Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

FULL BLOOM

Κορίτσια βγαίνουν κοπαδιαστά από τη λέσχη του πανεπιστημίου ένα μήλο πράσινο στο χέρι κρατώντας.

Βυσσινιά κορμάκια φορούν που ταιριάζουν με το χλωμό διάφανο τους δέρμα, καμπαρντίνες στο χρώμα του χώματος ζακετούλες ψιλές μ ασημένια πούλια σκορπισμένα που στραφταλίζουν σε κάθε τους κίνηση, ακουστικά πράσινα, γυαλιά καθρέφτες στα μάτια και μπουφάν άσπρα σαν νάχουν ξεκινήσει για κάποια πίστα του σκι, μπότες γερά δεμένες πάνω απ τον αστράγαλο , τζιν σκισμένα σ όλο το μήκος τους, μαντήλια χρωματιστά στο λαιμό, φουλάρια και κασκόλ γαλάζια, μάτια μπλε, ένα άρωμα αναζωογονητικό από αιθέρια έλαια κίτρου και γκρέιπ φρουτ αποπνέουν, μοιάζουν ν ανθίζουν κι αυτά αναδύοντας μια αίσθηση φρεσκάδας όπως μπαίνει η άνοιξη.

Άρωμα κίτρου και γκρέιπ φρουτ, υάκινθου κι αγριολούλουδων αναδύουν οι γυναίκες που περνούν δίπλα σου αγέρωχες σαν άλογα που καλπάζουν σε λιβάδι με τα φουντωτά μαλλιά τους να θυμίζουν χαίτη λιονταριού, ακόμα κι αυτές που έχουν βαρύνει λίγο μοιάζουν ν αλαφρώνουν την εποχή αυτή κι αναδύουν μια ζεστασιά και μια γλυκύτητα, τα κορίτσια εκεί στα πανεπιστήμια με τις διάφανες επιδερμίδες, τα σκισμένα σ όλο το μήκος τζιν, τα γαλάζια μάτια και τα μπλε κασκόλ άρωμα αγριολούλουδων κι αθωότητα αναδύουν μα πρέπει να είσαι προσεχτικός μαζί τους γιατί δεν είναι τόσο αθώα.

Μπουκέτα κι ανθοδέσμες πουλούν στ αμφιθέατρα για τις ορκωμοσίες, εκδρομικά λεωφορεία καταφτάνουν στην πύλη του Τριγωνίου ψηλά στα κάστρα, σκαλωσιές υψώνονται στα τείχη για επισκευές σα να ετοιμάζονται για καινούρια πολιορκία, μια πόρτα χάσκει ανοιχτή σαν κεκρόπορτα, κεραίες και πιάτα δορυφορικά φυτρώνουν ανάμεσα στις πολεμίστρες, η πόλη εκτείνεται από κάτω με τα τζάμια της να λαμποκοπούν σκορπισμένα ανάμεσα στα τσιμεντένια κτήρια.

Η αίσθηση της άνοιξης απλώνεται παντού , στις οθόνες κάποιου μαγαζιού στη Βενιζέλου καταρράχτες πελώριοι ρίχνουν τ αφρισμένα τους νερά στο κενό, ποτάμια τρέχουν ανάμεσα σε δάση καταπράσινα, βράχοι ορθώνονται στα χιονισμένα ακόμα τοπία, οδοιπόροι περπατούν σε τοπία ανεξερεύνητα, χωράφια πράσινα, λίμνες γαλαζωπές, πουλιά προσγειώνονται πάνω σε δέντρα που φλέγονται στο ηλιοβασίλεμα.

Πιτσιρικάδες κάνουν παρ κουρ στην παραλία πηδώντας στο αέρα για να προσγειωθούν στο χώμα έτσι απλά σα να μη τρέχει τίποτα, χυμούς από ρόδια πουλούν στα φαστφουντάδικα, σωροί από πορτοκάλια και συσκευασίες τσαγιού σε κουτιά τετράγωνα , ψυγεία γεμάτα μ αναψυκτικά, , περιπολικά παρκαρισμένα στην Αριστοτέλους αναβοσβήνουν τις γαλάζιες λάμπες τους, κάμερες τραβούν τον κόσμο που πάει κι έρχεται, σε μια οθόνη βλέπω τον εαυτό μου να περπατά στο πεζοδρόμιο κι αναρωτιέμαι ποιος είναι ο τύπος αυτός ....

Η φύση ετοιμάζεται να μπει σε φάση πλήρους άνθησης, μοιάζει να ξαναγεννιέται για μια φορά ακόμα καθώς ο καιρός αλλάζει, η θερμοκρασία ανεβαίνει, οι μέρες μεγαλώνουν ολοένα, το τοπίο μεταβάλλεται, όλος ο κόσμος δείχνει αλλαγμένος, το μυαλό προσπαθεί ν αφομοιώσει τα καινούρια δεδομένα. Στις εκκλησιές ακούς το ''Χαίρε νύμφη ανύμφευτε'' προσκυνώντας εικόνες στολισμένες με κρίνα και υάκινθους, κοπέλες θαλερές παντού τριγύρω, μάγουλα ρόδινα, μάτια λαμπερά, δάχτυλα ψάχνουν μέσα σε πορτοφόλια, μια στρώση από χνούδι στα χέρια τους, θες να τις αγγίξεις, να νιώσεις την υφή του δέρματος τους, αρώματα από κήπους συνοικιακούς σε κατακλύζουν, δέντρα κλαδεμένα στα στενά, πανσέδες και βιόλες σε χρώμα πορτοκαλί ανθίζουν.

Έξω απ την πόλη χαλιά από μαργαρίτες άσπρες απλώνονται στα γρασίδια πάνω, κρόκοι άγριοι ανθίζουν ανάμεσα σε πέτρες και ξερολιθιές , ερπετά βγαίνουν κάτω από βράχους όπου πέρασαν το χειμώνα ήλιο προσπαθώντας να μαζέψουν που τους έλειψε. Σαύρες πιτσιλωτές σέρνονται στο έδαφος σαν αυτή που έφτιαξε η Δήμητρα τότε που κάποιος την κορόιδεψε γελώντας επειδή έπινε διψασμένη μονορούφι νερό από ένα κύπελλο κι αυτή απ το θυμό της τον μεταμόρφωσε σε ερπετό ρίχνοντας απάνω του τις σταγόνες που είχαν μείνει στον πάτο του κυπέλλου. Γκορτσιές κι αγριοδαμασκηνιές και κερασιές και ρείκια φυτρώνουν στα φαράγγια προσφέροντας τη γύρη τους στις μέλισσες που έχουν τρελαθεί απ την πείνα όλο το χειμώνα, καρποφόρα ετοιμάζονται ν ανθοφορήσουν στις πλαγιές και στους αγρούς.

Σχέδια φτιάχνουν οι άνθρωποι για το καλοκαίρι που αχνοφαίνεται στο βάθος, όνειρα για ταξίδια σε νησιά και παραλίες με καράβια κι ιστιοπλοϊκά, απολογισμούς κάνουν για τον καιρό που πέρασε, οι ορίζοντες κι δρόμοι φαίνεται ν ανοίγουν ξανά, πάλι πρέπει να διαλέξεις κατά που και με ποιους θα πας, καινούρια διλήμματα ν αντιμετωπίσεις, πάλι κάποιους θ αφήσεις πίσω, έτσι γίνεται πάντα, καινούρια πρόσωπα θα προκύψουν ξανά, επιλογές τρομαχτικές πάλι θα πρέπει να κάνεις διαλέγοντας μες απ το σωρό με την ευχή να βγεις σωστός αυτή τη φορά, γυναίκες θα φύγουν αφήνοντας ένα άρωμα γλυκό ξοπίσω τους, μπορεί να μοιάζει μ αυτό που αναδύουν τα κορίτσια εκεί στις βιβλιοθήκες των πανεπιστημίων.

Όπως μπαίνει η άνοιξη τις παρασκευές ο Ακάθιστος Ύμνος ακούγεται στις εκκλησιές, ξεχνάς να φας όλη μέρα κι ο κυρ Γιάννης σου δίνει αμύγδαλα και καρύδια που βγάζει απ τη τσέπη του, νηστεύει κι αυτός, το πρωί έκανε μια εγχείριση για την ωχρά κηλίδα στη Γενική Κλινική εκεί στη παραλία, το μάτι του δείχνει να γίνεται πιο θολό αυτή την εποχή και φοβάται ότι δε θα μπορεί να δει τίποτα στο τέλος. Τα ψυχοσάββατα γυναίκες γονατίζουν ως το πάτωμα στις εκκλησιές ακούγοντας ''Την τιμιωτέραν των χερουβείμ και ενδοξότεραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ...'' και σούρχεται να κλάψεις , παπάδες πάνε να κοινωνήσουν ετοιμοθάνατους χωρίς να μιλάνε κρατώντας κάτι κρυφό κάτω απ το πετραχήλι τους.

Σ ένα μνημόσυνο μιλούν για ένα παιδί που σκοτώθηκε προσπαθώντας να κόψει μια αγριολεύκα με το αλυσοπρίονο. Το δέντρο είχε φυτρώσει λοξά σε μια πλαγιά κι όπως τόκοψε από τη μια μεριά ένα κομμάτι ξύλου σκίστηκε απ τον κορμό και τον ξέσκισε, καλό παιδί λένε ότι ήτανε αλλά έμοιαζε να ζορίζεται τελευταία πολύ, προτού πεθάνει είχε χαρίσει ένα σωρό πράγματα στους φίλους του σα να το προαισθάνονταν, ήταν λέει στα σαράντα του κι αυτή η ηλικία είναι η πιο επικίνδυνη γιατί έχεις όλα τα βάρη να σηκώσεις, τα παιδιά μεγαλώνουν, οι γονείς γερνάνε, τα δάνεια τρέχουν, οι εποχές αλλάζουν όλη την ώρα χωρίς να σ αφήσουν να πάρεις μιαν ανάσα, δεν αντέχουν όλοι τη πίεση .

Εν τω μεταξύ η φύση ολάκερη ετοιμάζεται να μπει σε πλήρη άνθιση κι ο άγγελος ετοιμάζει το εξοχικό του στη Χαλκιδική εκεί στο Όρος απέναντι όπου τον τσίμπησε ένας σκορπιός πέρσι το καλοκαίρι όπως περπατούσε ξυπόλυτος όλη την ώρα. Στο κέντρο υγείας τον τρέχανε, όλη νύχτα είχε τρελαθεί απ τον πόνο. Ήταν κατά κει το σαββατοκύριακο τριγυρνώντας σε μονοπάτια όπου κρόκοι άγριοι μαβιοί και κίτρινοι φυτρώνουν στις πέτρες ανάμεσα και σε χωράφια που διψούν για νερό πάντα όσο κι αν βρέξει. Περπατούσε στα χωράφια που θέριζε κάποτε ο πατέρας του με τα σιδερένια ψαλίδια τέτοια εποχή, μέσα απ τα τριφύλλια που είχαν ψηλώσει πετάγονταν λαγοί κι αλεπούδες κι άλλα ζούδια πανικόβλητα, αυτά που μπορούσες να δεις το βράδυ σαν κατέβαιναν απ τα βουνά με τα μάτια τους να γυαλίζουν στα σκοτεινά για να πιουν από μια πηγή που είχε σπάσει στα τέλη Μαρτίου. Στη παραλία τριγυρνούσε το σαββατοκύριακο ο Άγγελος κοντά σ ένα πύργο βυζαντινό μισογκρεμισμένο, ένα παρατηρητήριο για τους πειρατές που έρχονταν κάποτε απ το πέλαγος ''Αλός Πύργος'' το λένε εκείνο το παρατηρητήριο ''Ο πύργος της θάλασσας !''

Όπως μπαίνει η άνοιξη κλείνεις μια στιγμή τα μάτια μα νιώθεις τον ήλιο να σε χτυπά, στα Διαβατά το χορτάρι μεγαλώνει δίπλα στους χωματόδρομους που πρέπει να διασχίσει μια γυναίκα για να δει το γιο της στις φυλακές εκεί πέρα , λόφοι του Κιλκίς στο βάθος, λεύκες σείονται στον αέρα, νερό τρέχει σε κανάλια, αμάξια με τα παράθυρα ανοιγμένα περνούν πάνω από ράγες κάτω από την αερογέφυρα στα ΚΤΕΛ κοντά. Ο Ηρακλής με την ομάδα του ψάχνουν έναν παππού που έχει χαθεί, ρωτούν στο Δενδροπόταμο ναρκομανείς που έχουν σταματήσει για τη μεσημεριανή τους δόση, ψάχνουν κάτω από γεφύρια γκρεμισμένα όπου κοιμούνται οι άστεγοι, σε στρατόπεδα εγκαταλειμμένα όπου κάποιοι έχουν αφήσει τα σλίπινγκ μπανγκ μες τα οποία κοιμόντουσαν το χειμώνα, τον γυρεύουν στην Καλαμαριά σε μια αλάνα απέραντη, ένα φως κάπου στη μέση, ένα φωτάκι, ένα σπιτάκι στη μέση του πουθενά, χορτάρια βρεγμένα, μια γυναίκα που έχει βγάλει τα σκυλιά της βόλτα τους δίνει πληροφορίες που να κοιτάξουν, περπατούν μέσα σε λασπωμένα μονοπάτια όπως μπαίνει η άνοιξη....

Χαμένος περπατώ κι εγώ μες σ όλα αυτά, στην Ιωνία οι οδηγοί των αστικών πολύ σκληροί, δε καταλαβαίνουν τίποτα, μαλώνουν άγρια με τους μεθυσμένους Γεωργιανούς που ανεβαίνουν κρατώντας κουτάκια μπύρας , κοπάδια σκύλων τρέχουν έξω από το εργοστάσιο της ΕΚΟ, ένας κουτσός στο πίσω πόδι ανάμεσα τους, εστίες φωτισμένες τη νύχτα στο γήπεδο του ποδοσφαίρου. Όπως περπατούσα στα στενά ένας μαύρο λυκόσκυλο βγήκε απ το πουθενά και με κατατρόμαξε , ένα αμάξι παραλίγο να με πατήσει, μια φίλη μου έχει πει ''Εσύ παιδί μου αετό πετάς τώρα τελευταία !''

Έχει δίκιο φυσικά, θα μπορούσα να της πω ότι δε μπορείς να κάνεις διαφορετικά, κάτι θα σου ξεφύγει όταν είσαι καταδικασμένος να τραβάς μπροστά ακόμα κι αν αμφιβάλλεις όλη την ώρα, δε γίνεται αλλιώς, πρέπει ν αλλάξεις κι εσύ όπως η φύση γύρω για να μείνεις ζωντανός, ξεδιπλώνοντας τον εαυτό σου προσεχτικά όσο γίνεται προς τα έξω σ άλλες σφαίρες και σ άλλα επίπεδα περνώντας.

Σαν παλαβός οδηγούσε ο οδηγός εκείνος περνώντας πάνω από λακκούβες που τράνταζαν το όχημα έμοιαζε να θέλει να ξεφύγει από κάποιον πίσω του , στο λεωφορείο εργάτες που σχολούσαν από τη βάρδια τους Πακιστανοί και Έλληνες σκονισμένοι, πεθαμένοι απ την κούραση, ένας επιβάτης έχει ένα τατουάζ αράχνης στην εξωτερική μεριά της παλάμης, ιδρώνει δίχως λόγο από κάποια ουσία που έχει πάρει σίγουρα, ο οδηγός συνεχίζει την παλαβή πορεία του σα να μη συμβαίνει τίποτα....

Στη βιβλιοθήκη ένα ξανθό κορίτσι όμορφο με δέρμα χλωμό, όπως ερχόμουν πίσω της στάθηκε μια στιγμή και μου άνοιξε τη πόρτα περιμένοντας να περάσω, εγώ σκεφτόμουν ότι δε μπορεί, κάτι λάθος έχει γίνει, οι όμορφες συνήθως σου κλείνουν την πόρτα στα μούτρα, τι γίνεται εδώ πέρα, θα ονειρεύομαι ξανά, κάτι σκουλαρίκια χρυσά φορούσε, ένας σταυρός πλατύς στο λαιμό της, ένα άρωμα από αγριολούλουδα και κίτρα και λεμόνια και πορτοκάλια κι αιθέρια έλαια και κρόκους, ένα μπλουζάκι με ρόδακες και άνθη έγραφε ''Full bloom....


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...