Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

HALLOWEEN

 Έπρεπε πλέον  να δουλεύει από το σπίτι έτσι του είχαν πει από την εταιρία  κι αυτό ήταν δώρο θεού,  δεν είχε καμιά όρεξη να τρέχει λαχανιασμένος όπως έκανε τόσα χρόνια προσπαθώντας  κάθε πρωί να προλάβει το ωράριο,  το είχε επιθυμήσει  να μείνει στο σπίτι ώρες ατέλειωτες  μέχρι να σαπίσει και να βαρεθεί φορώντας τις παντόφλες του,  σιγά μη του έλειπε το γραφείο, καθόταν εκεί πέρα κάθε μέρα μέχρι αργά  διαβάζοντας  τους φακέλους και  τα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία,  έπαιρνε τηλέφωνα δεξιά αριστερά σε πελάτες, έκλεινε δουλειές, διαπραγματεύονταν τιμές, μια χαρά  ήταν,  πως δε το είχαν σκεφτεί τόσον καιρό να δουλεύουν  από το σπίτι ρε φίλε, σε άλλες χώρες λέει το εφάρμοζαν από χρόνια, αυτό ήταν το μέλλον,  όλων η δουλειά γινόταν καλύτερα!

Καθώς οι θερμοκρασίες έξω έπεφταν ήταν πολύ ευχάριστο να κάθεσαι στο σπίτι ανάβοντας το καλοριφέρ, ο καιρός του θύμιζε την εποχή που ήταν φαντάρος  σε κάποιο στρατόπεδο έρημο κάπου στα σύνορα ένα φθινόπωρο πριν από πολλά χρόνια, τα φύλλα άλλαζαν χρώμα και γίνονταν καφετιά και κόκκινα,  τα άρματα έφευγαν για ασκήσεις κι όπως περνούσαν πάνω  από μια γέφυρα για να βγουν από την πύλη ο ήλιος χτυπούσε με τις ακτίνες  το πρόσωπο του σα να τον πυροβολούσε με φωτεινές ριπές, τέτοιες αναμνήσεις περνούσαν από τη σκέψη του.

Κάθε πρωί που ξυπνούσε για να κατεβάσει τα σκουπίδια αντίκριζε έναν γάτο παχουλό που ξάπλωνε πάνω στον  σωρό ξερών φύλλων έξω από την πολυκατοικία,  τον χάιδευε στην κεφάλα κι εκείνος άρχιζε να γουργουρίζει ευχαριστημένος. Ύστερα,  έφτιαχνε καφέ και καθόταν  στο γραφείο του,  απ’  το παράθυρο του μπαλκονιού παρακολουθούσε τα πουλιά που μαζεύονταν στο δέντρο μπροστά από το σπίτι του, ήταν  μια καρυδιά που ποιος ξέρει πως είχε σωθεί από τον οικοδομικό ορυμαγδό,  τα καρύδια είχαν αρχίσει να μαυρίζουν και να πέφτουν και τα πουλιά που τα είχαν πάρει χαμπάρι τα έκοβαν με το μάτι και μετά σκαρφάλωναν στα τελευταία κλαδιά,  άρπαζαν με το ράμφος τους ένα κάθε φορά κι εξαφανίζονταν κατά τις στέγες των πολυκατοικιών.  Πιο ικανές ήταν οι καρακάξες με τα ασπρόμαυρα γυαλιστερά τους φτερά, ήταν πολύ σβέλτες κι έβρισκαν αμέσως το στόχο τους,  οι δεκοχτούρες πάλι πρέπει να ήταν  χαζοπούλια, ήταν ήμερες όμως και όμορφες καθώς ζυγιάζονταν στα κλωνάρια  χωρίς να μπορούν  να τον δουν όπως  τις παρακολουθούσε πίσω από το τζάμι ακίνητος. Τα πουλιά τον ξυπνούσαν κάθε πρωί,  μόλις ξημέρωνε άρχιζαν να κράζουν και να μαζεύονται σε κοπάδι σα να πανηγύριζαν  που τελείωσε η νύχτα και τώρα ο ήλιος θα ζέσταινε επιτέλους τα ταλαιπωρημένα σώματα τους, τα παρακολουθούσε σα αν ήταν στο ύπαιθρο,  ήταν μια εμπειρία πολύ ευχάριστη.

Ένα βράδυ εκεί που καθόταν αφηρημένος χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσε χωρίς να σκεφτεί κι άκουσε  μια φωνή γυναικεία να λέει:  « Στο  διπλανό   διαμέρισμα   μένει ένας γέρος,  έχει κάτι που θέλω, μια από αυτές τις μέρες θα σου πω  πως  θα το πάρεις » - « Ποια είσαι;» ρώτησε «Που με ξέρεις , που βρήκες τον αριθμό μου;» -  « Θα σου ξανατηλεφωνήσω, γεια» είπε η άγνωστη φωνή κι έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικά. Πρώτη φορά δέχονταν τέτοιο περίεργο τηλεφώνημα, κοίταξε για το νούμερο όμως δεν φαινόταν τίποτα, είχε γίνει με απόκρυψη η  φωνή του θύμιζε κάτι αλλά δεν μπορούσε να βρει τι,  κάπου την ήξερε ειδικά ο τρόπος που είχε πει το ‘’γεια’’ ήταν πολύ γνωστός όμως τι ήθελε δεν μπορούσε να καταλάβει.  Στο διπλανό διαμέρισμα  έμενε πράγματι ένας γέρος, ένας  τύπος μοναχικός,  κανείς δε φαινόταν να τον επισκέπτεται και δεν ήξερε τίποτα για κείνον  μονάχα ότι ήταν συνταξιούχος αστυνομικός, καμιά φόρα  του  ζητούσε καφέ που τον έφτιαχνε και   του τον έδινε από το μπαλκόνι,  ο γέρος τον έπινε κι επέστρεφε το  φλιτζάνι  με το πιατάκι  χωρίς να μιλά μόνο τον κοιτούσε  μ’ ένα έναν βλέμμα που έλεγε ‘’ευχαριστώ’’, αυτό ήταν όλο.

Δεν μπορούσε  να εξηγήσει τι σήμαινε  το τηλέφωνο της γυναίκας  όμως το σκεφτόταν πολύ τις επόμενες μέρες και πρόσεχε περισσότερο τον γέρο που έμενε δίπλα του. Δεν του ήταν  αντιπαθητικός και  θα του μιλούσε περισσότερο  αν δεν τον είχε δει ένα μεσημέρι να  κυνηγά τον παχουλό γάτο στην ταράτσα και με μια σκούπα να τον ρίχνει κάτω στο κενό, το σώμα του γάτου αφού κύλησε πάνω σε μια τέντα που έκοψε την πτώση του προσγειώθηκε άγαρμπα στο τσιμέντο αλλά ο γάτος ήταν βέβαια εφτάψυχος κι εξαφανίστηκε τρέχοντας χωρίς να πάθει τίποτα, έκτοτε ερχόταν επιφυλακτικά μόνο σ’ εκείνον, αν και λένε ότι οι αρσενικοί είναι μπούφοι  ετούτος  ήταν έξυπνος,  περίμενε κάποιος ν’  ανοίξει την πόρτα της πολυκατοικίας κι αμέσως χωνότανε, πολλές  φορές αν αργούσε να του δώσει τις κροκέτες του  γρατζουνούσε την πόρτα κι εκείνος καταλάβαινε ότι ζητούσε το πιατάκι του…

Βρισκόταν στο μέσον μιας βδομάδας που του είχε φανεί ατελείωτη, είχε μπλέξει μ’ έναν πελάτη αμερικάνο που δεν ήθελε να κάνει δουλειά αλλά επιθυμούσε κουβέντα για να περάσει την ώρα του,  τον είχε ζαλίσει για το πώς περνούν εκεί στην Αμερική και για τις γιορτές τους,  τώρα λέει είχαν το Halloween κι όλοι ήταν στενοχωρημένοι επειδή τα παιδιά δεν μπορούσαν να  γυρίσουν από σπίτι σε σπίτι μιας κι όλοι ήταν αμπαρωμένοι από τον φόβο της επιδημίας. Όταν επιτέλους ο άλλος τον καληνύχτισε   τα νεύρα του ήταν τεντωμένα, την ώρα που νύχτωνε έξω η περίεργη γυναίκα του ξανατηλεφώνησε πάντα με απόκρυψη, «Ο παππούς δίπλα είναι ξαπλωμένος στο πάτωμα,  δίπλα του υπάρχει ένας χαρτοφύλακας,  πάρτον και άφησε τον κάτω στην είσοδο πίσω από την κολώνα δεξιά» του είπε μ’ έναν τόνο προστακτικό που έμοιαζε να μη δέχεται αντιρρήσεις. Χωρίς  να σκεφτεί τι κάνει φόρεσε  μια ζακέτα και βγήκε να δει τι συμβαίνει, πράγματι η πόρτα του διπλανού διαμερίσματος ήταν  ανοιχτή, μπήκε μέσα και βρήκε τον γέροντα  στο πάτωμα της κουζίνας, ήταν  πεσμένος ανάσκελα, ανέπνεε ελαφρά σα να κοιμόταν,  δίπλα του υπήρχε ένας δερμάτινος χαρτοφύλακας ανοιγμένος όπως είχε πει η γυναίκα στο τηλέφωνο, ο γέρος δεν φαινόταν να έχει πάθει τίποτα αν και ήταν παράξενο που είχε βρεθεί ξαπλωμένος εκεί πέρα  πάντως ήταν ζωντανός «Έ παππού» του φώναξε σπρώχνοντας τον μαλακά ο γέρος όμως δεν άνοιγε τα μάτια του σα να κοιμόταν βαθιά, άρχισε να φοβάται, τι ζητούσε στο ξένο σπίτι, ποια ήταν η γυναίκα που του είχε τηλεφωνήσει, πως ήξερε τι συνέβαινε, τι συνέβαινε εκεί πέρα,  το καλύτερο που είχε ένα κάνει ήταν να φύγει  και να τηλεφωνήσει στην αστυνομία ή στα επείγοντα. 

 

Πήρε το 166,  τους είπε τι συμβαίνει κι όσο περίμενε να έρθουν   έριξε μια ματιά στον χαρτοφύλακα,  κάτι χαρτιά υπήρχαν εκεί μέσα, αποκόμματα από εφημερίδες, μια ταυτότητα παλιά,  κάτι βιβλιάρια κι άλλα έγγραφα ανάμεσα τους μερικές σελίδες λευκές όπου  ο γέρος φαίνεται ότι σημείωνε ημερομηνίες και περιστατικά που είχαν συμβεί κάποια περίοδο, ξεχώρισε μια σελίδα και διάβασε,  “Πήγαμε στο  καφενείο ‘’Οι δυο μουριές’’, ο ψηλός  με την καμπαρντίνα μας παρακολουθεί, λένε ότι όλα τα έκανε αυτός, δεν ξέρουν το όνομα του μόνο ότι  τον φωνάζουν  ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ, αυτός  έστηνε καρτέρι στο μεγάλο δρόμο που βγάζει  έξω απ’ την πόλη, εκεί έφαγε δυο γυναίκες που  έφευγαν από τα μαγαζιά μετά τα μεσάνυχτα ».  Στάθηκε εκεί μερικές στιγμές βλέποντας τα γράμματα του παλιού αστυνόμου, ποιος ξέρει τι υποθέσεις είχαν περάσει από τα χέρια του και τι είχαν δει τα μάτια του όμως   γιατί  τα σημείωνε όλα τούτα,  ποιος ήταν  εκείνος ο τύπος που τον αποκαλούσαν ‘’το φάντασμα’’, τι είδους  εγκλήματα είχε διαπράξει ; Χωρίς  να το καταλάβει συνέχισε να διαβάζει  τις γκρίζες  σελίδες, όλες οι σημειώσεις έμοιαζαν παλιές όμως μια τελευταία είχε προστεθεί κι ήταν  πολύ περίεργη, το μελάνι ήταν πολύ πιο φρέσκο λες και είχε προστεθεί από κάποιον περισσότερο μορφωμένο που χρησιμοποιούσε άλλο λεξιλόγιο, άλλες εκφράσεις,  η καταγραφή έλεγε « Από τότε δεν τον ξαναείδαμε και κανείς δεν άκουσε ποτέ  γι αυτόν, ήταν σα να πέρασε από κάποια τρύπα της πραγματικότητας κι εξαφανίστηκε στο άπειρο».

Η φράση αυτή για κάποιο λόγο τυπώθηκε βαθιά στο μυαλό του με τη μία, ήθελε να την αντιγράψει εκείνη τη στιγμή για να μη την ξεχάσει,  τι ωραία θα ήταν να μπορούσε  να  γίνει κάτι τέτοιο,  αν ήταν δυνατό να περάσεις από κάποια σχισμή μέσα στο χρόνο και να χαθείς, να φύγεις από τη μιζέρια του παρόντος και  να ταξιδέψεις,  να βρεθείς σε μια άλλη διάσταση, αν και αφορούσε κάποιον ύποπτο για εγκλήματα   η ιδέα του φάνηκε πολύ ωραία. Τακτοποίησε τα χαρτιά και τα έχωσε πάλι στον χαρτοφύλακα, όπου να ναι θα ερχόταν οι τραυματιοφορείς και δεν έπρεπε να τον δουν με τα χαρτιά έκλεισε το  φερμουάρ της τσάντας κι έριξε μια ματιά στο χώρο γύρω τη στιγμή που το κουδούνι χτυπούσε, ήταν οι νοσοκόμοι τους άνοιξε κι ακριβώς τότε  το τηλέφωνο του κουδούνισε  πάλι σαν κάποιος να παρακολουθούσε τη σκηνή, «Πάρε τον χαρτοφύλακα και θα μου τον παραδώσεις στις 12» είπε η ίδια  φωνή όμως αυτή τη φορά ήταν έξαλλος που μια γυναίκα τον διέταζε,   «Πήγαινε στο  διάβολο !’’ της φώναξε χρησιμοποιώντας κάτι βρισιές πολύ άσχημες   κι έκλεισε απότομα το τηλέφωνο.  Δεν είχε προλάβει να τη διαoλοστείλει όταν εμφανίστηκαν   δυο τραυματιοφορείς που τον κοίταξαν απορημένοι έχοντας ακούσει τις φωνές,  «Κάτι άσχετο» δικαιολογήθηκε, εκείνοι αφουγκράστηκαν τον γέρο,  κι έπειτα   σήκωσαν  με κόπο τον παππού  και τον έβαλαν στο ασθενοφόρο, «Αν χρειαστούμε κάτι έχουμε το τηλέφωνο σου»  φώναξε ο πιο σωματώδης   όπως κατέβαινε αγκομαχώντας τις σκάλες.

Όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα και  ήταν πάρα πολλά  για το μυαλό του,  δεν μπορούσε να τα αναλύσει,  να τα σκεφτεί, να τα εξηγήσει, πιο πολύ τον είχε θυμώσει το θράσος της γυναίκας όμως δεν ήταν  μόνο θυμός,  ήταν και φόβος γιατί ήταν σα  να τον παρακολουθούσε  με κάποια κάμερα κρυφή Ξαφνικά  ένιωσε πολύ κουρασμένος, οι ζόρικοι πελάτες τον είχαν σακατέψει όλη μέρα και τώρα το βράδυ  είχε γίνει κι αυτό, κλείδωσε,  φόρεσε τις πυτζάμες του κι έπεσε  για ύπνο. Κατά τις τρεις το πρωί ξύπνησε ακούγοντας έναν θόρυβο, κάποιος γρατζουνούσε τη πόρτα, ο ήχος έμοιαζε μ’  αυτόν που έκανε ο γάτος  όταν ήθελε φαϊ  αλλά το γατί ποτέ δεν το έκανε αυτό μέσα στη νύχτα, κοίταξε από το ματάκι κι εκείνη τη στιγμή ένα μάτι πελώριο εμφανίστηκε από την άλλη μεριά και τον κοίταξε, τινάχτηκε πίσω τρομαγμένος περιμένοντας κάτι να συμβεί όμως τίποτα δεν έγινε, μόνο μια σιωπή απέραντη απλώθηκε σα να είχε ερημώσει ο κόσμος όλος.   

 

  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...