Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

MEDITERRANEAN COCMOS



Αχ θε μου ήταν καλή, πολύ καλή  κι αυθόρμητη,  μου άρεσε,  ένιωθα ένα τρέμουλο όπως της μιλούσα .

 Είχε τα μαλλιά κυματιστά όπως μ’  αρέσουν , έκανε εκείνες τις κινήσεις των γυναικών που θέλουν να δροσίσουν το λαιμό τους όταν ζεσταίνονται,   η φωνή της ήταν απαλή,  κινούνταν όμορφα,  φαίνονταν καλή όταν  φώναξε  τ  όνομα μου καθώς την έψαχνα, εκεί σε μια εκκλησία μπροστά,   σε μια καρέκλα καθόταν, δίπλα σε μια πισίνα με νερό γαλάζιο .

Είχα αγωνία για το πως θα είναι, ποτέ δε ξέρεις, η φίλη που της είχα πει να κοιτάξει  στο ιντερνέτ  μου είχες πει  ότι είναι εντάξει,  το ίδιο μου είχε πει κι εκείνο το κορίτσι που μου τη σύστησε, αυτό που ήταν ερωτευμένο με κάποιον  και με ρωτούσε ΄΄Δε περνά ποτέ αυτό ;΄΄. ΄΄Καλή είναι …’’,  μου είχε πει το κορίτσι εκείνο  ΄΄΄ …σαν και σένα! ’’  αλλά που να ξέρεις άμα δε τη δεις από κοντά.

 Η  φίλη   ήθελε να  βρεθούμε οπωσδήποτε το προηγούμενο  βράδυ  ΄΄Δεν είναι ανάγκη να ξεραθείς πάλι νωρίς, εμείς ποτέ δε κοιμόμαστε σαν άνθρωποι! ΄΄ ,  αυτή είχε ραντεβού με κάποιον που είχε κάνει μια εγχείριση στο πρόσωπο,  φοβούνταν για το τι θ’  αντικρύσει, μήπως ήταν κάνα τέρας με τίποτα χαρακιές,  αλλά όλα καλά πήγανε, ο τύπος ήταν γοητευτικός τελικά...

 Το ταξί που είχα πάρει αργούσε,  ο περιφερειακός φάνταζε ατέλειωτος,  αμάξια ρολάριζαν  και χάνονταν μέσα σε κατηφόρες κι ανηφόρες, ένα τρίκυκλο αρχαίο έσερνε  παλιοσίδερα και φάνταζε εικόνα από άλλο κόσμο,  ο ταξιτζής κάτι μουρμούριζε για ένα πελάτη που ήθελε να τον πάει κάποτε  στο COSMOS μέσω Θέρμης,  για μια κερκυραία που είχε ξεχάσει το κινητό της στο αμάξι του , για έναν  άλλον που μιλούσε ασταμάτητα, για ένα θείο του με εγκεφαλικό που γηροκομούσε γιατί δεν είχε κανέναν άλλο στον κόσμο ο θείος, για τη δουλειά όπου εργάζονταν πριν σα νυχτοφύλακας και παραμιλούσε τις νύχτες που ήτανε μοναχός  μήπως περάσει η ώρα.

 Άκουγα κοιτάζοντας τα φώτα κατά το λιμάνι,  λίγο χαμένος ήμουνα, κάπου ήθελε να μιλήσει ο οδηγός,  εγώ είχα αγωνία γιατί είχα  αργήσει,  με είχε πάρει δυο φορές,  έπρεπε να τη δω, να μου φύγει τουλάχιστον η περιέργεια.

Όμως  ήταν καλή , θέ μου ήταν καλή,  σ΄ ένα μέρος   εκεί κοντά στο Μάτζικ πήγαμε  να περπατήσει κι ο σκύλος της που ήταν όλο νεύρα, σ ένα χωράφι βγήκαμε, κάτι συκιές φύτρωναν πιο πέρα...

 Όπως φέρναμε βόλτες σ εκείνο το  λασπωμένο σταροχώραφο  στη μέση του πουθενά κι ο σκύλος μύριζε τον αέρα, μου είπε    για τότε που χώρισε,  εγώ της είπα τα δικά μου, κι ύστερα κουράστηκε και της πήρα εγώ το λουράκι του σκύλου.

 Για τις εκδρομές  μου είπε  εκεί στο Νέστο, στα φιδογυριστά του περάσματα απ όπου περνά το τρένο ανάμεσα σε νερά και βράχια,  για τις άλλες εκδρομές στο Παγγαίο, σ ένα μέρος γεμάτο φτέρες κίτρινες και πράσινες και κόκκινες  όπου ένα αμάξι έπεσε κάτω από μια γέφυρα  κι ένα παιδί σκοτώθηκε κάποτε...



Παραπατούσα όλη μέρα,  δεν είχα κοιμηθεί  καλά,  σε μια αγρυπνία ήμασταν το προηγούμενο βράδυ, ένας παππάς ψηλός ασκητικός με γενειάδα μακριά  με κοίταζε στα μάτια,  ίσως  είχε δει κάποιου είδους πνευματικότητα που την έβλεπα κι εγώ στα δικά του τα πράσινα , η Άφρω μου τηλεφωνούσε γιατί της είχα ζητήσει συγγνώμη που την έθιξα, της ορκίστηκα ότι δε θα το ξαναέκανα, είχα τύψεις, δε μπορείς να παίζεις μ  ότι πονά τον άλλον,  ύστερα ο Μάκης μου έστελνε μήνυμα ότι μπορούσα  να γράψω για τους τέσσερις τόμους του Τάκιτου,  ο Αργύρης προτού κοινωνήσει μου ζήτησε συγνώμη αν με είχε πειράξει κάτι που είχε πει , εγώ του είπα ΄΄Πλάκα  κάνεις!’’,  κάποιος  έλεγε ότι δεν είχε δει ποτέ  ούτε έναν άγιο στον ύπνο του, με διόρθωνε μαλακά στα λάθη μου…

 Το πρωί, σ’ ένα σπίτι, κάποιος μου είχε  ανοίξει  τη πόρτα αλλά δε βρήκα κανέναν μέσα, μονάχα σ ένα δωμάτιο ένα κοριτσάκι κοιμόταν κάτω από μαλακές κουβέρτες αναστενάζοντας ελαφρά, πήγα κατά κει, κάτι διακοσμητικά χριστουγεννιάτικα, μπάλες κίτρινες αστραφτερές, τραπεζομάντιλα καρό,  κηροπήγια χρωματιστά, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο,  ακούμπησα  το κορίτσι μαλακά στον ώμο, κάτι μουρμούριζε, φαίνονταν τόσο ανυπεράσπιστο, θέ μου, σκεφτόμουν πως τ’  αφήνουν έτσι τα παιδιά τους, μια σοκολάτα ανοιγμένη υπήρχε σε μια καρέκλα απάνω,  πήρα ένα κομμάτι , το κοριτσάκι συνέχισε να κοιμάται αναστενάζοντας.

Ήταν εκείνο το κοριτσάκι που είχε μια φωτογραφία στο γραφείο του από ένα μαγαζί νυχτερινό όπου είχε πάει με τους γονείς του, ένα άσπρο πουκαμισάκι  φορούσε σ εκείνη τη φωτογραφία,  ήταν όμορφο πολύ όμως δεν του άρεσε εκείνη η φωτογραφία,΄΄Γιατί να βγω με τα μάτια μισόκλειστα!’’-  ‘’ Σιγά μη δε βρεις να πεις κάτι!’’ της είχε πει η μάνα της,

 Μου είχε πει ότι εκείνο το βράδυ στο μαγαζί το νυχτερινό  κάποιος μυστήριος  το είχε σταματήσει καθώς πήγαινε στο μπάνιο,  του είχε πει ότι το παρακολουθούσε  από ώρα, πήγε να το κρατήσει απ το χέρι,   εκείνο είχε τρομάξει,  έτρεξε να φύγει ,ποιος ήταν εκείνος ο άγνωστος,  τι ήθελε ;

Ήταν το κοριτσάκι που όταν του ζητούσα να μου γράψει τι φόβους έχει στη ζωή αυτό μου είχε γράψει για  το θάνατο και  μ’  είχε στείλει. Είχε μια τάση να σκέφτεται φιλοσοφικά κι όλο του έβαζα τέτοια θέματα’’ Ποιος είναι ο προορισμός του ανθρώπου στη ζωή;’’ κι άλλα τέτοια,  αυτό έτρεχε πίσω απ τη μάνα του,  τη ρωτούσε, της τραβούσε το μανίκι,   τη ζάλιζε,  κρατούσε σημειώσεις σ ένα τετραδιάκι. Σαν έφευγα την άκουγα  καθώς έμπαινα στο ασανσέρ που φώναζε στη μάνα της ΄΄ Πήρα εννιά, ή ‘’ Πήρα εννιά κόμμα δύο!’’ το μωρό μου!. Πολλές φορές το είχα δει να στέκεται κοιτάζοντας τη φωτογραφία του πατέρα της που πέθανε από ένα κόμπο σε μια φλεβίτσα του εγκεφάλου.

Δε με πείραζε που κοιμόταν το μικρό, θα περνούσα άλλη φορά,  κατά τα Διαβατά ομίχλη πολύ  και υγρασία, ένα αγόρι στο αστικό έπαιζε κάτι σ ένα κινητό με σπασμένη οθόνη ραγισματιές γεμάτη, φωτάκια κίτρινα,  κόκκινα, πράσινα, φωτιές πετούσε στον ουρανό το εργοστάσιο της ΕCO,  κάτι παραπήγματα γύφτων, ένα κανάλι κάτι παιδιά βρώμικα παίζανε κατά κει…


Φαίνονταν καλή , είχε απαντήσει σ’  όλα τα μηνύματα μου αλλά ποτέ δε ξέρεις, κι εγώ βέβαια της τα είπα όλα, κι ούτε  που ξέρω αν έκανα λάθος,  της είπα ότι νόμιζα πως είχε παιδιά,  αλλά μου είπε ότι ήταν τ’  ανίψια της, ότι είχα ρωτήσει τη κυρία Δήμητρα που μου είπε ΄΄ Ρε βλάκα θα  βρεις έτοιμα τα μικρά!’’  και  πάντα έχει  δίκιο  σ’ αυτά η κυρία Δήμητρα.

 Της έκανε εντύπωση κι ήταν λίγο αγχωμένη και κουρασμένη,  της είπα να πάμε στ’  αμάξι της,   το ψάχναμε εκεί μέσα   στη θάλασσα των αυτοκινήτων και των ανθρώπων, κόσμος  περνούσε  κι αμάξια  σωρός,  μια ζαλάδα, σ έπιανε  εκεί μέσα στο χαμό των παρκαρισμένων οχημάτων , φασαρία, βουητό .από  μηχανήματα αυτόματα ,δάχτυλα στους κερματοδέκτες, χαρτάκια και κουπόνια στα φωτεινά μηχανήματα φύλακες με   στολή φωσφοριζέ, ΄΄ Έχω καλή αίσθηση προσανατολισμού για γυναίκα’’  μου είπε,  και πράγματι σε λίγο το βρήκε,   ήταν ένα γυαλιστερό  ασημί, έτσι φαίνονταν στα σκοτεινά τουλάχιστον.

Ένιωθε  μια ανασφάλεια, το αισθανόσουν, μια απουσία προσανατολισμού, μια αβεβαιότητα ΄΄…δε ξέρεις ποιον να εμπιστευτείς’’, εγώ την καθησύχαζα,  αυτό τουλάχιστον ξέρω να το κάνω με τις γυναίκες,  τη ρώτησα για το αγαπημένο της συγκρότημα ’’Οι depeche  mode’’  .

Θυμήθηκε τότε που ντυνόταν με μαύρα ρούχα, τότε που  της άρεσε   η Μαντόνα  κι ο Τζορτζ  Γκλούνι,   η φωνή της είχε κάτι το καθησυχαστικό,  δεν το περίμενε ότι  θα μου άρεσε, ‘’Οι φίλες  λένε ότι είναι  παιδική ΄΄ -  ‘’μα αυτό ακριβώς μ άρεσει!’’,     για μια φορά  όλα γίνονταν ομαλά,  δίχως ζόρισμα .
Της είπα πόσες φορές είχα περπατήσει μοναχός μου εκεί  πέρα στο Μediterranean  Cosmos τα Σάββατα το απόγευμα κοιτάζοντας τα τρέιλερ των ταινιών,  το  κόσμο που έτρωγε στα φαγάδικα με τα παιδιά του,  τα βιβλία, τις βιτρίνες, τα φώτα στα μαγαζιά,  μου άρεσε όλο αυτό,  είχα συνηθίσει,  μου άρεσε η μοναξιά μου, όμως  όλα έχουν ένα τέλος, που να ξέρεις...

  Κ ι ύστερα με πήγε μέχρι στο σπίτι μου,  της έλεγα να προσέχει στη Μουδανίων όπου όλοι τρέχουν σα παλαβοί,   με ρώτησε αν θα βρεθούμε το άλλο σαββατοκύριακο,   κι εκεί κοντά στο σπίτι που μ άφησε, μου ζήτησε να με φιλήσει, κι ήταν μαλακή, κι αυθόρμητη και ζεστή, και  θηλυκή  θεέ μου αυτό ήταν το καλύτερο…

Η φίλη ήθελε να μου πει νέα απ τον χαρακωμένο,  τη περίμενα πρώτος όπως πάντα εκεί που συναντιόμαστε,  ήμουν ήρεμος παραδόξως, κλειστά τα Μακ  Ντόναλντς, πάνε αυτά,  μια δεσμίδα από μαβί φως έπεφτε σ ένα κτήριο παλιό, μια πολυκατοικία σκοτεινή μ ένα παραθυράκι μοναχά ψηλά να φέγγει,  κάτι τραγούδια άκουγα,  όταν ήρθε η φίλη της έπιασα το χέρι,  μια τρυφερότητα  πρωτόγνωρη ένιωθα,   παιδιά μιλούσαν σε κινητά,  μια στέρνα κάπου  γεμάτη  νερό γυάλιζε,  ένα μπάνιο με αποχρώσεις γαλάζιες, ηρεμιστικές, μια γλυκιά μελαγχολία  με κατέκλυζε όπως  όταν είσαι ευτυχισμένος, το ήξερα ότι  μπορούσε να συμβεί κάποτε, το περίμενα, βέβαια ποτέ δεν ξέρεις …

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...