνουν τον πραγματικό τους εαυτό αργά η γρήγορα αρκεί να περιμένεις λίγο η περισσότερο ανάλογα με την περίπτωση, πολύ ψέμα κι υποκρισία γύρω τόσο που ώρες ώρες δεν αντέχεις.

Κάποιοι είναι τόσο σίγουροι σε ότι κάνουν, τόσο αμετάπειστοι, τόσο αμετάκλητοι, τόσο καρφωμένοι δίχως αμφιβολίες και ταλαντεύσεις, τόσο βέβαιοι που τρομάζεις, ΄΄ Σου είναι τόσο δύσκολο να μου πεις μια καλή κουβέντα; ΄΄ τη ρωτάς κι αυτή σε κοιτά παράξενα σα να είσαι εξωγήινος, σα να της έχεις ζητήσει το πιο παλαβό πράγμα που υπάρχει, όμως λίγη ενθάρρυνση δε στοιχίζει και τίποτα ρε γαμώτο, έτσι δεν είναι, λίγη γενναιοδωρία, λίγη προσπάθεια μόνο, μπορεί και να τους έκανε να νιώσουν καλλίτερα ……

Ο οδηγός είχε πάρει φόρα όπως συζητούσε μ ένα φαλακρό ελεγκτή, ''Το βλέπεις αυτό το παρμπρίζ, χίλια πεντακόσια μου πήρε να τ αλλάξω, και ξέρεις γιατί, μια βλαμμένη στο μπροστινό κάθισμα σηκώθηκε να πει κάτι, κι όπως εκείνη τη στιγμή βγήκε μπροστά μου ένα μηχανάκι και φρενάρισα αυτή έφυγε σα βλήμα και καρφώθηκε στο τζάμι, αν δεν είχα προλάβει να βάλω το χέρι μου θα είχε βγει απ έξω κατευθείαν, μπορούσες να δεις το σημάδι απ το χτύπημα του κεφαλιού της στο γυαλί, και να φανταστείς ότι δεν έπαθε τίποτα, ήταν εντάξει, τι σου είναι αυτές οι γυναίκες! ΄΄ μονολογούσε ο οδηγός ενώ ο άλλος κοίταζε μπροστά ανέκφραστος μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο σα να επικροτούσε, από ένα σημείο περνούσαμε τώρα, εδώ σταματούσαμε έναν καιρό με τη Χριστίνα ν αγναντέψουμε τη θέα και να παίξει αυτή με τις γάτες που υπήρχαν εκεί πέρα άφθονες !

Στην Καβάλα ψαράδες ξέμπλεκαν τα δίχτυα μες τη βροχή φορώντας μακριά πράσινα μακριά αδιάβροχα, γλάροι βουτούσαν στο νερό ψάχνοντας ψαράκια, αχτίνες του ήλιοι χάιδευαν τα βουνά της Θάσου αντίκρυ, νοτισμένοι οι τετράγωνοι γρανίτες στα καλντερίμια της παραλίας, βρύα φύτρωναν ανάμεσα τους, κάποιος έκοβε το γκαζόν ανεβασμένος σένα μηχανάκι χορτοκοπτικό.

Με τον Αργύρη καθίσαμε σ ένα μαγαζί, μπακαλιάρο, παντζάρια και φέτα ζητήσαμε, ο Αργύρης ήπιε κι ένα τσίπουρο, πολύ του άρεσαν όλα, ήρθε και το αφεντικό και μας έκανε χώρο να καθίσουμε πιο άνετα, ένας χοντρός απ τη παρέα που είχε χασάπικο μιλούσε για τα ζώα ενός ολόκληρου στάβλου που σήκωσε απ τα μέρη της Ξάνθης, μοσχάρια κι αγελάδες κι ότι άλλο βρήκε μπροστά του για να τα κάνει κιμά και μπριζόλες, μια κομπανία πιο πέρα συζητούσε για τα παλιά μαγαζιά, το L AMORE και το ARIGATO κάπου στο Δοξάτο έξω απ τη Δράμα τη δεκαετία του ογδόντα, τότε που υπήρχε χρήμα και οι τεράστιοι εκείνοι χώροι έπαιρναν μέχρι και χίλια άτομα, έφερναν φίρμες σαν τον Γαβαλά στα τελευτία του και την Άντζελα Δημητρίου στα πρώτα της κι άλλους πολλούς αστέρες διάττοντες της εποχής, πιο αργά, στις μικρές ώρες έρχονταν και γυναίκες κι οι αγρότες πήγαιναν το πρωί στα σπίτια τους για να κοιμηθούν πάνω στα τρακτέρ….

Ξαφνικά έπεσε δουλειά στη ταβέρνα λες και πλάκωσαν όλοι οι τρελαμένοι κι οι πεινασμένοι της πόλης και των περιχώρων, ο Χρήστος ο ιδιοκτήτης, βρέθηκε μοναχός του εκείνη τη στιγμή, μας είπε αν μπορούσαμε να βοηθήσουμε λίγο, μούδωσε το κινητό του να κάνω κάτι τηλέφωνα αλλά εκεί μέσα γίνονταν χαμός κι ούτε ήξερα πως δούλευε εκείνο το πράγμα, όταν επιτέλους το άνοιξα υπήρχαν χιλιάδες ονόματα, ένα χάος, δεν υπήρχε περίπτωση να βρω άκρη, ο Αργύρης που τα καταφέρνει πολύ καλύτερα από μένα σ αυτά ανέλαβε, ύστερα καθίσαμε πάλι, ένα παιδί μας έλεγε κάτι ιστορίες για μια κοπέλα που είχε γνωρίσει σ ένα νησί, κάποιο βράδυ κοιμήθηκε μαζί της στην παραλία, στην άμμο, κι ήταν σα παραμύθι, την ερωτεύτηκε, την έχασε και την γύρευε καιρό πολύ, έμαθε ότι αυτή έχε παντρευτεί στο μεταξύ, την είδε αργότερα σ ένα μέρος κι αυτή του έγνεψε αδιόρατα σα να ήθελε να του πει κάτι, αυτός τη κοιτούσε αποσβολωμένος, χαμένος εντελώς δεν ήξερε τι να κάνει πως να φερθεί....

Ένας τύπος ήρθε εκεί στο μαγαζί, από μια βρεγμένη βαλίτσα έβγαλε ένα πακέτο με ποτήρια και κρύσταλλα Βοημίας που τά έφτιαχναν κάπου στην Τσεχία χρησιμοποιώντας ποτάσσα  καμωμένη από τη τύρφη της φτέρης και της οξιάς σε δάση αρχαία που θάφτηκαν προτού εκατομύρια χρόνια  όπως μας είπε. Ζήτησε να κάνουμε ησυχία, αράδιασε ποτήρια με μεγέθη διαφορετικά, είχαν μια ποσότητα νερού μέσα τους και λαμποκοπούσαν έβρεξε έπειτα τα χέρια του κι άρχισε να περνά γρήγορα τα δάχτυλα πάνω απ τα χείλη των ποτηριών που άρχισαν να βγάζουν έναν ήχο σαν σφύριγμα, ήταν σα ν άκουγες τον αέρα  να φυσσά σ εκείνα τα δάση τα αρχαία,   ΄΄ Έτσι ξεχωρίζεις το αληθινό κρύσταλλο!΄΄ είπε ο μαυριδερός τύπος χαμογελώντας κι ένα χρυσό δόντι φάνηκε σε μια γωνιά του στόματός του....

Όμως εμένα εκείνη η μουσική μου θύμιζε τη μελωδία που είχα όλη τη μέρα στ' αυτιά μου και το μυαλό συνέχισε τους παράξενους συνειρμούς και τους συσχετισμούς και τις πολύπλοκες λειτουργίες του, σκεφτόμουν πως γίνεται κάποιοι να κάνουν τόσες βλακείες όση η άμμος της θάλασσας και να επιζούν παρόλα αυτά και να συνεχίζουν, γιατί κάποιοι τρελαίνονται όταν πας να κάνεις κάτι διαφορετικό που χαλά τη γαλήνη και την ησυχία τους κι ύστερα άμα πετύχεις αλλάζουν στάση σα να μη τρέχει τίποτα, θα μπορούσαν να κάνουν τη ζωή σου -και τη ζωή τους -ευκολότερη, δεν ήταν τόσο δύσκολο, δε θα πάθαιναν και τίποτα, όχι ότι ήταν υποχρεωμένοι βέβαια, απλά έτσι γίνονται πιο απλά τα πράγματα, δε χρειάζεται να σκοτώνεσαι κάθε φορά…

Όπως βγαίναμε απ το μαγαζί φαντάροι στέκονταν προσοχή μπροστά σε μια σημαία που υψώνονταν αργά - αργά, ένα φανάρι διαλυμένο από κάποιο τρακάρισμα εξακολουθούσε να αλλάζει χρώματα, μια γυναίκα με σώμα παλαιστή έβγαζε φωτογραφίες τα μικρά της που την κοίταζαν από χαμηλά με δέος : ''Μη στέκεσαι σαν ηλίθιος Βασίλη!΄΄ το μυαλό μου ήταν ζαλισμένο σκόρπιο σα το χιόνι που πέφτει, σταγόνες της βροχής χοροπηδούσαν στην άσφαλτο μια μουσική θυμίζοντας γκλανγκ- γκλανγκ, φώτα αναβόσβηναν ρυθμικά κι αυτά στα χωριά πέρα μακριά, ένας σκύλος μαλλιαρός ήρθε κοντά μας να τον χαϊδέψουμε όμως ο χοντρός χασάπης τον έδιωξε άγρια μια πέτρα μάζεψε από κάτω και του πέταξε το ζώο κοντοστάθηκε μια στιγμή κι ύστερα άρχισε να τρέχει κοιτάζοντας πίσω η βροχή χοροπηδούσε στην άσφαλτο ασταμάτητα….


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...