Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΥΝΟΣ

Δεν έμαθα ποτέ να κολυμπώ όσο κι αν προσπάθησα, ο πατέρας μου πάλι ένιωθε νερό σαν ψάρι με το που έμπαινε στο νερό, όποτε πηγαίναμε σ’ εκείνο το χωράφι δίπλα στο ποτάμι όπου είχε φυτέψει κολοκύθια, άκου τι σκέφτηκε ο άνθρωπος, για το μόνο που δε μπορούσες να τον κατηγορήσεις ήταν έλλειψη φαντασίας, που τα είχε βρει  τα κολοκύθια, τη στιγμή που όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι έβαζαν καλαμπόκι ή στάρι ή μπαμπάκι αυτός έβαζε κολοκύθια, κάτι μεγάλα με ωραίο, κίτρινο χρώμα, ίσως του άρεσαν οι κολοκυθόπιτες αν και δε θυμάμαι ποτέ τη μάνα μου να φτιάχνει τέτοιου είδους πίττες. Πηγαίναμε λοιπόν εκεί πέρα σ’ εκείνο το χωράφι κι αμέσως ο πατέρας μου έβγαζε τα ρούχα του, βουτούσε αργά στο παγωμένο νερό και περνούσε απέναντι στο άλλο κτήμα που είχαμε κολυμπώντας με μεγάλες χεριές, έριχνε μια ματιά μήπως είχε γεμίσει χορτάρια, κι ύστερα επέστρεφε χωρίς να χρειαστεί να κάνει την μεγάλη διαδρομή μέχρι τη γέφυρα που ήταν χιλιόμετρα μακριά. Το ποτάμι  ήταν αρκετά βαθύ κι έπρεπε να ξέρεις καλό μπάνιο, ούτε θυμάμαι  που έμαθε να κολυμπά ο μπαμπάς μου αλλά κι ο αδελφός μου , κι εκείνος κολυμπούσε καλά, μια φορά που σκάβαμε σ’ ένα άλλο χωράφι πλάι σ’ ένα κανάλι αρδευτικό- η ζέστη ήταν ανυπόφορη και τα πουλιά στις καλαμιές χαλούσαν τον κόσμο τσιρίζοντας σα διάβολοι-  δεν άντεξε, βούτηξε στα παγωμένα νερά του καναλιού βγάζοντας φωνές, ‘’Πω ρε φίλε, αυτό είναι μπούζι!’’ δοκίμασε μερικές απλωτές επιπλέοντας στο ρέμα κι έπειτα βγήκε δροσισμένος με τις σταγόνες να τρέχουν πάνω του...
 

Προσπάθησα πολλές φορές  να μάθω κολύμπι, όποτε περνούσα πάνω από γεφύρια  μου περνούσε η σκέψη ότι αν έπεφτα εκεί μέσα την είχα βαμμένη, όποτε πάλι ταξίδευα με καράβι σκεφτόμουν ‘’ Τι κάνεις φίλε άμα αυτό το πράγμα βουλιάξει, πως βγαίνεις στη στεριά απέναντι ;’’ Και να πεις ότι δεν αγαπούσα το υγρό στοιχείο, τρελαινόμουν πάντα για δουλειές που είχαν σχέση με το νερό μες το καλοκαίρι, ποτίσματα, καθαρίσματα στο μπαλκόνια, πλυσίματα στο νεροχύτη ! Τη θάλασσα όμως δε τη μπορώ, η αρμύρα μου σπάει τα νεύρα  ρε φίλε σαν μπαίνει στη μύτη και στο στόμα, ‘’Έλα μέσα !’’ μου φώναζε η γυναίκα μου που ήταν από ώρα στα βαθιά με τη φίλη της την ψυχολόγο , μπορούσες να δεις τα κεφάλια τους που επέπλεαν,  εγώ όμως  δεν είχα καμιά διάθεση,  είχα μείνει στην ακτή παρακολουθώντας ένα κοπάδι από μικρά ψαράκια με ράχες γυαλιστερές που έτρεχαν να βγουν από ένα λάκκο βιαστικά σα να τα κυνηγούσαν, ‘’Αυτά τα κύματα με ζαλίζουν όπως πηγαινοέρχονται όλη την ώρα, δε μπορώ, πονά το κεφάλι μου !΄’, άκουσα να λέει η γυναίκα που μας είχε στην παρέα μας  η ψυχολόγος , μια μελαχρινή με μεγάλα μάτια,  έριξε μετά ένα ψιλό φόρεμα πάνω της κι έφυγε κατά το χωριό που βρισκόταν πίσω μας…
 

Κανονικά ο βόμβος των κυμάτων ο φλοίσβος κι ο αέναος παφλασμός σε ηρεμούν , έτσι είναι το λογικό , έτσι συμβαίνει σ’ όλο τον κόσμο αλλά αυτή η γυναίκα είχε ένα θεματάκι, μου το είχε πει η ψυχολόγος που την κουράριζε και μας είχε φέρει στο παραλιακό χωριό γιατί ήθελε να τη γνωρίσει καλύτερα. Είχε ιστορικό η κοπέλα, σε κάποια συνεδρία εκεί που καθόταν ευγενική έγειρε το κεφάλι κι όταν το σήκωσε είπε απότομα ‘’Τι θέλεις από μένα κυρά μου; ‘’ με μια φωνή αλλιώτικη, την είχε τρομάξει, δεν ήξερε τι να κάνει , σταμάτησε όπως -όπως εκείνη τη συνάντηση και της είπε ότι θα ξαναβρίσκονταν άλλη φορά, Ήξερε απ’ τα βιβλία ότι μερικά άτομα έχουν διχασμένη προσωπικότητα αλλά δεν γνώριζε πώς να το χειριστεί, φοβήθηκε, ήθελε να την παρατήσει, από την άλλη την έτρωγε η περιέργεια. Μελετούσε μερικά χρόνια την περίπτωση και είχε προσέξει ότι η γυναίκα εμφάνιζε πιο έντονα συμπτώματα το καλοκαίρι,  τον Ιούλιο κάτω από τον Αστερισμό του Κυνός  που κατακαίει τα πάντα στο διάβα του όπως  είχαν εξακριβώσει και οι αρχαίοι. Στη διάρκεια αυτών των ημερών  από κάποιαν αιτία ασήμαντη είχε δει την  κοπέλα ν’ αλλάζει χαρακτήρα και να γίνεται μια άλλη σα να έβγαινε από μέσα της ένας τύπος άγνωστος που κρύβονταν, ήταν λίγο τρομαχτικό αν και το συνήθιζες με τον καιρό, έμοιαζε σα να είχε δυο ανθρώπους μέσα της, μια φορά της είχε πει ότι όλα είχαν ξεκινήσει από τότε που ήταν παιδί και η μάνα της την είχε βάλει να πιάσει το χέρι της γιαγιάς της η οποία είχε πεθάνει για να την αποχαιρετήσει. Δεν ήθελε με τίποτα όμως η μάνα της επέμενε, την πίεζε, καλά μερικοί άνθρωποι είναι εντελώς ηλίθιοι, από τότε είχε αποκτήσει το πρόβλημα, σε μια ακρόαση την άκουσε να παραμιλά λέγοντας ‘’Όχι αυτό μαμά, όχι αυτό, είναι παγωμένο !’’
 


Όταν σκέφτεσαι ότι ένας άνθρωπος που φαίνεται φυσιολογικός κρύβει τέτοια μυστικά σούρχεται να τσιρίξεις, όπως και να είχε εγώ δε χρωστούσα τίποτα που μας την είχε κουβαλήσει εκεί πέρα την παλαβή, ευτυχώς δεν είχε καθίσει πολλή ώρα μαζί μας. Ξάπλωσα κάτω απ τα δέντρα, ένα αεράκι φυσούσε απ’ την απέναντι ακτή αναταράσσοντας την επιφάνεια της θάλασσας που συνέχιζε την αέναη κίνηση της , αυτό εμένα δε με πείραζε διόλου, οι φυλλωσιές έριχναν τη σκιά τους και μπορούσες να χαλαρώσεις, το κεφάλι μου ήταν βαρύ, ένα σωρό πράγματα το ζάλιζαν, αποκοιμήθηκα. Μες τη ζαλάδα μου άκουσα την ψυχολόγο να λέει ‘’Είναι υπερκινητικός, έτσι εξηγείται!’’ - ‘’– ‘’ Τώρα έχει σπάσει το ρεκόρ του!’’ ακούστηκε η γυναίκα μου ‘’Κανονικά δεν ησυχάζει, δεν μπορεί να καθίσει σ’ ένα σημείο. Σπάνια θα τον δεις έτσι, απορώ πως κοιμήθηκε, στο σπίτι δε σταματά να πηγαινοέρχεται και να με ζαλίζει μέχρι που τον στέλνω στη κρεβατοκάμαρα, κλείνω τη πόρτα και ησυχάζω!’’
 

Έβαλαν αντηλιακό που είχε τη μυρουδιά πράσινου τσαγιού κι ύστερα απλώθηκαν στις ξαπλώστρες τους, αυτές είχαν  τη ρουτίνα τους αλλά εγώ βαριόμουν, κανονικά δεν έπρεπε να ήμουν εκεί πέρα, το μόνο που ήθελα ήταν να βγω έξω απ την πόλη, να δω ανοιχτωσιά, κάμπους, χωράφια και χωριά. Η θάλασσα είναι το στοιχείο το της γυναίκας μου, αυτή κολυμπά σα δελφίνι φεύγοντας στα βαθιά και κάνοντας διαδρομές ατελείωτες μέχρι που το δέρμα της αρχίζει να μαζεύει, εγώ κάθομαι στη παραλία και την παρακολουθώ λες και είμαι ναυαγοσώστης, καλά για το τρελοκομείο της ηλιοθεραπείες ας μη μιλήσουμε, αυτό ποτέ δε μπόρεσα να το καταλάβω, να ψήνεσαι στην άμμο σα χταπόδι στη σχάρα πασαλείβοντας με κρέμες το ταλαίπωρο το σώμα σου, ε όχι ρε φίλε !
 

Ο ήλιος χτυπούσε δυνατά , μπαίναμε στα κυνικά καύματα τότε που ο Ήλιος  ρίχνει τα πυρωμένα βέλη του στη γη και μόνο οι σκυλιά  γυρνούν στους δρόμους.  Ένα στερεοφωνικό αντιλαλούσε στις λαγκαδιές, χάιδεψα με τ’ ακροδάχτυλα την πλάτη της γυναίκας μου ψηλά κοντά στους ώμους , μόνο αυτό την χαλάρωνε, κι έπειτα αποφάσισα να πάω μια βόλτα στο χωριό που ήταν χτισμένο στην πλαγιά πίσω απ’ την ακτή. Έκοψα δρόμο περνώντας από ένα παρκάκι, το γρασίδι που είχαν φυτέψει ηρεμούσε το μάτι κι ήταν ωραίο να περπατάς πάνω του, σε μια ταβέρνα τουρίστες έτρωγαν σαλάτες και καλαμάρια , αμάξια μ΄ ανοιχτά παράθυρα ερχόταν απ όλες τις μεριές κουβαλώντας κόσμο για τη θάλασσα, σε κάτι στενά που μπήκα καρακάξες με φτερούγες ασπρόμαυρες πετούσαν και χάνονταν μέσα στα φυλλώματα μιας συκιάς και σε κάθε γωνιά πετάγονταν γάτες μικρές και μεγάλες, πόσες ήτανε ρε φίλε!
 

Τα στενά σ’ έβγαζαν σ’ ένα δρομάκι ανηφορικό και σ’ ένα χαμηλό σπιτάκι που βρισκόταν κάτω απ το δρόμο είδα κάτι ασυνήθιστο, έναν γενειοφόρο σα καλόγερο να σκύβει πάνω απ’ το φέρετρο μιας γριάς με άσπρα μαλλιά. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο έβλεπα ανθρώπους να πηγαινοέρχονται στο καμαράκι όπου βρισκόταν η κάσα μιλώντας σιγανά σα να μην ήθελαν να ξυπνήσουν τη γριά . Ο αέρας που φυσούσε κυμάτιζε ένα κουρτινάκι άσπρο, κεντημένο,κι όπως το ανασήκωνε κάθε λίγο μπορούσα να δω σε μια γωνιά κοντά στο φέρετρο την γυναίκα που άλλαζε χαρακτήρα, καθόταν εκεί πέρα, χαμογελώντας και κουβεντιάζοντας μ’ έναν νεαρό, με αντιλήφθηκε και μούκανε νόημα να πλησιάσω.  Κατέβηκα μερικά σκαλοπάτι και μπήκα στο καμαράκι κάνοντας το σταυρό μου, ‘’Αυτή είναι η μάνα μου...’’ είπε χαμηλόφωνα ‘’...χτες το βράδυ πέθανε γι αυτό πονούσε τα κεφάλι μου και δεν άντεχα τη θάλασσα!’’. Από ένα καμαράκι που έβγαζε σε μια αυλή, στην πίσω μεριά, ένας γέρος βγήκε, έριξε στον δίσκο που είχαν βάλει ένα νόμισμα και πήρε κερί, κείνη τη στιγμή ο ρασοφόρος σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μου, νόμιζα ότι θα μου έλεγε ‘’Τι θες εδώ πέρα εσύ!’’ όμως αυτός πήγε πάνω απ’ την πεθαμένη γριά κι άρχισε ένα ψιθυρίζει κάτι ευχές ‘’Μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων…’’
 

Η τελετή τελείωνε κι ετοιμάζονταν να την πάρουν για τα μνήματα, δυο γεροδεμένοι έσκυβαν ήδη δοκιμάζοντας το βάρος που θα σήκωναν, έξω στο δρόμο τα τζιτζίκια χαλούσαν το κόσμο σα να είχαν μαζευτεί εκατομμύρια από δαύτα και ξεφώνιζαν τρελαμένα, ένας ανεμιστήρας που στριφογύριζε από πάνω μας δεν έβγαζε καμιά δροσιά μόνο γύριζε τους έλικες του απειλητικά,   τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να φύγω η γυναίκα-  δόκτωρ Τζέκυλ με τα τεράστια  μάτια   έκανε μια κίνηση κι έπιασε το χέρι της γριάς σα να την αποχαιρετούσε, κείνη τη στιγμή το χλωμό πρόσωπο της πεθαμένης σα να άλλαξε και να πήρε χρώμα ζωντανεύοντας, το κεφάλι της μετακινήθηκε ελαφρά και το στόμα της πήρε ένα σχήμα που δεν είχε πρωτύτερα, καλά  αυτό ήταν πολύ κουφό,  κόντεψα να τιναχτώ μέχρι το ταβάνι που δεν ήταν και πολύ ψηλά ενώ  από δίπλα μου ο παπάς ούρλιαξε ‘’Το είδατε αυτό, το είδατε, ! ’’ Για κάποιον λόγο   ίσως επειδή βρέθηκα μπροστά του, στράφηκε σε μένα σα να έφταιγα εγώ ’’ Το είδες,  πες την αλήθεια,  το είδες αυτό, όχι   πες την αλήθεια ! ‘’

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...