Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

ΔΙΧΑΛΩΤΕΣ ΑΣΤΡΑΠΕΣ

Πήγε κι άδειασε όλο το λογαριασμό , τα πήρε όλα το
 καταλαβαίνεις , δεν άφησε φράγκο ο αχαΐρευτος, δε το περίμενε, όταν πήγε στη τράπεζα να δει τι γίνεται , της ήρθε συγκοπή, μια κοπέλα της είπε ότι δεν υπήρχε τίποτα μέσα ''Κοιτάξτε καλά δε μπορεί!'' ήθελε να πηδήξει μέσα απ το πάγκο, ''Σας λέω έχει αδειάσει δεν υπάρχει τίποτα!'', της ήρθε συγκοπή , τι ήταν αυτό πάλι , έπεσε ξερή σ ένα κάθισμα που βρέθηκε κοντά, ένας γέρος κοίταζε περίεργα.
 

Είχε τρελαθεί, δε μπορούσε να το χωνέψει, ζαλίστηκε, βγήκε απ τη τράπεζα και δεν ήξερε που βρίσκονταν και κατά που πήγαινε, όλα γύριζαν, μα πόσο αφελής ήτανε, πόσο ηλίθια, πήγαινε να σκάσει!
 

Αυτά ήταν χρήματα που κι αυτή είχε φτύσει αίμα για να τα μαζέψουν, τα χρειάζονταν εκείνα τα λεφτά , σου δίνουν μια ψευδαίσθηση ασφάλειας άμα κάτι πάει στραβά σε τέτοιους καιρούς κιόλας, έχεις μια εναλλακτική, είναι κι αυτό μια πολυτέλεια μπορείς να πεις και της τα κλέψανε, της τα πήρανε μες απ τα χέρια δίχως να τη ρωτήσουν, δεν γίνονται αυτά, πως μπορείς να κλέβεις χρήματα έτσι εν ψυχρώ, ήταν άδικο, γιατί , ποιος τούδωσε το δικαίωμα, πως τόλμησε να το σκεφτεί, αυτή δεν θα πείραζε ποτέ εκείνα τα χρήματα δίχως να ρωτήσει, πως μπόρεσε να τη χτυπήσει πισώπλατα σα ληστής!
 

Όλα γύριζαν και στροβιλίζονταν, πήγαιναν κι έρχονταν, κοπάδια ανθρώπων έρχονταν κατά πάνω της κι άλλα κοπάδια περίμεναν στις στάσεις, ναρκομανείς κείτονταν ανάσκελα στα σκαλοπάτια μιας εκκλησιάς, μια επιγραφή σ έναν τοίχο του ναού έλεγε ''Αγαπάτε τους εχθρούς ημών'', ναι καλά!
 

Μια γυναίκα πεσμένη στο απέναντι πεζοδρόμιο ζητούσε βοήθεια για να σηκωθεί , συνθήματα χυδαία στους τοίχους, ο ασύρματος σ ένα περιπολικό σταματημένο φώναζε για ένα ΝISSAN φορτωμένο με εργαλεία που είχε κλαπεί τη νύχτα, κρανοφόροι και ροπαλοφόροι πάνοπλοι μπροστά στο εμπορικό επιμελητήριο , σ ένα στενό κάποιος είχε πάρει σβάρνα τ αυτοκίνητα δοκιμάζοντας τα χερούλια μήπως βρει κάνα ξεκλείδωτο, τύποι μαυριδεροί άνοιγαν τους κάδους ανακύκλωσης, ληστές, ληστές, παντού !
 

Όλα γύριζαν στο κεφάλι της, ήταν κι εκείνη η άνοιξη που έμοιαζε πιο πολύ με φθινόπωρο, όλο έβρεχε έβρεχε κάθε μέρα που να πάρει και δεν έλεγε να σταματήσει λες κι είχαν ανοίξει οι καταρράχτες του ουρανού, αστραπές διχαλωτές κομμάτιαζαν τον αέρα , στο λεωφορείο μια αγγλίδα κοκκινομάλλα, σπαστικιά έλεγε ότι στην Ολλανδία όπου ήτανε το τελευταίο διάστημα όλο έβρεχε, καλά τι περίμενες κυρά μου κατά κει, ένας σωλήνας χαλασμένος εξακόντιζε νερό απ το υπέδαφος σα να αποκαλύπτονταν άλλοι καταρράχτες υπόγειοι!
 

Ουρές απίστευτες σχηματίζονταν στ ανοιχτά φαρμακεία σα να μοίραζαν κάτι εκεί πέρα, οι γυναίκες φορούσαν φουστάνια γεμάτα καρδούλες κι άλλες τυλιγμένες με τα πανωφόρια τους θύμιζαν αρμαντίλιο που βγήκαν να κυνηγήσουν τερμίτες μετά τη βροχή, ένα δέντρο κοντά στη Ροτόντα έβγαζε δυο ειδών άνθη, άσπρα και ροζ, κάθονταν και το κοίταζε, περιστέρια πετούσαν μπροστά απ τα παράθυρα και τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών...
 

Υποτίθεται ότι όταν χωρίζεις δε πάνε όλα στράφι έτσι , όταν έχεις ζήσει με τον άλλον τριάντα χρόνια κοντά υποτίθεται ότι κάποια πράγματα είναι σεβαστά, στην Ελλάδα ζούμε, δεν γίναμε Αμερική ακόμα, έτσι δεν είναι, (Nαι καλά!) , προσπαθούσε ώρα πολύ να καταλάβει τι είχε συμβεί, δε μπορούσε να το πιστέψει .
 

Aυτός που πέρασε τόσα χρόνια κοντά του κι έκανε τα παιδιά της μαζί του αποδεικνύονταν κάτι που δεν το είχε φανταστεί, πως γίνεται να λέει ψέματα κάποιος με τόση ευκολία, πως γίνεται κάποιοι άλλοι να τα δέχονται και να τα πιστεύουν, πως μπορείς να είσαι τόσο υποκριτής, πως γίνεται τη μια φορά να μην ανάβεις το καλοριφέρ όταν γυρνά η γυναίκα σου απ τη δουλειά πεθαμένη και την άλλη να τη χτυπάς πισώπλατα σα ληστής, πως γίνεται; Πως γίνεται κάποιος να μεταμορφώνεται έτσι αλλόκοτα μπροστά στα μάτια σου , να κάνει τα εντελώς αντίθετα απ αυτά που διακήρυττε με φανατισμό σα να μη τρέχει τίποτα, σα να είναι το πιο φυσικό πράγμα στο κόσμο!
 

Το πρωί που σηκώθηκε κοιτούσε στη στάση τα κορίτσια που πήγαιναν σχολείο με τα μαλλιά καλοχτενισμένα, όπως χαμογελούσαν μπορούσες να δεις τα σιδεράκια που βαστούσαν τις οδοντοστοιχίες τους, κοιτάζονταν στα τζάμια των αυτοκινήτων να ελέγξουν αν ήταν εντάξει,   ένα απ αυτά φορούσε κάτι παπούτσια αθλητικά απίστευτα  σ ένα  χρώμα γαλαζιο  με  κάτι στίγματα που θύμιζαν δέρμα άγριου ζώου μα που στο δαίμονα  τα έιχε βρει ! Τ  αγόρια απ την άλλη άστα να πάνε, παντελόνια τσαλακωμένα, μαλλιά ότι νάναι, τσάντες ξεχαρβαλωμένες, όλα χύμα, θυμόταν τα δικά της παιδιά, πάλι οι ίδιες σκέψεις έρχονταν, πως μπόρεσε να της το κάνει αυτό;
 

Φουρνάρηδες σχολούσαν απ τις νυχτερινές τους βάρδιες με τα μάτια κόκκινα, κτήρια από παλιά καπνομάγαζα κατά τη Σταυρούπολη, εδώ είχε φάει τα νιάτα της η μάνα της μες στη μπόχα από τα δέματα του καπνού που αδειάζονταν πάνω στους σιδερένιους ιμάντες με τον ιδρώτα απ τα γυναικεία σώματα να αναδύεται βαρύς μες την αποπνικτική ατμόσφαιρα, και κάτι λεφτά που είχε μαζέψει η μάνα της δουλεύοντας χρόνια εδώ πέρα υπήρχαν σ εκείνο το λογαριασμό.

Καθένας βέβαια έχει τη στρατηγική του σ αυτή τη ζωή, κάποιοι δε θέλουν να ζοριστούν, για πιο λόγο στο κάτω κάτω, άσε τους ηλίθιους να ξεσκίζονται και να φτύνουν αίμα, δε χρειάζεται να κοπιάζεις και πολύ, ούτε καν να είσαι έξυπνος χρειάζεται, απλά χτυπάς εκεί που ο άλλος δε το περιμένει, είναι τόσο απλό!
 

Θα μπορούσες να το πεις νοοτροπία αρπακτικού, κάποιοι τους θαυμάζουν κιόλας , αν άλλοι δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο κακό δικό τους, βέβαια κάποιες φορές αυτοί οι έξυπνοι ζαλίζονται, μπερδεύονται, χάνονται, πνίγονται μες τα ψέματα τους, τους ξεφεύγουν λόγια που δεν θάθελαν να ξεστομίσουν, γίνονται αξιολύπητοι, ένα μάτσο χάλια !

Μέσα σε λίγο διάστημα τάφαγε τα λεφτά, τα σκόρπισε, σα να τον είχε πιάσει μια μανία να μην αφήσει τίποτα, αγόραζε ρούχα και λαχεία, πήρε ένα αμάξι και το στούκαρε σε μια κολώνα, έκανε ταξίδια όπου νάναι, χάριζε δώρα σε φιλενάδες και φίλους σ όποιον έβρισκε , ότι βλακεία μπορείς να φανταστείς, τα ρήμαξε όλα, δεν άφησε ούτε φράγκο, τίποτα!
 

Όλοι είχανε φρίξει, κανείς δε του μιλούσε μετά απ αυτό, είχε γίνει αποδιοπομπαίος τράγος, μια φίλη της που τον πέτυχε σ ένα νοσοκομείο χίμηξε κατά πάνω του να τον σκίσει, τον κυνηγούσε στους διαδρόμους ουρλιάζοντας, δεν μπορείς ν αφήνεις να περάσει κάτι τέτοιο τόσο εύκολα έτσι δεν είναι, ακόμα κι αυτός είχε φοβηθεί, δε περίμενε τέτοια αντίδραση.
 

Συναντήθηκαν μετά απο λίγο καιρό σ ένα δικαστήριο άσχετο όπου έπρεπε κι οι δυο τους να παραβρεθούν, πήγαν για καφέ πιο πριν σ ένα μέρος όπου μαζεύονταν οι δικηγόροι το πρωί, με τις γραβάτες και τις κοιλιές και τους φακέλους τους να κουβεντιάσουν τρώγοντας μπουγάτσα. Όπως κάθονταν αντίκρυ της αναρωτιόταν πως δεν είχε δει τόσα χρόνια με ποιον είχε να κάνει, έρχεται μια ώρα που όλοι οι άνθρωποι ανοίγουν μια χαραμάδα, ή μια πόρτα, ή ένα χάος απέραντο και μια άβυσσο απ όπου μπορείς ν αντικρίσεις τον πραγματικό τους εαυτό για μια στιγμή μόνο προτού κλείσει το άνοιγμα, όμως εκείνη η στιγμή σου μένει για παντα , δεν μπορείς να τη ξεχάσεις, δεν πρέπει, σε σημαδεύει, τίποτα δεν είναι το ίδιο ξανά!
 

Και τότε ξέσπασε, του τα έσουρε όλα όσα είχε κρατημένα μέσα της , σαν ένα κύμα ανέβηκε η οργή απ τα βάθη της ψυχής της και τον χτύπησε αλύπητα, αυτός έσκυψε το κεφάλι κι άκουγε δίχως ναο αντιδρά κι οι δικηγόροι με τις γραβάτες και τις κοιλιές και τους φακέλους κοίταζαν απορημένοι. Τρόμαξε κι η ίδια, ίσως αυτό θα έπρεπε να το είχε κάνει νωρίτερα, του είπε, του είπε, του έσυρε τόσα όσα η άμμος της θαλάσσης και πάλι δε χόρτασε!
 

Μια Κυριακή μεσημέρι πήγε στα νεκροταφεία έξω απ την πόλη,
κάθε χρόνο έρχονταν εκεί πέρα πάλι με την άνοιξη, ήταν η γιορτή ενός παιδιού της που είχε πεθάνει βρέφος κι αυτή ήταν ακόμα μια πληγή αγιάτρευτη.

 Μπορούσες να δεις από κει τα χωράφια του σταριού να πρασινίζουν, τις αλάνες που είχαν πλημμυρίσει από χορτάρι, χαμομήλια άσπρα και κίτρινα φύτρωναν πλάι σε παπαρούνες κόκκινες, σπουργίτια πετούσαν ανάμεσα σε καλαμιές σ ένα ρέμα, μυρουδιά βρεγμένου χώματος πλανιόταν στον αέρα που είχε ξεπλυθεί απ τη βροχή, πέρα μακριά αχνοφαίνονταν η καμάρα μιας γέφυρας, χιόνια στεφάνωναν τον Όλυμπο, απ την άλλη μεριά του ορίζοντα, κατά το βορά όπως κοιτούσε της φάνηκε ότι είχε αναδυθεί ένα βουνό που δεν υπήρχε εκεί πέρα πριν όταν τον είδε να έρχεται από μακριά. Μια δέσμη λουλούδια βαστούσε , τι στο διάβολο ζητούσε εκεί πέρα, ποιος του είχε πει να έρθει, γιατί την κυνηγούσε, γιατί δε την άφηνε ήσυχη ;
 

Τον έβλεπε να πλησιάζει κι ένιωθε σα να παίζονταν εκεί πέρα ένα έργο, μια φαντασία, μια ταινία, σα να μη συμμετείχε σ όλο αυτό απλά στέκονταν και παρακολουθούσε. Σκέφτηκε ότι αυτή τη φορά θα ήταν χειρότερα απ την άλλη στο δικαστήριο, θα φώναζε μέχρι να την ακούσει όλη η πλάση, θα τον έκανε κομματάκια, όμως όσο αυτός πλησίαζε σα να συνέβαινε κάτι μέσα της, σα να έσβηνε λίγο - λίγο εκείνη η φωτιά που την έκαιγε , θυμήθηκε αυτό που είχε ακούσει ότι δε μπορείς ποτέ ν αποχωριστείς εντελώς τον πατέρα των παιδιών σου, ίσως πρέπει κάπως να το εκλογικεύσεις αλλιώς θα σαλτάρεις εντελώς, θα κάνεις καμιά βλακεία και μετά θα τρέχεις και δε θα φτάνεις σκέφτηκε , θα τον πετύχεις μπροστά σου με τ αυτοκίνητο και θα πατήσεις το γκάζι αντί για το φρένο, γιατί να σπαταλάς σκέψη και χρόνο κι ενέργεια για πράγματα που  έχουν χαθεί και δε μπορείς να κανείς τίποτα πια  κάποιοι δεν αλλάζουν, τόσο τους κόβει, έτσι γεννήθηκαν, το θέμα είναι να μη τους δίνεις αξία, κράτα ότι καλό έχεις για εκεί που αξίζει τον κόπο, ξεκόλα απ το παρελθόν, έκανες το λάθος να είσαι μαζί τους τόσον καιρό τώρα τι να σε κάνω .
 

Αυτός δεν έλεγε τίποτα, κάθονταν εκεί γερμένος με τα λουλούδια να κρέμονται στο χέρι του, έδειχνε σα να είχε γεράσει ξαφνικά, μια φλέβα γαλάζια πάλλονταν στον δεξί του κρόταφο, τα χαμομήλια σείονταν ανάμεσα στα πράσινα χορτάρια στις αλάνες, η κάμαρα της γέφυρας σα να σάλευε, πίσω απ το βουνό που είχε αναδυθεί οι διχαλωτές αστραπές έκοβαν σε κομμάτια τον ορίζοντα.
 

Άλλη φορά δεν τον ξαναείδε. Έμαθε ότι έιχε φύγει κάπου μακριά στο εξωτερικό , είχε βρει μια δουλειά  λέει σ ένα ορυχείο αλατιού σέ μια ερημιά,  ένα μέρος που ήταν κάποτε σκεπασμένο από θάλασσα.  Είχε βρει και μια γυναίκα  ντόπια μυστήρια  έκανε  κι ενα παιδί μ αυτήν,  μια φορά της είχε στείλει κι ένα γράμα με μια φωτογραφία. Προσπαθούσε να θυμηθέι πως ήτανε αλλά δυσκολεύονταν σα νάχε μπλοκαριστεί ολοκληρωτικά   εκείνο το κομμάτι της ζωής της, μονάχα στον ύπνο  της τον έβλεπε ολοζώντανο καμια φορά....  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...