Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

SONIC BOOMS

Είχα ξεχάσει να πληρώσω, ούτε που το σκέφτηκα, όμως αυτής της φάνηκε φοβερό, έπρεπε να είμαι προσεκτικός, οι γυναίκες δίνουν μεγάλη σημασία σε κάτι τέτοια αλλά ρε φίλε ορκίζομαι ούτε που πέρασε απ το μυαλό μου, κι απ αυτή τη βλακεία σκοτωθήκαμε!

Δε μπορούσα να καταλάβω γιατί εξαγριώνονταν έτσι, τι στο δαίμονα ήθελε, είχε κάτι ξεσπάσματα άστα να πάνε, ο θεός να σε φυλάει, κάποια στιγμή είχα βρει το κουμπί της, δε την ερέθιζα, υποχωρούσα, το έπνιγα, το κατάπινα, μερικές φορές όμως μου την έδινε κι αρπαζόμουν, δε μπορούσα να το δεχτώ, ήταν πολύ σκληρή μαζί μου, βέβαια η γυναίκα φυλάγονταν προτού παραδοθεί κι έπαιρνε τα μέτρα της όμως κι εγώ τι έπρεπε να κάνω ρε φίλε, είχα βρει το μπελά μου, γινόμουν επιθετικός, τη στρίμωχνα, δεν ήξερε τι να πει μονάχα στράβωνε τα χείλη σ ένα χαμόγελο που δε μ έπειθε...

Δε με κοιτάς καθόλου, δεν είμαι όμορφη σήμερα;'' μου είχε πει  πρωτύτερα, όμως εγώ κάτι είχα, δε μπορούσα να συγκεντρωθώ με τίποτα μιλάμε, χάζευα τ' αμάξια περνούσαν ρολάροντας πάνω στην βρεμένη άσφαλτο μπροστά απ τα τζάμια του μαγαζιού όπου καθόμασταν, έναν αγώνα έβλεπα αντίκρυ σε μια τηλεόραση, γήπεδο πράσινο, φανέλες κίτρινες, δε μπορούσα να εστιάσω πουθενά ! Κάτι παπούτσια με μια ρίγα πορτοκαλιά κοντά στον πάτο τους είχαμε πάει να δούμε στις βιτρίνες, της είχαν αρέσει, '' Τι λες;'' με ρωτούσε'' Πάρτα όπως είναι!'' της είχα πει, εγώ θα τα είχα πάρει ήδη και θα τα φορούσα κιόλας, δε μπορώ να το καθυστερώ, άμα είναι να το κάνεις καν το, τελείωνε, μη μας ζαλίζεις, δε το μπορώ, αυτή όμως ήξερε καλύτερα, δούλευε παλιά σ ένα μαγαζί με παπούτσια και μπορούσε να καταλάβει με μια ματιά ποιο ήταν καλό...

Ένας λεκές εμφανίστηκε στο πουκάμισο μου, που βρέθηκε δε μπορούσα να καταλάβω, μου είχε δώσει κάτι χαρτομάντιλα υγρά, έβγαλα το πακετάκι, δε μπορούσα να τ ανοίξω, μου είχε εξηγήσει πως γίνονταν όμως δε μπορούσα να καταλάβω πως άνοιγε, το στριφογυρνούσα, το έψαχνα, δεν έβρισκα άκρη, θε μου γιατί τα κάνουν τόσο περίπλοκα, τελικά το σκισα να τελειώνω, ''Μα πόσο άγαρμπος είσαι!'' μου είπε...

Κάτι είχα πάθει όλο χαζά έκανα, όλο χάζευα, στα φαστφουντάδικα σέρβιραν καφέδες, χυμούς, ροφήματα διάφορα, μουσικές ακούγονταν. Κάτι σκάλες κατέβαινα, φώτα άναβαν μόνα τους καθώς πλησίαζα τους αισθητήρες, στα ίντερνετ καφέ πιτσιρικάδες έπαιζαν ηλεκτρονικά παιχνίδια βρίζοντας όλη την ώρα...Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ όλη μέρα, κρύο είχε βγάλει, κάπου θα χιόνισε, τα σπουργίτια καμουφλαρισμένα στο χώμα των πάρκων με δυσκολία διακρίνονταν όπως φούσκωναν τις μικρές τους φτερούγες, στα φρουτάδικα μήλα και πορτοκάλια κάτω απ το φως των προβολέων, στα κομμωτήρια οι γυναίκες έφτιαχναν τα μαλλιά και τα νύχια τους, στα προποτζίδικα τύποι όρθιοι περίμεναν κληρώσεις, αποτελέσματα, νούμερα, σ ένα βενζινάδικο δυο τύποι έπαιζαν τάβλι κάτω από έναν πλάτανο, στα καφενεία και στις ταβέρνες άνθρωποι έπιναν ούζο έχοντας πιάτα πορσελάνινα μπροστά τους απλωμένα. .

Ένα σοκ χρειαζόμουν να ξυπνήσω, παρακαλούσα στη δουλειά να γίνει πανικός κι όντως ρε φίλε ήταν κόλαση αλλά ούτε που μ' ένοιαζε, τελικά δεν ήταν τόσο δύσκολο αντέξεις αν περνούσες το πρώτο στάδιο, ήμουν άνετος μέχρι που ένας ηλίθιος γκριζομάλλης με κόκκινο μπουφάν χτύπησε με δύναμη το χέρι στο τραπέζι, εκεί δεν ήξερα τι θα έκανα, ήθελα να ξεσπάσω με κάποιο τρόπο απάνω του, ευτυχώς ο Χρήστος βγήκε έξω και καθάρισε...

Ήταν κι ο Γιάννης που πέρασε από κει και μ έφτιαξε, ένα κοστούμι γκρι φορούσε κι από κάτω πουκάμισο άσπρο με μανίκια ξεκούμπωτα, πολύ ωραίο, πάντα πρόσεχε το ντύσιμο του ο άτιμος ο πατέρας του ράφτης γαρ, το μαγαζί του ήταν σε μια στοά κάπου στην παλιά αγορά, όλο εκεί μέσα τον πετύχαινα, καθόταν μέχρι αργά το μεσημέρι μασουλώντας κάνα κομμάτι ψωμί, είχε μανία με τα βουνά και τα χόρτα που φύτρωναν εκεί πάνω, όλο στα ορεινά ταξίδευε με το πατέρα του παρέα, μου εξηγούσε πως γίνεται το σπαθόλαδο και γι άλλα χόρτα μου έλεγε, τα ήξερα αυτά, μου τα έδειχνε στο μαγαζί του, τα είχα ξαναδεί στο χωριό μου αλλά δεν ήξερα ότι ήταν θεραπευτικά....

Το καλοκαίρι που πέρασε πήγε στο Βέρμιο κάπου κοντά στη Παναγία Σουμελά, σ ένα χωράφι γεμάτο από κάτι χόρτα περίεργα που τα γύρευε χρόνια, μετά είχε πάει στη Σαντορίνη να βρει βότανα που έβγαιναν μονάχα εκεί, δε του είχε αρέσει το νησί, πολύ μαυρίλα απ τη τέφρα, πολύ ψυχοπλακωτικό, του την έδινε που όλοι οι τουρίστες μαζεύονταν να δουν τη δύση στη Καλντέρα κάθε απόγευμα, αυτός ξυπνούσε το πρωί να δει την ανατολή που ήταν πολύ πιο όμορφη, τα βράδια καθώς τα κρουαζιερόπλοια έμπαιναν στο λιμάνι ξεφορτώνοντας βλαμμένους Αμερικάνους τουρίστες έβγαινε καμιά βόλτα, όλα, μα όλα τα κέντρα στη σειρά έπαιζαν το ίδιο τραγούδι, μα τι είχαν πάθει όλοι...

Η μέρα της παρέλασης ήτανε, πλήθη κατέβαιναν κατά τη παραλία να δουν τα άρματα και τους στρατιώτες, αεροπλάνα από πάνω ταρακουνούσαν το στερέωμα του ουρανού δημιουργώντας ηχητικές εκρήξεις απ τα κρουστικά κύματα που δημιουργούνταν καθώς το σκάφος κομμάτιαζε ανελέητα τις αόρατες μπαριέρες του ήχου. Σηκώναμε τα κεφάλια να βρούμε τα αεροπλάνο που περνούσαν ψηλά όταν την είδα να έρχεται, ''Γιατί κρύβεσαι; '' μου φώναξε'' Ντρέπεσαι που μας βλέπουν μαζί;'' ήταν απρόβλεπτη εντελώς, δεν ήξερες από που θα εμφανιστεί, με φιλούσε εκεί μπροστά , την πήρα λίγο παράμερα στο δρόμο, ''Γιατί στέκεσαι μπροστά στις βιτρίνες, δε μπορείς να σταματήσεις μπροστά σε καμιά κολόνα σαν άνθρωπος;'

Στο σπίτι το βράδυ μου έδειχνε τις ελιές που έφερε απ' το κτήμα της, κάτι μεγάλες πράσινες, τσακιστές θα τις έκανε, και κάτι ρόδια είχε φέρει τεράστια, κατακόκκινα εγώ κάτι ποιηματάκια ήθελα να μεταφράσω, της τα χα δείξει, μονάχα ένα της είχε αρέσει, ''Πως γράφεις έτσι, τι απαίσια γράμματα, μονάχα το άλφα το κεφαλαίο κάνεις ωραίο!'', μιλούσε κι εγώ δεν άκουγα μόνο τη κοίταζα, είχε μια επιδερμίδα απαλή, ένα πρόσωπο μαλακό, ένα χαμόγελο γλυκό όμως εγώ ήξερα ότι μπορούσε να δαγκώσει. Δεν ήξερα τι θα έκανα, δεν είχαμε δέσει ακόμα καλά, ένα στοίχημα ήτανε, μπορεί να έπιανε μπορεί και όχι, είχα ξεκόψει απ τους φίλους μου, είχα ρισκάρει, μπορεί να μη μου έβγαινε, μια υποψία υπάρχει πάντα, δε ξερες τι θα σου βγει ο άλλος έτσι όπως έχει γίνει ο κόσμος, αυτή δεν είχε πρόβλημα όμως εγώ ήμουν ανοιχτός,ευάλωτος, έπρεπε να κλείσω πάλι γρήγορα, αυτή θα βυθίζονταν στη κατάθλιψη, δεν είχε πρόβλημα ή και μπορεί να είχε όμως εμένα θα μου ήταν αφόρητο, τις πρώτες μέρες τουλάχιστον..

Σαν ηρεμούσε ερχόταν να πλαγιάσει δίπλα μου, ζητούσε να της χαϊδέψω τη πλάτη, της άρεσε που τη σκέπαζα κάθε φορά που έρχονταν να κοιμηθεί κοντά μου, της άρεσε που έβλεπα αν κρυώνει, που ήθελα να την αγγίζω, που τη φρόντιζα, τελικά αυτό θέλουν οι γυναίκες φαίνεται, όμως ακριβώς το ίδιο έκανε μ' εμένα κι ο παππούς μου και της το είπα, το είχα ξεχάσει εντελώς, τότε που κοιμόμουν σπίτι του έρχονταν τη νύχτα και με σκέπαζε, τον άκουγα αλλά έκανα πως δεν καταλάβαινα, κάθε βράδυ μιλάμε γίνονταν το ίδιο πράγμα και να τώρα που τό κανα κι εγώ ...

Όλο για τότε που ήμασταν παιδιά λέγαμε, στο χωριό όπου είχε γεννηθεί ο σιδηρόδρομος περνούσε δίπλα απ το σπίτι τους , κοντά στις ράγες φύτρωναν συκιές άγριες, έναν άνθρωπο είχε δει να περπατά πάνω στ' άσπρα χαλίκια που είχανε στρώσει δίπλα στις σιδηροτροχιές, τον κοιτούσε μέχρι που χάθηκε μακριά. Πίσω απ το σπίτι τους ένα βουνό υπήρχε, το φθινόπωρο στις πλάγιες του οι φτέρες έπαιρναν χρώματα καφετιά και κόκκινα, τη νύχτα τ άστρα φαίνονταν πολύ καθαρά ιδίως δυο απ αυτά που έμοιαζαν με ζευγαράκι, έλαμπαν τόσο δυνατά που νόμιζες ότι αν άπλωνες το χέρι μπορούσες να τα πιάσεις, μια φορά είχε δει κι ένα τεράστιο φεγγάρι να χάνεται πίσω απ την οροσειρά βάφοντας το φρύδι του βουνού χρυσαφένιο...

Για ένα σπίτι δίπλα στο δικό της μου έλεγε όπου φύτρωναν ζουμπούλια και τριανταφυλλιές ροζ, μύριζαν υπέροχα, στη μέση του κήπου μια μανόλια ολάνθιστη με φύλλα γυαλιστερά και λουλούδια τεράστια που έμοιαζαν με άσπρες μπάλες χριστουγεννιάτικες, ένας φούρνος πλινθόκτιστος υπήρχε στην αυλή όπου έψηναν τα τσουρέκια τους που γίνονταν τέλεια, σα μαστίχα ήταν η ζύμη τους. Πήγαιναν εκεί με τη μάνα της και διάβαζαν κάτω απ τα δέντρα τα μαθήματα του σχολείου, η γειτόνισσα τους κερνούσε σακολατάκια δίχως περιτύλιγμα, η μάνα της δε την άφηνε όμως αυτή έπαιρνε πάντα πιο πολλά ''Πάρτε όσα θέλετε!'' τους έλεγε η γειτόνισσα κι εκείνη γέμιζε τη χούφτα της με μαργαρίτες σοκολατένιες, το πρωί τις έπαιρνε στο σχολείο τυλιγμένες σ αλουμινόχαρτο, τις άφηνε να λιώσουν στη τσέπη κι έπειτα τις έτρωγε έτσι λιωμένες...

Άλλοτε πάλι πήγαιναν και καθάριζαν εκείνο το σπίτι της γειτόνισσας, αυτή βοηθούσε τη μάνα της στο ξεσκόνισμα, παντού έβρισκε λεφτά πεταμένα, κέρματα, χαρτονομίσματα, ότι ήθελες, ο άντρας εκείνης της γυναίκας με τον κήπο τον υπέροχο δεν τα έδινε καθόλου σημασία, ήθελε να βάλει μερικά στη τσέπη της αλλά η μάνα της δε την άφηνε...

Μου έλεγε και για κάτι που το είχα ξεχάσει εντελώς, πως πατούσε τον πατέρα της που ήταν πιασμένος και ξάπλωνε στο πάτωμα, αυτή περπατούσε πάνω στη πλάτη του του ρε φίλε ακριβώς όπως έκανα εγώ με τη μάνα μου που πονούσε δουλεύοντας όλη μέρα στα χωράφια, κρατιόμουν απ το κάγκελο του κρεβατιού και την πατούσα ακούγοντας όλα τα κόκαλα της μέσης της να τρίζουν, κρακ - κρακ ....

Μετά γελούσαμε, ένα γέλιο πολύ δυνατό  είχε, ύστερα κάναμε έρωτα και κοιμόμασταν λίγο, όλο όνειρα αγχωτικά έβλεπα δε ξέρω γιατί, όλο εξετάσεις πολύ δύσκολες έπρεπε να δώσω κι όλο για κάποιο λόγο δε μπορούσα να περάσω, όλο κοβόμουνα, τα έδινα όλα ρε φίλε, όλα σου λέω όμως δε με περνούσαν με τίποτα, μα τι γκαντεμιά! ''Τι είδες πάλι;'' με ρωτούσε αυτή που πήγαινε κοντά στη πόρτα του μπαλκονιού να καπνίσει, με φώναζε και πήγαινα κοντά , ένα χρυσάνθεμο τεράστιο βυσσινί που είχαμε βάλει στο μπαλκόνι πάνω σ ένα τραπέζι, καθόμασταν και το κοιτάζαμε...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...