Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

ΓΙΝΟΥ ΟΜΟΡΦΗ

'' Στην αγαπημένη μου μανούλα!'' έγραφε μια κάρτα στολισμένη με λουλουδάκια κι άλλα σχέδια παιδικά πάνω στο γραφείο της κι αυτός σκέφτηκε ότι αυτό δεν τόχε λάβει υπ όψιν του.

Κατά λάθος είχε περάσει απ το γραφείο της όπως ήταν ανοιχτό κι έριξε μια ματιά στα αντικείμενα που είχε βάλει αυτή πάνω στον υπολογιστή όπου δούλευε. Έβλεπε τώρα ότι ζούσε σ έναν άλλον κόσμο, δεν είχε συνειδητοποιήσει αυτή τη διάσταση, αυτή τη πλευρά της ζωής της όταν τον φλερτάριζε, βέβαια είχε δει τη βέρα της να γυαλίζει στο δάχτυλό από τη πρώτη στιγμή αλλά το είχε προσπεράσει, τώρα όμως αντιλαμβάνονταν κάτι διαφορετικό.

Βέβαια κι αυτουνού του άρεσε το παιχνίδι- αν και πρέπει να παραδεχθούμε ότι ήταν πιο προσεχτικός -κι αυτός την παρακολουθούσε πως ζωήρευε κοντά του τότε που χτυπούσε τα πλήκτρα του υπολογιστή κι έγραφε στο χαρτί με το αριστερό της χέρι, ώρα πολύ την έβλεπε έτσι και πολύ του άρεσε να παρατηρεί την καμπύλη που σχημάτιζε το προφίλ της μύτης της, την φιλντισένια της επιδερμίδα, το χρειάζονταν κι αυτός να περνάει από κοντά της προσπαθώντας απεγνωσμένα να κλέψει κάτι από τον αέρα κι απ το άρωμα της κι απ την ανάσα της .

Πάντα του άρεσε να παρακολουθεί τους ανθρώπους, να τους ερευνά, να τους ξεκλειδώνει, να μπαίνει βαθιά μέσα τους, συνήθως έβλεπε πράγματα που δεν μπορούσαν οι άλλοι να δουν, τις γυναίκες πιο πολύ μελετούσε, αυτές με τον περίπλοκο ψυχισμό και την σύνθετη ψυχολογία που έχουν συνήθως προθέσεις κρυφές και σκοπούς ανομολόγητους.

Τη χρειάζονταν αυτή τη γυναίκα το καλοκαίρι που το ξανθό κύμα του ήλιου έλουζε τους δρόμους.

Και το μουντό φθινόπωρο τη χρειάζονταν, μα πιο πολύ την άνοιξη, τότε που οι αλλεργίες του έκοβαν την αναπνοή και δεν μπορούσε να ανασάνει κανονικά, τότε που τα ξεπλυμένα κυπαρίσσια έκοβαν στα δυο το γαλάζιο του ουρανού με τον συμπαγή τους όγκο, τότε που οι άνθρωποι ψάρευαν κάτω από τις μεταλλικές ομπρέλες της παραλίας, τότε που τα λεωφορεία τρέχανε μοναχά τους τους τις Κυριακές τα πρωινά στην άδεια Λαγκαδά, τότε που στα μπαλκόνια κρέμονταν γαρύφαλλα κατακόκκινα , τότε που οι άνθρωποι στην Κολόμβου περνούσαν τη διάβαση με τον ήλιο να βγαίνει θαμπός στο βάθος της Εγνατίας και τα σύννεφα καθρεφτίζονταν στα γυάλινα κτήρια του βαρδάρη.

Τη χρειάζονταν αλλά δεν την είχε ερωτευτεί κιόλας, ήξερε μέχρι που να το τραβήξει, που να σταματήσει, δεν ήταν σίγουρος γι αυτό που έκανε (ευτυχώς σκέφτονταν τώρα). Τη χρειάζονταν τα σαββατόβραδα που τα κορίτσια τοποθετούσαν γλυκά στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων και στα κομμωτήρια βλέπανε σήριαλ, τότε που ο κόσμος έβλεπε στα καφενεία με τις καλωδιακές τηλεοράσεις ανθρώπους να τρέχουν στο πράσινο χορτάρι κυνηγώντας μια μπάλα κι οι νύφες φωτογραφίζονταν ξαπλωμένες στα σκαλιά του νεοκλασικού κτηρίου εκεί στη Μαρτίου με βασιλίσσης Όλγας. Ο υδραυλικός με το γιό του συνέχιζαν να δουλεύουν γιατί δεν ήξεραν και τίποτα άλλο να κάνουν στη ζωή τους , έξω απ τα μαγαζιά με τα φρουτάκια κάποιος κάθονταν καπνίζοντας όπως πάντα, οι αγρότες έφευγαν από τις λαϊκές με τα αμάξια τους άδεια από ζαρζαβατικά και τ αμάξια έπαιρναν ανοιχτά πολύ τη στροφή μπροστά απ το Μακεδονία Παλλάς με τις ζάντες τους να γυαλίζουν σα να έτρεχαν σε Ράλι…..

Τον τρόμαζε όλο το σκηνικό αλλά του άρεσε κιόλας να τη βλέπει εκεί μπροστά στο φωτοτυπικό μηχάνημα, θα μπορούσε να το τραβήξει ακόμα λίγο, δεν ένιωθε ότι έκανε κάτι παράνομο, κάτι ανήθικο, δεν είχαν προχωρήσει, αυτηνής της άρεσε να παίζει με τη φωτιά κι έκανε πράγματα επικίνδυνα, μια φορά πήγε να τον φιλήσει κι αυτός τραβήχτηκε, ήταν παράξενος δε του άρεσαν πολλές τρυφερότητες αν και τον έλκυε απίστευτα αυτή η γυναίκα όπως ο μαγνήτης τα κομμάτια του μετάλλου. Της άρεσε που ήταν λίγο απόμακρος και χαμένος, ο τρόπος που περπατούσε με το κεφάλι ψηλά, η ζωτικότητα, ο ενθουσιασμός και η ενέργειά του, όπως έλεγε ''Γεια!'' το πρωί με τη μπάσα φωνή του, το στυλ του όλο, ίσως και να τον ζήλευε λίγο έτσι που ήταν άνετος κι ορεξάτος πάντα, αναρωτιόταν τι σόι μοτοράκι να ήταν αυτό που του έδινε τέτοια ώθηση.

Κι ύστερα σα να καθάρισαν όλα, με το που είδε εκείνη την κάρτα σκέφτηκε ότι τον χρησιμοποιούσε λίγο, ποιος δε χρησιμοποιεί τον άλλον σ αυτόν τον κόσμο θα μου πεις, όμως το παιχνίδι πρέπει να έχει κανόνες, πρέπει να δίνεις κι όχι να παίρνεις μόνο, κι ακόμα κάποιες φορές καλύτερα να μη το παίζεις καθόλου άμα νιώθεις ότι σε βγάζει σε αδιέξοδο, ρώτα και τη μάνα ή τη γιαγιά σου.

Τώρα μπορούσε να την καταλάβει καλύτερα όπως την έβλεπε να τρώει κάπως λαίμαργα ένα κομμάτι κέικ πίνοντας χυμό από ένα ποτήρι κολονάτο , μα βέβαια ήταν λίγο άπληστη! Γιατί δε μπορείς να τα έχεις όλα πως θα γίνει, δε μπορείς να έχεις την οικογένεια και τον άντρα σου και τη δουλειά και το φλερτ κι όλα! Υποτίθεται ότι αυτό που ήθελες ήταν τα παιδιά, αν δε σε γεμίζουν έχεις πρόβλημα, έκανες λάθος, άμα θέλεις να κάνεις κάτι καλά πρέπει να θυσιάσεις κάτι άλλο, δεν μπορείς να τάχεις όλα, δεν μπορείς να κολλάς και να κοιτάς με τρόπο πονηρό τον άλλον, να τον περιμένεις πότε θα περάσει μπροστά σου για να τον καρφώσεις με το βλέμμα, να τον στριμώχνεις πίσω από τα ράφια, να του βάζεις ιδέες στο μυαλό, κάτι δε πάει καλά.

Υποτίθεται ότι τραβάς το βλέμμα όταν σε κοιτά ο άλλος, όταν νιώθει την ταραχή στο στήθος σου που ανεβοκατεβαίνει απότομα, δε δίνεις αφορμή στον άλλον να δει το παντελονάκι που φοράς κάτω απ το τζιν το χαμηλοκάβαλο, δεν κοιτάς όλη την ώρα το ανοιχτό του πουκάμισο.

Αφού είδε εκείνη τη κάρτα μια φλασιά σα να άστραψε μέσα του, άρχισε να έχει τύψεις, υποτίθεται ότι κάποια πράγματα πρέπει να τα σεβαστείς, την έβλεπε διαφορετικά από παλιά, ήξερε από πάντα ότι δεν μπορεί να ήταν τόσο καλή χωρίς να είναι και τόσο κακιά όπως άλλωστε οι περισσότεροι άνθρωποι, ίσως είχε κάποιο πρόβλημα με το μικρό της που δεν τόπιανε ο ύπνος τη νύχτα ή με το μεγάλο που ήταν απείθαρχο και την είχε ταράξει, μπορεί να είχε κουραστεί να καρτερεί κάθε μεσημέρι πότε θα σχολάσει ο γιος της για να τον πάρει, ή να την είχε κουράσει να κουβαλά το μικρό στη αγκαλιά, να το σκεπάζει με την ομπρέλα όποτε ψιχάλιζε κι άλλοτε να καλύπτει το καροτσάκι μ ένα πλαστικό για να μείνει το μικρό στεγνό και να μην της κρυώσει άλλα έτσι υποτίθεται ότι είναι αυτά, πρέπει να περάσεις άπειρο χρόνο μαζί τους, να δείξεις υπομονή απέραντη άμα θες αύριο να είσαι περήφανος, να χάσεις κάτι, να υποφέρεις και να ζοριστείς λίγο, τίποτα που να αξίζει πραγματικά δεν είναι εύκολο σ αυτή τη ζωή, θα έπρεπε να είχαν βρει έναν τρόπο να κάνουν τη ζωή τους υποφερτή, να είναι κάπως ευχαριστημένες, λίγο ευτυχισμένες, να είχαν βρει τις προτεραιότητες τους σ αυτή τη ζωή, να προσέχουν κάπως τι εικόνα δίνουν προς τα έξω, να μη γκρινιάζουν, να μην ψάχνουν για εμπειρίες διαφορετικές.

Δε του άρεσε πια όπως ντύνονταν, από παλιά είχε κάποια θεματάκια που τα παρέβλεπε μα τώρα δεν μπορούσε, πιο πολύ του άρεσε όταν ντύνονταν απλά μ εκείνα τα χαμηλά παπουτσάκια και τις χρωματιστές φούστες, έμοιαζε με κοριτσάκι δροσερό τότε, αυτή κατάλαβε ότι κάτι είχε αλλάξει απάνω του, άρχισε να απομακρύνεται διακριτικά και κάποιες φορές επιδεικτικά, είχε θυμώσει μάλλον, δεν μπορούσε να το δεχτεί, αυτός ήταν πιο άνετος, είχε καταλήξει κάπου, το είχε δουλέψει στο μυαλό του όπως πάντα προτού καταλάβουν οι άλλοι τι είχε συμβεί, την είχε ξεπεράσει με δυο λόγια.

Όμως όπως και να ήταν του έλειπε, πως θα συνέχιζε τώρα δίχως εκείνες τις στιγμές που έπαιζε μαζί της κι έδιναν νόημα στη ζωή του καθώς τη σκέφτονταν συνέχεια αναλογιζόμενος πάντοτε ότι ήταν το καλύτερο πράγμα που του είχε συμβεί τη μέρα εκείνη;

Όπου και να κοιτούσε τα βράδια του φαίνονταν ότι όλες οι γυναίκες φορούσαν βέρες στο χέρι, κάτι λόγια που της είχε πει κάποτε έρχονταν στο μυαλό του ξανά και ξανά ''Γίνου όμορφη, γίνου όμορφη!

Ένα φανάρι σπασμένο έμοιαζε σαν αόμματο, αυτοκίνητα με πινακίδες βουλγάρικες, διαλυμένες τις εξατμίσεις τους και στραπατσαρισμένες τις λαμαρίνες διέσχιζαν τη Μοναστηρίου, τεχνικοί άνοιγαν φρεάτια και σχάρες που έχασκαν απειλητικά εκθέτοντας σε κοινή θέα καλώδια και σήραγγες από κάτω τους. Ένα κορίτσι χτυπημένο στην Τσιμισκή κάτω κείτονταν στην άσφαλτο, ένα αγόρι στέκονταν δίπλα της και κάτι της έλεγε, ο οδηγός που το έιχε χτυπήσει το ρωτούσε επίμονα: ΄΄Δεν έφταιγα εγώ έτσι δεν έφταιγα εγώ ; ΄΄, μια γυναίκα που ήξερε απ αυτά ούρλιαζε σ έναν τραυματιοφορέα ΄΄Μη τολμήσεις να της σηκώσεις το κεφάλι σα να ήτανε σακί γιατί θα σου τραβήξω μήνυση, θα σε χώσω μέσα για πάντα!’’.

 Στο Καπάνι κοντά σκύλοι μασουλούσαν κόκαλα τεράστια πάνω στο γρασίδι θυμίζοντας τη καταγωγή τους από τις προϊστορικές στέπες όταν έτρεχαν κοπαδιαστά στο ψηλό χορτάρι κυνηγώντας ώρες ατέλειωτες θηράματα δίχως να κουράζονται, ένα αεροπλάνο πετούσε μες τη βροχή με τα δυο μεγάλα φανάρια του αναμμένα σα τέρας μεταλλικό που στέκονταν στον αέρα ....





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...