Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ΑΛΠΕΙΣ

 

Όλοι είχαν κλειστεί μέσα στα σπίτια τους εκείνον το καιρό εξαιτίας  της  επιδημίας  αυτόν όμως καθόλου δεν τον πείραζε καθώς    δούλευε  ώρες πολλές  , από το πρωί που ξεκινούσε μέχρι αργά το βράδυ μ’ ένα διάλειμμα το μεσημέρι να ξεκουραστεί λίγο,   τα μαγαζιά έκλειναν   αλλά εκείνος   είχε στήσει καλά το δικό  του και πουλούσε όλη την ώρα παίρνοντας παραγγελίες τηλεφωνικές  από παντού. Είχε εγκατασταθεί   στο υπόγειο και κανείς δεν τον ενοχλούσε, τα παιδιά είχαν τα δωμάτια τους κι η γυναίκα του ήταν στην κουζίνα, στο άλλον όροφο, έτσι είχε την ησυχία του εκεί πέρα.  Έμπαινε το πρωί, έβγαινε το μεσημέρι να ξεμουδιάσει λίγο  κι ύστερα ξανά πίσω για την απογευματινή βάρδια, ήταν λίγο σα φυλακή όλο το σκηνικό  αλλά το είχε συνηθίσει. Η δουλειά τον είχε απορροφήσει τόσο που δεν έβρισκε  ώρα για τίποτα άλλο, είχε τρεις - τέσσερις οδηγούς που έκαναν τις παραδόσεις,  μιλάμε  εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες δέματα, δεν είχε ταβάνι το πράγμα, μια φορά το μήνα μονάχα  πήγαινε στις αποθήκες να δει τι γίνεται, να έχει μια εικόνα .

 Ο κόσμος τώρα που είχε κλειστεί μέσα  ήθελε να  βγάλει το άχτι του και το είχε ρίξει στα ψώνια, αγόραζαν ότι να ναι χωρίς να προσέχουν και πολύ για ποιότητες και τέτοια, το μόνο που ήθελαν ήταν  να  νιώσουν ότι έκαναν  κάτι, ότι είχαν μια επαφή με τον κόσμο, ότι  έπαιρναν  ένα  αντικείμενο που θα τους έβγαζε από τη ρουτίνα. Φόβος υπήρχε παντού, μπορούσες να τον νιώσεις στον αέρα όταν έβγαινες έξω, όλοι περπατούσαν κοιτάζοντας γύρω,  ήταν  σα να γινόταν πόλεμος , σα να είχε πέσει μια βόμβα κι όλοι έμεναν κλεισμένοι  στα κλουβιά τους όπως  τα ποντίκια όμως από την άλλη δεν ήταν να παίζεις μ’ αυτό το πράγμα,  φαινόταν ύπουλο κι όλοι έλεγαν  για κάποιον γνωστό τους που κόλλησε με κάποιον τρόπο. 

Κάθε μέρα μιλούσε πολλές ώρες στο τηλέφωνο κι έστελνε όλη την ώρα μηνύματα μέχρι αργά το βράδυ, ώρες -ώρες αντιλαμβάνονταν ότι  η κατάσταση είχε ξεφύγει λίγο, όλος ο κόσμος γύρω έμοιαζε να έχει αποσυντονιστεί, είχε χάσει τη ρέγουλα του, την καθημερινότητα του,  τα παιδιά δεν πήγαιναν   στο σχολείο,  οι γονείς δεν κατέβαιναν  στη  δουλειά, όλα  έμοιαζαν  να έχουν  εκτροχιαστεί. Πνιγμένος  κι εκείνος  μες  τις παραγγελίες και τα τιμολόγια  είχε χάσει τη μπάλα,  πολλές φορές δεν ήξερε τι μέρα είναι,  αν τελείωνε ή αν άρχιζε η βδομάδα, όλα έμοιαζαν σα μια ρόδα που έτρεχε στην κατηφόρα αδιάκοπα, συχνά  έβγαινε από το υπόγειο κι έβλεπε ότι είχε βραδιάσει,  πότε είχε περάσει η ώρα,  πως κυλούσε ο χρόνος ;

 Μια νύχτα ήταν τόσο κουρασμένος που τον πήρε ο ύπνος πάνω στο ακουστικό,  ο άλλος περίμενε να του απαντήσει κι εκείνος ροχάλιζε. Από την κούραση και τα νεύρα έχανε πολλούς πελάτες όμως κι αυτό ήταν   μέρος της δουλειάς. Αργά το βράδυ, όταν τελείωνε πια, περνούσε από τις κρεβατοκάμαρες να δει τα παιδιά του που κοιμόταν, καμιά φορά προλάβαινε να τους πει καμιά κουβέντα, να τα ρωτήσει τι κάνουν, να τα χαϊδέψει λίγο,  πάντα ήθελε να έχει επαφή μαζί τους, αν δεν ήταν εκείνα δεν θα δούλευε  τόσο πολύ και κάθε Κυριακή  δεν άφηνε κανέναν να τον ενοχλήσει, το μόνο που ήθελε ήταν να καθίσει με τα μικρά , αν δεν έκανε το διάλειμμα μια μέρα τη βδομάδα ήταν τελειωμένος.

Περνώντας πολλές ώρες στο υπόγειο γραφείο μπορούσες να πεις ότι ήταν κάτι σα φυλακισμένος όμως από την άλλη ήταν κοντά στην οικογένεια κι αυτό μετρούσε.  Χρόνια τους είχε στερηθεί δουλεύοντας στην αγορά, στο κέντρο, σ’ ένα μαγαζί πολύ γνωστό, είχε πιαστεί βέβαια τότε κι έχτισε το σπίτι,  ο κόσμος είχε λεφτά και κάθε μέρα έφευγε από  με την τσέπη γεμάτη χρήματα, δεν είχε παράπονο όμως είχε σιχαθεί τους ανθρώπους γύρω του, δεν ήθελε να τους βλέπει,  ήταν όλοι άπληστοι, είχαν πάθει κάτι και το μάτι τους γυάλιζε,  όταν τον απέλυσαν  ένιωσε τόσο χάλια που ορκίστηκε να μην ξαναπεράσει από κει, δεν μπορούσε να ξαναβλέπει  το στενό όπου πήγαινε τόσον καιρό κάθε μέρα, ήθελε να το βγάλει απ’  το μυαλό του σα να μην είχε υπάρξει ποτέ εκείνο το διάστημα.

Κάθε πρωί σηκώνονταν πολύ νωρίς προτού χαράξει, φορούσε τις  φόρμες κι έβγαινε για τρέξιμο,  περνούσε μέσα απ’ την πόλη προσέχοντας να αποφύγει τα στενά όπου δούλευε κάποτε, το είχε για κακό να περνά από κει,  κάνοντας ένα κύκλο  κατέληγε στην θάλασσα. Αυτό το πρωινό τρέξιμο  ήταν πραγματικά αναζωογονητικό, τον είχε σώσει, του άρεσε η αίσθηση ότι εκείνος ήταν ζωντανός και δραστήριος την ώρα που οι άλλοι κοιμόταν, αισθάνονταν σα να κέρδιζε κάποιον χαμένο χρόνο.  Έβλεπε εκεί πέρα κάτι τύπους  σαν κι αυτόν που ίδρωναν κι αγκομαχούσαν,   χάζευε τα ψαράκια που ερχόταν μέχρι έξω στα βράχια, παρατηρούσε τον καιρό που κάθε φορά  άλλαζε, γίνονταν  νοτιάς και υγρός,  δροσερός και ζεστός, παγωμένος και στεγνός. Με το ξημέρωμα, όταν έσβηναν τα φώτα στους δρόμους, γύριζε στο σπίτι ιδρωμένος, έκανε ένα ντους  κι έπειτα καθόταν να πιει τον καφέ του και να δει τα νέα της μέρας, αυτή ήταν η καλύτερη ώρα του…

«Έ Ηλία !» του  φώναξε μια φωνή κάποιο χάραμα και γύρισε να δει ποιος  ήταν, δεν είχε ξημερώσει  ακόμα κι ελάχιστοι είχαν ξυπνήσει, εκείνη τη μέρα χωρίς να το καταλάβει παρέβη τον κανόνα του και πέρασε από τον δρόμο όπου βρίσκονταν η παλιά  δουλειά του, η γυναίκα του τον είχε παρακαλέσει να ενημερώσει την κάρτα της στο αυτόματο μηχάνημα κι είχε βρεθεί αναγκαστικά κατά κει,  γύρισε το κεφάλι και  είδε εκείνον που του φώναζε,  ήταν  ο γιος του αφεντικού του, ένα ρεμάλι που δεν τον πήγαινε με τίποτα,  από παλιά, τότε που γύριζε στα μπουζούκια και στα ξενυχτάδικα  δεν κοιμόταν  προτού φέξει,   «Έλα δω ρε μια στιγμή!» του φώναξε «Ας πάω να δω τι διάβολο κάνουν» σκέφτηκε.   

Μπήκε στη πολυκατοικία, ανέβηκε στον δεύτερο όροφο και μπήκε στα γραφεία της εταιρείας, έριξε μια ματιά γύρω, πόσος καιρός είχε περάσει όμως όλα είχαν μείνει όπως τα είχε αφήσει, η πολυθρόνα  όπου καθόταν πάντα ο γέρος σκαλίζοντας τα χαρτιά του, οι κορνίζες  στους τοίχους,  το έπιπλο κάτω απ’  το οποίο  είχε βρει κάποτε έναν πάκο χαρτονομίσματα και τα είχε βάλει στην τσέπη του- παραδόξως κανείς δεν του ζήτησε ποτέ λογαριασμό αν και  πάντα πίστευε ότι ο γέρος τον είχε καταλάβει.  Όλοι τον έτρεμαν τον παππού, ήταν πολύ σκληρός,  πέρα απ’  το χρήμα δεν υπολόγιζε τίποτα,  στις γυναίκες υπαλλήλους μιλούσε με τον χειρότερο τρόπο, όλες τον φοβόντουσαν, μια μέρα είχε δει μια κοπέλα να τρώει ένα σάντουιτς  την ώρα της δουλειάς και της φώναξε κάτι εκείνη όμως του είπε « Κύριε Δημήτρη πως ν’ αντέξουμε τόσες ώρες που μας έχετε εδώ πέρα;»  ο γέρος δεν της το συγχώρεσε «Έχεις μεγάλη γλώσσα,  έλα πάνω να πάρεις τα μεροκάματα σου» της φώναξε και την έδιωξε. Πάντα ήταν τραχύς και δύσκολος,  έμοιαζε με  ζώο που το είχαν κατεβάσει απ’ το βουνό, κανείς δεν τον χώνευε, στη κηδεία του λέγανε ότι είχαν πάει μονάχα τα παιδιά του κανένας άλλος, πάλι καλά δηλαδή.  

 «Τι γίνεται ρε» τον ρώτησε ο κληρονόμος, μένοντας  σε απόσταση « Δε μπορώ να σου δώσω το  χέρι…» του πέταξε «καταλαβαίνεις μπορεί να σε κολλήσω» συμπλήρωσε χαμογελώντας και φάνηκε ένα κενό στα δόντια του «Άσε έχουμε πρόβλημα, ο γέρος μ’ άφησε ένα κάρο χρέη,  πήγε ο βλάκας κι αγόρασε το  ξενοδοχείο κάτω στο λιμάνι,  πέταξε  πολλά  εκατομμύρια κι αυτοί αποδείχτηκαν λαμόγια,  μας έχουν φάει ένα σκασμό λεφτά έχουν πέσει κι οι δουλειές, πάμε για φαλιμέντο!»  Ώστε έτσι λοιπόν, ο γέρος τα είχε κάνει λαμπόγυαλο κι όλοι τον έπαιρναν για μεγάλο μυαλό που ήξερε από επιχειρήσεις κι από λεφτά  όμως  έτσι γίνεται, όσο πιο έξυπνος  νομίζεις ότι είσαι τόσο πιο εύκολα την πατάς.   

«Θυμάσαι ρε τότε που  θέλαμε να σε στείλουμε Ελβετία μ’  εκείνη τη τσάντα τα λεφτά κι ήσουν έτοιμος να δεχτείς,  τελικά πήγα  εγώ στη θέση σου και μ’ έπιασαν  οι μπάτσοι όπως πηγαίναμε να περάσουμε ένα τούνελ στις Άλπεις, άμα περνούσαμε την καταραμένη σήραγγα  τελείωνε η υπόθεση,  έκανε ένα κρύο που σε τρυπούσε κι εγώ καθόμουν σα βλάκας και κοίταζα το χιόνι πάνω στο βουνό,  έφτυσα αίμα μέχρι να φύγω !»  Πραγματικά έτσι είχε γίνει, έβγαζαν παράνομα μ’ αυτόν το τρόπο λεφτά για να μη φορολογηθούν.  Ήταν έτοιμος   να δεχτεί τότε,  ήταν όλα κανονισμένα,  σκεφτόταν ότι ήταν καλή ευκαιρία για ένα ταξιδάκι,  θα πήγαιναν μ’ ένα αυτοκίνητο, ο οδηγός  ήξερε τα κόλπα,  είχε λίγο ρίσκο η υπόθεση  όμως  ο γέρος  τον είχε διαβεβαιώσει ότι όλα ήταν κανονισμένα και κανείς δεν θα έψαχνε την μικρή τσάντα που κουβαλούσαν, το είχαν κάνει ένα κάρο φορές προηγουμένως. Μετά από δισταγμούς τελικά είχε αρνηθεί και  διάβασε στις εφημερίδες ότι  τους είχαν πιάσει στα σύνορα κρατώντας τους  κάμποσο διάστημα,  ο γέρος τελικά έβαλε το χέρι του και καθάρισε .

«Έ λοιπόν ξέρεις γιατί μ’  έπιασαν;» συνέχισε ο άλλος, « Με κάρφωσαν και ξέρεις ποιος, η μικρή που έδιωξε ο γέρος μου, την είχα γκόμενα ένα φεγγάρι κι όταν τη σούταρα σκύλιασε, μου το κρατούσε, έτυχε τότε να την απολύσουμε και βρήκε έναν θειο της που είχε στην αστυνομία, εκείνος μου την έστησε, τηλεφώνησε στο εξωτερικό, παντού, ήταν κέρατο,  είχα  κάνει τη βλακεία και της το είχα πει,  σκόπευα να την πάρω μαζί μου για παρέα στην Ελβετία,  δεν το ήξερα τότε αλλά ο πατέρας  είχε άκρες στην αστυνομία και μου είπε τι έγινε,  όταν το έμαθα   ήμουν έξαλλος αλλά μετά σκέφτηκα «δε πάει στο διάβολο!»  

Ώστε έτσι είχε γίνει λοιπόν, «Τι μαθαίνεις φίλε μου άμα ξυπνάς πρωί» σκέφτηκε, κοίταξε τον τύπο μπροστά του που κάπνιζε σκαλίζοντας τα χαρτιά όπως ο πατέρας του,  δεν τον έπειθε, δε μπορούσε να κρατήσει αυτός τόσο μεγάλη εταιρεία, δεν ήταν για τέτοια, σίγουρα θα τα πουλούσε όλα όπως είχε μάθει να κάνει μια ζωή,  δεν θα άφηνε τίποτα.  Κοίταξε τα αραιά του μαλλιά,  κάποτε ήταν όμορφος κι όλες  οι γυναίκες έτρεχαν πίσω του, πως είχε γίνει έτσι τώρα ρε φίλε, πως τ’  αλλάζει όλα ο καιρός,  τελικά ίσως δεν είχε κάνει άσχημα που πήγε εκεί πέρα να δει πως ήτανε.  Φεύγοντας σκεφτόταν την ιστορία με τα λεφτά και το τούνελ στις Άλπεις, φτηνά την είχε γλυτώσει, θα μπορούσε να περνά που και που από κει να μαθαίνει κανένα νέο.  Όπως έτρεχε δίπλα στη θάλασσα θυμόταν  την παλιά δουλειά του κι όλα όσα ήθελε να ξεχάσει, δεν ήταν τόσο χάλια τελικά όμως  κάτι δεν του άρεσε και λίγο -λίγο η προηγούμενη  απέχθεια για ότι όσα συνέβαιναν στην εταιρεία του γέρου   επέστεφε και του χαλούσε την διάθεση, το ήξερε πάντα ότι εκείνο το μέρος  εξέπεμπε μια τοξικότητα.

Ξημέρωνε σχεδόν κι όλα γύρω φανέρωναν την πραγματική τους γκρίζα εικόνα, ναι ασφαλώς,  ήταν λάθος του που πήγε από κει, θα του χαλούσε όλη τη μέρα,  καθώς διέσχιζε το δρόμο τα φώτα από τις κολώνες έσβησαν ξαφνικά και δεν μπορούσε να δει γύρω ,  ένα αμάξι ερχόταν με φόρα από το βάθος και το ένιωσε την τελευταία στιγμή  να περνά ξυστά από διπλά του,  φρενάρισε παρακάτω κι ένας χοντρός έβγαλε το πελώριο κεφάλι του,  «Πρόσεχε ρε ηλίθιε!» του φώναξε.  

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...