Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΔΙΑΜΑΝΤΙ

Ένα κοπάδι από πουλιά πράσινα με ουρές ψαλιδωτές πετά πάνω απ την Τσιμισκή, μπορεί να τόχει σκάσει από κάποιο μαγαζί με είδη εξωτικά, ελίσσεται ανάμεσα σε πολυκατοικίες, έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στη ζούγκλα όπως τα βλέπεις να κουνούν τα φανταχτερά φτερά τους για ν αποφύγουν γερανούς υπερυψωμένους, στρίβουν ανάμεσα στις κοιλάδες των κτηρίων, επικοινωνούν με ήχους σε συχνότητες υψηλές που δεν πιάνει το αυτί του ανθρώπου, για ν' ακουστούν πάνω απ το θόρυβο των φρένων που μπλοκάρουν τους ατσάλινους τροχούς των οχημάτων, άλλα πουλιά και πετούμενα αντικρίζουν, παραδείσια πτηνά με λοφία περίεργα που τόχουν σκάσει κι αυτά, κοράκια με ράμφη τεράστια προσπαθούν να βγάλουν μεδούλι από κόκαλα που έχουν πετάξει εκεί στο Καπάνι, περιστέρια νωθρά με πλουμιστές στιλπνές φτερούγες,

Οι πράσινοι παπαγάλοι κατοπτεύουν το έδαφος, βλέπουν ανθρώπους από κάτω, ποδήλατα και μηχανές κάνουν ελιγμούς επικίνδυνους ανάμεσα στις διαχωριστικές λωρίδες, άλλα όντα μέσα σε οχήματα στριφογυρνούν τιμόνια υδραυλικά, δίπλα σε ταμπλό που αναβοσβήνουν.

Πιο πέρα περνούν από ένα μαγαζί με χαλιά, σχέδια παράξενα, θυμίζουν αντικατοπτρισμούς στο νερό, κι άλλα μοιάζουν με νιφάδες χιονιού γαλαζωπές και κόκκινες, τάχουν φέρει από μακριά, απ την Ασία, εκεί όπου τάβαζαν κάτω απ' τα γόνατα προσκυνητών και καλόγερων στα μοναστήρια του Θιβέτ, ψηλά στη στέγη του κόσμου, κι άλλα τά είχανε για να κλείνουν τις εισόδους των σκηνών των νομάδων, κι άλλα για σάβανα για να τυλίγουν τους πεθαμένους τους καθώς τους έστελναν στον άλλο κόσμο.

Εμείς καθόμαστε κάπου στα Nottos galleries, μιλάμε βλέποντας τα παραδείσια πτηνά στον ουρανό της πόλης, μια φίλη επιμένει ότι τα πιο πολλά ψέμματα τα λένε οι άντρες, ναι καλά, εδώ είδαμε σημεία και τέρατα, τις είδαμε ν' αλλάζουν γνώμη σε δευτερόλεπτα και να σε διαολίζουν, τόχουν στο αίμα τους το θεωρούν φυσικό, τις βλέπεις μ' εκείνο το βλέμμα που γυαλίζει, έτοιμες να σε παγιδέψουν πάλι στα παιχνίδια τους.

Έχουν λέει μυαλό πολύστροφο,σκέψη πολυσύνθετη, μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα, σιδερώνουν ενώ μιλούν στο κινητό, σχεδιάζουν, συνωμοτούν, οργιάζουν, σενάρια πολύπλοκα καταστρώνουν, υφαίνουν ιστούς, πουλιά στον αέρα πιάνουν!

Σε βολιδοσκοπούν, σ' ανιχνεύουν, δε μπορούν ν' αποφασίσουν αν σε χρειάζονται η αν θέλουν την ώρα τους να σκοτώσουν, υπερβάλουν, θέλουν να πετύχουν γρήγορα δίχως να κουραστούν, έχουν λύσεις για όλα, κανένα άντρα δε χρειάζονται λένε, νομίζουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν μοναχές τους, μικρές θεές απρόσβλητες αισθάνονται, άμα τις αγνοήσεις δε σε συγχωρούν, αλλά δε γίνεται να τις αφήσεις κιόλας ν' αλωνίζουν ατιμώρητες, είναι αμαρτία απ' το θεό .

Κι άλλα θέλω να πω, η φίλη μου λέει ότι δεν έχω φίλτρο, γυναίκα είναι κι αυτή, τι θα πει, όλο νεύρα είμαι, ένας βλάκας παραλίγο να μου χαλάσει τη μέρα, ένα τραγούδι στριφογυρνά στο μυαλό μου δε μπορώ να το χορτάσω, μ έχει ποτίσει εδώ και και καιρό, ''... και σένα που σαι σ' άλλο προσκεφάλι, δε θα προλάβω να σ' ονειρευτώ !''

Στα notos galleries συμβαίνουν πράγματα αλλόκοτα κάποιος περνά με φόρα μπροστά απ τα αντικλεπτικά μηχανήματα δίχως να τον πάρουν χαμπάρι, οι σειρήνες μένουν βουβές, σερβιτόρες χαμογελαστές με ποδιές μαύρες πηγαινοέρχονται, ένα κορίτσι μ' ένα λύκο άσπρο στην οθόνη του κινητού της περνά από δίπλα μας , γυναίκες γέρνουν και μπορείς να δεις τις δαντέλες των εσωρούχων τους που θυμίζουν λέπια, τα χέρια μιας απ αυτές καταλήγουν σε δάχτυλα μακριά, γεμάτα φλέβες σαν αυτά των μαγισσών.

Αρώματα θηλυκά μπερδεύονται στον αέρα και σε κατακλύζουν, ψίθυροι ακούγονται πίσω από παραπετάσματα, , μια αφίσα υπάρχει στο τοίχο που δείχνει μια εξέδρα πετρελαίου στη θάλασσα της Νορβηγίας, καταμεσής στον ωκεανό, ανάμεσα σε κύματα χρυσαφένια που αντικατοπτρίζουν τον ήλιο,

Κάτι τεχνίτες διορθώνουν μια βλάβη του ηλεκτρικού, ένα καλώδιο γυμνό τρίζει και εξαπολύει σπίθες παντού γύρω, σκάλες σιδερένιες ανεβοκατεβάζουν κόσμο αδιάκοπα, κεφάλια αναδύονται,, ένα ψηφιδωτό προσώπων περνά μπροστά απ' το μάτι και σε ζαλίζει, ένας βόμβος νερού ακούγεται από κάποιον σωλήνα όπου τρέχουν νερά, το κόκκινο παλτό μιας κοπέλας πιάνεται στη πόρτα ενός ασανσέρ.

Η φίλη μου επιμένει, μου λέει για περιπτώσεις ανδρών που της υποσχέθηκαν τον ουρανό με τ άστρα, κι όλα αποδείχθηκαν φούμαρα, μου λέει ότι δε μπορώ χωρίς αυτές, ''...ρε βλάκα ποιος θα σου βάλει να φας σαν άνθρωπος και να μη σαβουρώνεις ότι νάναι, ποιος θα σου πλύνει τα ρούχα, ποιος θα σε κρατήσει στο σπίτι σου που πας για ύπνο μοναχά, σα να είναι μονίμως πλημμυρισμένο και σεισμόπληκτο, ποιος θα σου δώσει μια στοιχειώδη αίσθηση ασφάλειάς σ ένα κόσμο χαοτικό!''

''Ναι αλλά τι γίνεται με τη γκρίνια τους, κι όταν μιλούν ώρες ατέλειωτες με τις φιλενάδες τους , τη μέρα, τη νύχτα, ο ύπνος δε τις πιάνει, διαβάζουν εγχειρίδια για το πως να σε ρίξουν, το περίφημο μυαλό τους αποδείχνεται μύθος και παραμύθι, αν πεις για τη γυναικεία τους διαίσθηση ένα δράμα, χάνονται μες τους υπολογισμούς τους, ζαλίζονται, τα παίζουν, στη πρώτη δυσκολία ζορίζονται, τα χάνουν, γκρεμίζονται, καταποντίζονται, μόλις πέσουν σε κάνα πηγάδι δυσκολιών τα παίζουν, απογοητεύονται απελπίζονται, κλαίνε τα παρατούν όλα, αξιολύπητες γίνονται!''.

Στο μεταξύ το πράσινο σμήνος της ζούγκλας δοκιμάζει ακόμα μια κάθετη εφόρμηση σα να εξερευνά το τοπίο εκεί στο ύψος της Αριστοτέλους, ζυγιάζεται, στρίβει συγχρονισμένα, όμορφα, ένα χάρμα οφθαλμών είναι, αποφεύγει εμπόδια, βουτά σε φαράγγια που σχηματίζει το μπετόν, ύστερα ανεβαίνει στην επιφάνεια, ψάχνει το προσανατολισμό του, εντοπίζει σημεία πλοήγησης, ψάχνει για πηγές νερού και τροφής, κουρνιάζει πίσω από τα air condition των γραφείων στους τελευταίους ορόφους, σε στοές και γαλαρίες τεχνητές, σε κτήρια παλιά γεμάτα σχέδια από γκράφιτι.

Προσαρμόζεται στους ρυθμούς της πόλης, κοιμάται αργά τυφλωμένο από τη θάλασσα των φώτων, πίσω από ξενοδοχεία μ όλα τα φώτα αναμμένα κρύβεται, κάτω από λάμπες και προβολείς που σκορπούν λάμψη σ όλες τις κατευθύνσεις , από κει πάνω βλέπει το κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια, έχει μια δικιά του οπτική του κόσμου, γίνεται νευρικό σαν τους ανθρώπους, εξελίσσεται, μεταλλάσσεται , αλλάζει η ιδιοσύσταση του, το βιολογικό του ρολόι, πηγές τροφής ψάχνει σε πάρκα με σπόρους κόκκινους πυράγκαθων, σκύλοι με δυο μάτια, ένα γκρίζο κι ένα κυανό, παραμονεύουν.

Εμείς συνεχίζουμε την κουβέντα εκεί πίσω απ' τους γυάλινους τοίχους του Notos galleries , ''Κι εσύ..''' μου λέει η φίλη''.. πολύ ζόρικος μας το παίζεις, όλους να τους δοκιμάζεις θες όλη την ώρα!''- ''.. Ναι άλλα είδες πως ξηγήθηκα στη φίλη σου και τι ψεματούκλες μ' αράδιασε, πως με κρέμασε δίχως οίκτο!''- ''Εντάξει εσύ είσαι εξαίρεση, δε ξέρεις να λες ψέμματα''- ''Ναι αλλά αυτό δε με παρηγορεί !''

Γυναίκες άλλες περνούν, μιλούν, φωνές βραχνές, μαυλιστικές, ζαλιστικές, μέικ απ προσεχτικά απλωμένο στο πρόσωπο τους, χαμόγελα αστραφτερά, μια τελευταία φορά περνά από μπρος μας το σμήνος των παπαγάλων, ύστερα χάνεται, πετά δυτικά κάτω απ τη γέφυρα του Κορδελιού μπορεί να περάσει, εκεί όπου οι καντίνες πουλούν σάντουιτς, μια στάση κατά τα Διαβατά μπορεί να κάνει να πιει νερό βρόχινο από λακκούβες που σχηματίζονται σένα μέρος με λεύκες κι ακακίες και ροδιές κιτρινισμένες απ το φθινόπωρο μετά θα συνεχίσει να ερευνά το τοπίο της πόλης.

Σε μια στιγμή όπως εξερευνούν το τοπίο, μπορεί να χαμηλώσουν για να περάσουν μπροστά από μαγαζιά με λίθους πολύτιμους , ένα δαχτυλίδι σε μια βιτρίνα μ ένα τεράστιο διαμάντι σε χρώμα πορτοκαλί μπορεί να τους τραβήξει τη προσοχή, έχει μια ποσότητα αζώτου μέσα του που προκαλεί άπειρους ιριδισμούς παράξενους, θα σταθούν μια στιγμή πεταρίζοντας μαγεμένα πο την ομορφιά του απόκοσμου κρυστάλλου, ύστερα θα συνεχίσουν να ερευνούν το τοπίο της πόλης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...