Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

ΚΑΒΑΛΑΡΗΔΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ



Ένας όγκος από λαμαρίνα και σίδερο έρχονταν  με φόρα κατά  πάνω του,  δε μπορούσε να στρίψει με τίποτα, κάτι κολωνάκια στην άκρη του δρόμου τον εμπόδιζαν, είχε τρελαθεί, όλη η ζωή του περνούσε μπροστά απ τα μάτια σα να προβάλλονταν σε μια οθόνη μ ένα προτζέκτορα,  η νταλίκα είχε διπλώσει, είχε σπάσει στη μέση,  έρχονταν κατευθείαν στο πρόσωπο του, τη τελευταία στιγμή μονάχα τελείωσαν εκείνα τα καταραμένα κολωνάκια και μπόρεσε να ξεφύγει,   άκουσε τον στριγκό  ήχο του μετάλλου που έξυνε τη πόρτα του αμαξιού  αμαξιού   περνώντας ξυστά,  μόλις κατάφερε  να βγει σ ένα χωράφι κρατώντας τη μια ρόδα στην άσφαλτο γιατί διαφορετικά θα είχε κυλήσει στη λάσπη του χωραφιού.

 Ένας οποιοσδήποτε οδηγός θα είχε σκοτωθεί   άλλα όχι αυτός που  είχε αλωνίσει όλη τη Πελοπόννησο έναν καιρό μ  εκείνο το φοβερό   Φίατ 128 κι αργότερα με το Γκολφ το Βολκσβάγκεν,-  τι  μηχάνημα κι εκείνο!-  ένιωθε  να  τρέμει ολόκληρος, έριξε μια ματιά στη  νταλίκα που εξαφανίζονταν πέρα μακριά σα να μην είχε συμβεί τίποτα,  αναθεμάτισε το καταραμένο  πλαστικό που είχε ξεκολλήσει απ το ραδιόφωνο κι είχε σκύψει να το μαζέψει για να βρεθεί φάτσα με το θάνατο,  σταμάτησε σ ένα βενζινάδικο πιο κάτω, ένας τύπος τον πλησίασε :΄΄ Ξέρεις  τι χρώμα έχεις;!’’ αυτός  τον κοίταζε σα χαμένος .

Σκέφτηκε ότι αυτό μπορεί να ήταν  σημάδι κι ότι δεν  έπρεπε να πάει για ψάρεμα μοναχός, πάντα βουτούσε με κάποιο  φίλο δε ξέρεις ποτέ τι γίνεται, συνήθως έρχονταν  μαζί του ο ψηλός που πήγαιναν για μπάσκετ στα γηπεδάκια του Ευόσμου τις πέμπτες τ απογεύματα,  αυτός που πωρώνονταν και τάδινε όλα,  ίδρωνε κι ορμούσε στον αντίπαλο σα να του είχε σκοτώσει τη μάνα!

 Θα ήταν καλύτερα αν τον είχε μαζί του όμως το   χρειάζονταν όπως και να ήταν ,  αυτή ήταν η απόδραση του σ έναν κόσμο μυστικό, κάτω απ την επιφάνεια του νερού, ανάμεσα σε ψάρια και χταπόδια και φύκια που γλιστρούσαν και σάλευαν  εκεί  κάτω αποκομμένα απ ότι συνέβαινε στον υπόλοιπο κόσμο,  αποφάσισε να το ρισκάρει, άλλωστε το ήξερε τόσο καλά εκείνο το μέρος.

Η μέρα ήταν βροχερή αλλά έτσι του άρεσε, τέτοιες μέρες πήγαινε για ψαροντούφεκο, μετά τη βροχή τα ψάρια βγαίνουν απ τις κρυψώνες τους εκεί κατά τη Μεθώνη, στις παραλίες της Κατερίνης, στο μέρος που το λένε’’ Μακρές πέτρες’’ εξαιτίας κάτι βράχων με σχήμα αλλόκοτα. Τα κύματα σκάνε κατά κει ήσυχα τις πιο πολλές φορές κι άλλοτε όταν ο καιρός είναι άγριος ξεσπούν με μανία αφρίζοντας καθώς  ξεδιπλώνονται κατά τη παραλία μες τη καταιγίδα θυμίζοντας καβαλάρηδες αγριεμένους.
  
Τα σύννεφα έμοιαζαν να καθαρίζουν, όλη η ατμόσφαιρα ήταν σα  να  είχε  πλυθεί, ένα τρένο σα φίδι διέσχιζε τα οργωμένα  υψώματα,  περικοκλάδες κόκκινες, καφετιές, κίτρινες, πράσινες, φύτρωναν ανάμεσα σε κάτι φραγκοσυκιές, ποιος ξέρει πως φύτρωσαν κατά κει πέρα τέτοια φυτά, ψηλά κατά τον Όλυμπο είχε χιονίσει, στο ράδιο λέγανε  για κάποιον που χάθηκε με τ άλογο του μες τα βουνά, τελικά τον  ανακάλυψαν κάπως  και τον σώσανε.

 Ο Αξιός   κατέβαζε ένα πράγμα που έμοιαζε με λασπουριά πιο πολύ παρά με νερό,  είχε διαβάσει ότι κάποτε αυτό το ποτάμι το διάβαινε χειμώνα καλοκαίρι   ψηλά στη Σερβία  ο Τίτο με τους παρτιζάνους του,  όλη  η έκταση τριγύρω  ήταν κάποτε μια λίμνη, ένας βάλτος απέραντος μέχρι ν αποξηρανθεί, βατόμουρα κόκκινα και μαύρα πούχαν απομείνει απ το καλοκαίρι διακρίνονταν  ανάμεσα σε θάμνους αγκαθωτούς

 Μια  νέα γυναίκα είχε πέσει σε κείνα τα νερά κάποτε γιατί ο άντρας της δεν την ήθελε, ήταν λέει πολύ σκληρός,  βάναυσος,   η καημένη δεν τον άντεχε άλλο,  ένας γέρος διηγούνταν ότι είχε ακούσει τις φωνές της και  γνώρισε τη σιλουέτα της ένα βράδυ ,  παλιά οι χωρικοί  έβγαζαν χταπόδια που έβγαιναν στην ακτή   τη νύχτα   με τα καμάκια,  ακόμα βρίσκεις πολλά χταπόδια άμα ξέρεις να ψάξεις κοντά στην αρχαία Πύδνα, εκεί όπου ο στρατός των Ρωμαίων νίκησε τους Μακεδόνες,  είχαν βρει κι  ένα ψηφιδωτό του Αλέξανδρου να πολεμά μανιασμένα καβάλα στ άλογο του,  μαζί μ’  ένα σωρό μάρμαρα κομματιασμένα,  σπασμένα από κολώνες και ναούς και μνήματα αρχαία, αυτά  που είχαν ρημάξει οι Γαλάτες εισβολείς,  οι βάρβαροι πολεμιστές του βορρά που είχαν κατέβει ως τη Μακεδονία λεηλατώντας το σύμπαν!

Ακόμα  πιο παλιά λέγανε ότι εκεί κοντά   ζούσαν οι Φρύγες με το βασιλιά τους το Μίδα που ότι έπιανε γίνονταν χρυσαφένιο, έλεγαν ότι κατά κει ήταν οι μαγεμένοι κήποι του με τα χρυσά μήλα,  αργότερα φύγανε   εκείνοι οι πληθυσμοί για τα μέρη κοντά στη Μικρασία, στη  Τροία.


Στο πατρικό του σταμάτησε, ο πατέρας του είχε ψήσει στα κάρβουνα, στη παλιά τους κουζίνα   κάτι τοπάνια  όπως λένε κατά κει τα μεγάλα κεφαλόπουλα, ήταν μάστορας στο ψήσιμο αυτός, τούδωσε και μερικά ρόδια κόκκινα με τα κλαδιά τους   πολύ όμορφα,  και κάτι ακτινίδια, έριξε μια ματιά στο παλιό τους σπίτι με το τζάκι, ήταν χτισμένο  δίπλα στο στάβλο με τα ζώα που ήταν άδειος πια,   παλιά χρησίμευε και για θερμαντικό τις κρύες νύχτες του χειμώνα.

Στη θάλασσα όλα έμοιαζαν ήσυχα, πήρε μια βαθιά ανάσα, κατέβασε τη στολή του,  τη φόρεσε, δεν ένιωθε να κρυώνει, ο σκύλος του πήδηξε απ το κάθισμα ολόασπρος, τρελαμένος με τις μυρουδιές που  κατέκλυζαν την ατμόσφαιρα, είχε ανακαλύψει μια τσάντα με κρέας κι είχε λυσσάξει να την ανοίξει, είχε  βρει  ένα σχίσιμο κι έχωνε τη μουσούδα του, σκάλιζε με τα ποδάρια του, ο άντρας έσκασε στα  γέλια, του έφτιαξε η διάθεση ακόμα περισσότερο .

Αμόλησε το σκύλο που άρχισε να ψάχνει νευρικά  τριγύρω και μπήκε κατόπι  στο θολό νερό , καταδύθηκε,  αισθάνθηκε ανάλαφρος, σα να τον φρεσκάριζε η επαφή με το νερό, σα να ξαναγεννιούνταν πάλι,  σα να έφευγε ένα βάρος απο πάνω του,   αυτή τη φορά τράβηξε σε μια κατεύθυνση αντίθετη, όχι εκεί που πήγαινε συχνά, σ ένα σημείο  όπου δημιουργούνταν μια κατωφέρεια, ένα χάσμα βαθύ,  είχε ακούσει για κάτι ρεύματα περίεργα που σχηματίζονταν κατά κει,  για κάποιο λόγο ήθελε να το εξερευνήσει,  εκείνη τη μέρα ένιωθε πολύ καλά κι ήθελε να  δοκιμάσει, έσφιξε στο χέρι το ψαροντούφεκο κοιτάζοντας μπροστά του μέσα απ το γυαλί της μάσκας όταν το είδε.

Πρέπει να ήταν κάπου κάπου  δέκα  κιλά όπως το υπολόγισε, δεν είχε ξαναδεί τόσο μεγάλο ψάρι, τα λέπια του έλαμπαν καθώς έγερνε αρμονικά το σώμα του, στα πλευρά του μια αδιόρατη γαλάζια γραμμή σχηματίζονταν, κολυμπούσε χαλαρά,  με άνεση, ήταν στο στοιχείο του, ένιωσε μια τεράστια λαχτάρα να το πιάσει, να το νιώσει να σπαρταρά στα  χέρια του,   ο πατέρας του  είχε φέρει κάποτε ένα τέτοιο μεγάλο αλλά όχι τόσο όμορφο,  απ τη λίμνη του Πολύφυτου,   απ τα Σέρβια στο φράγμα του Αλιάκμονα με την ατέλειωτη γέφυρα πνιγμένη στην ομίχλη το χειμώνα,  στη Κοζάνη κοντά  όπου πήγαινε να πουλήσει τα κηπευτικά τους.

 Αυτά τα λιμνίσια λέει μεγαλώνουν και γίνονται τέρατα,  ένα τέτοιο τέρας ήτανε  κι εκείνο,  τρώγανε καμιά βδομάδα και δεν έλεγε να τελειώσει, είχαν φωνάξει και κάτι γείτονες, ένας απ αυτούς, ένας λαίμαργος είχε πέσει με τα μούτρα, η γυναίκα του  καθάριζε το πρόσωπο και τα χείλη  του με  μια χαρτοπετσέτα εκεί στην αυλή του πατρικού όπου είχαν στρώσει το τραπέζι….

Σκέφτηκε ότι ήτανε κρίμα να χτυπήσει ένα τόσο όμορφο ψάρι, το ένιωθε λίγο σαν φίλο του, ήξερε τι έπρεπε να κάνει, το είχε, θα αμολούσε το βέλος κι ύστερα θα ανέβαινε στην  επιφάνεια να το αφήσει να εξαντληθεί,  έπειτα  θα το μάζευε με την ησυχία του, δε χρειάζονταν βιασύνη, δε θα του ξανατύχαινε τέτοια ευκαιρία.

 Όπως τα συλλογίζονταν όλα αυτά εκεί κάτω στα δεκαεφτά μέτρα  από την επιφάνεια κάτι έγινε, ούτε που κατάλαβε πως ξεκίνησε,  σα να  έχασε τον έλεγχο , πάτησε τη σκανδάλη, είδε το ατσάλινο  βέλος να φεύγει στο νερό,   όπως  κοιτούσε τη  πορεία του  ένιωσε κάτι να σαλεύει ξοπίσω του σα μια σκιά, γύρισε να δει τι συμβαίνει,   πάγωσε.

Μια σιλουέτα γυναικεία, υπέροχη, εξαίσια, με μαλλιά ξανθά που κυμάτιζαν απαλά στο νερό κινούνταν  αέρινα,  μπορούσε να δει τα μάτια της που  κοιτούσαν βαθιά μέσα του, έκανε μια κίνηση ανεπαίσθητη   σα να του έγνεφε να τον ακολουθήσει, ήταν πολύ ωραίο  το θέαμα κι ένιωθε την ανάγκη να γλιστρήσει μ εκείνο το πλάσμα που τον τραβούσε με μια δύναμη που δεν μπορούσε να ελέγξει  όλο και πια βαθιά κατά την τάφρο που έχασκε πιο πέρα, σ ένα μέρος μ ένα ναυάγιο σίδερα  φθαρμένα γεμάτο, φύκια και φυτά υδρόβια έχασκαν,  αποφάσισε ν'   ακολουθήσει εκείνη την οπτασία,  το μέρος  προς την τάφρο έμοιαζε σκοτεινό μα ένα φως αναδύονταν απο κάπου βαθιά ….


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...