Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ



Οι άντρες κλαίγανε εκεί πέρα κι οι γυναίκες το ίδιο, πρώτη φορά έβλεπα τόσο μικρό φέρετρο στα λουλούδια πνιγμένο, το παιδάκι φαίνονταν ήρεμο αλλά χλωμό, ένα κομμάτι απ το ευαγγέλιο ακούγονταν ο χριστός καλούσε τα μικρά παιδιά κοντά του.
  
Ο δεσπότης που το γνώριζε το παιδάκι  είπε για τα αδελφάκια του  που έχασε σαν  ήτανε μικρός, παρηγορητικός ήταν ο τόνος του,  ιερείς γύρω ένα σωρό δακρυσμένοι, χορωδίες, κόσμος, εικόνες ζωγραφισμένες στο τοίχο , ο αρχάγγελος σε φόντο χρυσαφένιο έβγαζε το σπαθί απ το θηκάρι του βλοσυρός, αυτός λέει είναι που παίρνει τις ψυχές κάτω στον Άδη , ο Θανάσης κάτω από μια κολόνα βλοσυρός κι αυτός, δάκρυα έτρεχαν απ τα μάτια του Δημήτρη, πλησίασα να χαιρετήσω, ούτε που ήξερα τι κάνουν, μια εικόνα,  ύστερα το νεκρό παιδάκι, ένα μέτωπο πλατύ, το φίλησα ήταν κρύο πολύ , παγωμένο, ο Άρης παραδίπλα συντετριμμένος , παραιτημένος  μα  ήρεμος,  η γυναίκα του σαν το χαρτί άσπρη αναστέναζε, κάποια της δρόσιζε μ ένα μαντήλι το πρόσωπο, τη βοηθούσε ν’ ανασάνει όπως πνίγονταν,   πλησίασα τον αγκάλιασα, ''Πολύ μ αγαπάτε ρε παιδιά!'' είπε ξέπνοα .

Το ήξερα εκείνο το παιδάκι, ερχόταν κοντά μας κι πατέρας του έσκυβε να το τυλίξει στα χέρια του, κάτι γυαλάκια ασημένια φορούσε, όλα τα γράμματα και τους αριθμούς είχε μάθει, πολύ έξυπνο, ένα κάρο επεμβάσεις είχε υποστεί κι ήταν τόσο υπομονετικό και καλόβολο, κουράζονταν εύκολα, δε μπορούσε να τρέξει όπως οι φίλοι του, στην Ολλανδία το είχαν πάει για κάτι άλλες εγχειρίσεις, πράσινο πολύ κατά κει, τόσο που το μάτι πιάνεται.

Στη Τήνο είχανε πάει να προσκυνήσουν, όλα καλά  να πάνε, είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο, φυσούσε μανιασμένα κατά κει, στην Αθήνα θα έμενε στο σπίτι ενός καλόγερου που μπαινόβγαινε στο Άγιο Όρος κι έλειπε αυτό τον καιρό,  η τελευταία εγχείριση θα ήτανε αυτή αλλά κι η πιο δύσκολη, θα άνοιγαν την  καρδούλα του μια τρυπούλα να κλείσουν, κάτι τέτοιο  Φοβούνταν Ο Άρης , μας τόχε πει,  τελικά δεν άντεξε η καρδούλα του .

Ψαλμοί ακούγονταν στην εκκλησιά ''... ότι αυτός ο κύριος εν κελεύσματι,  εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι θεού καταβήσεται απ ουρανού και οι νεκροί εν χριστώ αναστήσοννται  πρώτον  έπειτα εμείς οι ζώντες αρπαγησόμεθα  εν νεφέλαις .....εις αέρα !'', κάτι λόγια: '''Ο και νεκρών και ζώντων την εξουσίαν έχων ως αθάνατος βασιλεύς!'' ποιος στο καλό μου είναι αυτός ο αθάνατος βασιλεύς που κυβερνά ζωντανούς και νεκρούς αντάμα ;

Ένας τύπος με κουστούμι μας είπε να συντομεύουμε, σ ένα αμάξι μπήκαμε ακολουθώντας τη νεκροφόρα, διασχίσαμε τη Λαγκαδά, κάτω απ την αερογέφυρα της Σταυρούπολης κάποιος τρελαμένος κορνάριζε ακατάπαυστα , στον περιφερειακό του Ευόσμου κι ύστερα δεξιά προς τα κοιμητήρια,  δούλευα ένα φεγγάρι  κατά δω, το ίδιο θλιμμένο τοπίο όπως  τότε , σκουπίδια, λαμαρίνες παντού και γυαλιά.

Στα μνήματα όλο τάφοι παιδιών και παλικαριών, ένας καλόγερος έκανε τη τελετή, φωνή βαριά, τον ήξερα, ένα πετραχήλι κρεμασμένο στο λαιμό, η μάνα έκλαιγε: ''Ανοίξτε λάκκο βαθύ να μπω μαζί του να μην είναι μοναχό και φοβάται εκεί στα σκοτεινά που πάει!'', μια σακούλα με τα ρουχαλάκια του έριξαν μέσα στον τάφο κι ένα μπουφάν, ''Κρατήστε τη ζακέτα δώστε τη σε κανένα φτωχό '' είπε ο παππάς ΄΄ είναι κρίμα ΄΄, - ΄΄ Όχι δε τη θέλουμε΄΄ είπε η μάνα, δάκρυα τρέχανε στα μάγουλα μας και σ' αυτά των παπάδων ,''... ΄΄Και το κομπιούτερ που έπαιζε ρίχτε το μέσα!'' είπε η μάνα κρατώντας ένα πράσινο μηχανηματάκι, ''Μη ρίχνετε χώμα!'' είπε ο καλόγερος ''.΄΄..δε πρόλαβε ν’  αμαρτήσει το μικρό!'' ,  ένας νεκροθάφτης μαυριδερός με μια φόρμα γαλάζια και κάτι εργαλεία στις πλαϊνές τσέπες ανέλαβε κατόπι .

Στην αίθουσα δεξιώσεων καθίσαμε ένα καφέ να πιούμε, το θυμόμουν αυτό το μέρος, καθόμασταν εκεί πέρα στα διαλειμματα,  ο Βασίλης που έχει τρία μικρά παιδιά ήταν σοκαρισμένος, δεν είχε κοιμηθεί όλη νύχτα,  ένας άλλος πιο ήρεμος έδειχνε,΄΄Συμβαίνουν αυτά!΄΄ είπε κάποιος που δούλευε μάγειρας,΄΄… όλα μπορούν να συμβούν σε μια τέτοια εγχείριση, είναι σα να σου καίγεται το φαΐ όλα γίνονται΄΄  .

''Τι θα έκανες εσύ;'' ρώτησα κάποιον δικό μου: ''Ένα μήνα άδεια θα έπαιρνα '' είπε,  ένας άλλος όμως άλλη γνώμη είχε: '' Θα γύριζα στη δουλειά την άλλη μέρα κιόλας, αυτό το πράγμα μπορεί να σε στείλει στον άλλο κόσμο μια ώρα αρχύτερα άμα το σκέφτεσαι συνέχεια΄΄.

Εγώ πάλι σκεφτόμουν πως θα κάναμε γιορτές δίχως τον Άρη, πότε θα γύριζε, τι θα έκανε, τι θα κάναμε;

Τη προηγούμενη μέρα ήμασταν μαζί, ένα καταραμένος γέρος ήρθε κοντά και μας έσπασε τα νεύρα, δε μπορούσαμε να τον σουτάρουμε, τελικά τσακίστηκε γκρεμίστηκε, έφυγε, στρώσαμε όλα τα είχαμε δώσει, κάποιοι μας ρωτούσαν ''Που τα βρήκατε αυτά, τι λένε τα λόγια τους ;''

Στο σπίτι του κυρ Γιάννη είχαμε πάει ύστερα, κάτι ψάρια έξοχα είχε ψήσει, η γυναίκα του κυρ Γιάννη γεροδεμένη, ψηλή, μας σερβίριζε, δούλευε στα κλωστήρια αυτή κάποτε, στη Πυλαία έμενε, κατά κει ήτανε το σπίτι της, με τα πόδια πηγαινοέρχονταν,  ούτε που έδινε σημασία στα ψάρια , ούτε που γύρισε να τα κοιτάξει ρε φίλε ο Άρης τι παιδί κι αυτό, στους ψαλμούς κολλημένος όλη την ώρα και στους ήχους, στο αμάξι, στο σπίτι, στο ίντερνετ, τα ίδια ακούσματα.

Κάτι τροπάρια απίστευτα είχαμε πιάσει εκεί στο σπίτι του κυρ Γιάννη , ''Φως εκ φωτός έλαμψε τω κόσμω..... ο επιφανείς θεός!''- ''.. δια καταβάσεως η προς θεόν άνοδος γίνεται!''- ''' ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις!΄΄, και τ' άλλο το μαγικό :'' ...βαπτίζεται χριστός μεθ' ημών, ο πάσης επέκεινα καθαρότητας!'', κάτι να μας καθαρίσει θε μου, να μας ξεπλύνει, να εξαγνιστούμε, να ξελαμπικάρουμε!

Τι θα έκανε τώρα ο Άρης που τούχαν δώσει το όνομα του Βελουχιώτη γιατί ο παππούς του ήταν πρωτοπαλίκαρο του καπετάνιου έναν καιρό στα βουνά της Θεσσαλίας , τι θα γίνονταν δίχως το μικρό εκείνο που τ' αγαπούσε τόσο, που θα βρίσκαμε κάποιον σαν κι αυτόν, πως θα κάναμε γιορτές, ποιος θα με άντεχε εμένα με τόση υπομονή δίχως να με σουτάρει, διακόσια χρόνια έκανα να βρω σαν αυτόν κάποιον, για ποιον θάκανα το χαλί, τη μουσική υπόκρουση για να κάνει τα κόλπα του τα τρελά σηκώνοντας το κεφάλι πίσω σα να χάνονταν στους ήχους του .

Τα είχε δει όλα , η μάνα του πέθανε δυο χρόνια πριν και τον είχε φαρμακώσει, δυο φορές το χρόνο μια μελαγχολία τον έπιανε, την άνοιξη πιο πολύ, πως θα το περνούσε κι αυτό ;
Φοβούνταν την εγχείριση, μας τόλεγε, ύστερα καφέ μας έφτιαχνε, τα ποτήρια έπλενε εκεί μέσα στο κουζινάκι με τις άσπρες ορχιδέες και τ άλλα τα φυτά τα εξωτικά με τα παχιά φυλλώματα και τις πιτσιλιές τις κιτρινωπές που είχε φέρει μια γυναίκα, κουλούρια και τυρόπιτες μας  κερνούσε, ''Δε γίνεται να μη μπορείς να βρεις μια γυναίκα με τα μυαλά στο κεφάλι μέσα!'' μούλεγε, κι  ιστορίες διάφορες  , για έναν φίλο του που κέρδισε το λαχείο δυο φορές στην Καρδίτσα, κάτω στον κάμπο, κι όλες πέσανε απάνω του.

Στο κέντρο όλα αλλόκοτα φάνταζαν τη μέρα εκείνη, στην Εγνατία κοπάδια περιστεριών κι αυτοκινήτων, όπως έβγαινα απ τη Πρωτοπορία το βιβλιοπωλείο κάτω στη παραλία, το φως που έρχονταν απ τη θάλασσα με στράβωνε, μια φιγούρα θολή διαλύονταν μπροστά μου, να ξεχωρίσω δεν μπορούσα τίποτα , όλα αποσυνθέτονταν.

Απεργίες, φασαρίες, δρόμοι μπλοκαρισμένοι ,κάτι κόκκινα πλαστικά έκλειναν τις εξόδους , λεωφορεία έστριβαν διπλώνοντας στα δυο το κορμό τους , εγώ σκεφτόμουν τη φορά εκείνη που είχαμε τραγουδήσει σ ένα χωριό το '''Ήθελα να σ αγαπώ...... κανείς να μη, κανείς να μη το ξέρει…'' κι ο κυρ Κώστας έβλεπε δάκρυα να κυλάνε στο μάγουλο μου.

Το βράδυ κλειστό το κέντρο, μ ένα ταξί γυρνάω, ένας τροχονόμος μας σταματά, στην Ολύμπου μπαίνουμε, εκεί στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων κοντά στο βαρδάρη βγαίνουμε, σκοτάδι παντού, κάτι κτίρια γεμάτα φωτιστικά που αναβοσβήνουν σα πυγολαμπίδες τερατώδεις, τεράστιες, κρύσταλλα και τζάμια, τα λεφτά μου πέφτουν στο πίσω κάθισμα, ο ταξιτζής σηκώνει το κάθισμα να τα βρούμε, που πήγε εκείνο το παιδάκι, πως αλλάζουν όλα μπροστά στα μάτια, πως γίνονται αέρας σκόνη, τι είναι εκείνες οι νεφέλες που θα μας αρπάξουν στον αέρα ψηλά,  ποιος είναι εκείνος ο αθάνατος βασιλιάς, που κυβερνά ζωντανούς και πεθαμένους….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...