Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

ΦΡΕΝΑ ΠΑΝΙΚΟΥ

 Ολόκληρη η Μητροπόλεως είχε μπλοκάρει, το  πελώριο φαράγγι που σχηματίζονταν ανάμεσα στις δυο σειρές πολυκατοικιών έμοιαζε ν’ αντιβοά  πέρα ως  πέρα απ’ τους θορύβους και τα μαρσαρίσματα, ο δρόμος είχε κλείσει, αμάξια κορνάριζαν, όλοι αναρωτιόντουσαν τι συνέβαινε.

Σε μια διασταύρωση  ένα αυτοκίνητο στέκονταν στη μέση του δρόμου σε μια στάση αφύσικη σα να το είχε πετάξει όπως να ναι κάποιο  χέρι τεράστιο,  μια γυναίκα ήταν ακόμα μέσα του, κόσμος πολύς είχε μαζευτεί σε μια μεριά του πεζοδρομίου όπου μια μηχανή είχε μπει  ολόκληρη  σε μια βιτρίνα,  όλοι αναρωτιόντουσαν πως το είχε κάνει αυτό ο  αναβάτης,  κάποιοι λέγανε ότι  ένα πρεζόνι είχε πεταχτεί μπροστά του κι αυτός  μες το πανικό του φρενάρισε απότομα μπλοκάροντας τους τροχούς   για να καρφωθεί με το κεφάλι  μες τα τζάμια,η γυναίκα με το αμάξι έρχονταν από πίσω και ντεραπάρισε  κι αυτή κάνοντας σβούρες στο δρόμο,  ο μοτοσικλετιστής κείτονταν  μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο,  μια λίμνη αίματος είχε σχηματιστεί  γύρω του μπροστά απ  τη βιτρίνα που είχε γίνει χίλια κομμάτια, φορούσε ακόμα το κράνος του...

Σάββατο απόγευμα ήτανε λίγο προτού κλείσουν  τα μαγαζιά , τότε που  όλοι είναι χαλαροί γιατί υπάρχει το μαξιλαράκι της Κυριακής οπότε μπορούν να είναι ήσυχοι, δίχως άγχος για μια μέρα τουλάχιστον, η πόλη έμοιαζε πνιγμένη στην ομίχλη, στους πάγκους στο Καπάνι οι πωλητές είχαν απλώσει κομμάτια από κασέρι και τυρί και τρώγανε, ένας ζητιάνος κοιμόταν σε μια άκρη κουκουλωμένος με κουβέρτες μέχρι το κεφάλι, στα κοτοπουλάδικα καψάλιζαν κρέατα με φλογοβόλα κι άλλοι έκοβαν φιλέτα και τα τοποθετούσαν στα ψυγεία,  φρούτα χειμωνιάτικα παντού, σταφίδες απ το Αίγιο, μήλα απ το Πάικο, καρότα απ το Μενίδι, μανταρίνια και σταφύλια απ'  την Κόρινθο…

Γύρω ο τόπος θύμιζε κόλαση, ένας αστυνομικός με στολή εφαρμοστή και γκέτες μέχρι το γόνατο  υποτίθεται ότι ρύθμιζε τη κυκλοφορία αλλά στην πραγματικότητα κοιμόταν όρθιος,  κάποιοι φώναζαν, άλλοι γελούσαν κάνοντας χαβαλέ, άλλοι χάζευαν, η γυναίκα που ήταν στο αυτοκίνητο με την αφύσικη τοποθέτηση,  μια μελαχρινή σαραντάρα με κότσο, φώναζε ότι δεν  θα έφευγε με τίποτα από κει, ότι  η μηχανή  ήρθε και καρφώθηκε πάνω της απ το πουθενά, δεν έδινε δυάρα αν ο άλλος ζούσε ή πέθαινε, ζητούσε την αστυνομία, την ασφάλεια της, δικηγόρους, εισαγγελείς, τον κρατικό μηχανισμό να κινητοποιηθεί ολόκληρος, έμοιαζε απτόητη, ήταν αποφασισμένη να σταματήσει τη κυκλοφορία φέρνοντας το χάος! Δε θα μετακινούνταν  από κει ούτε με γερανό, μιλούσε στο κινητό ενώ ο κόσμος χτυπούσε το τζάμι της απειλητικά, απειλούσε θεούς και δαίμονες,   ήταν εκτός έλεγχου, δεν έδινε δυάρα για ότι γίνονταν τριγύρω, ένας άνθρωπος μόνος του άμα έχει θράσος μπορεί να τινάξει τη πόλη ολόκληρη στον αέρα καθώς όλοι μοιάζουν να κοιμούνται σ ένα τόπο όπου βασιλεύει η αταξία και κανένας δε σέβεται τίποτα , ήταν σα να είχε σταματήσει ο χρόνος, σα να είχαν  ακινητοποιηθεί τα πάντα, σα να πάγωσαν όλα κι ο δρόμος να έμενε κλειστός εις τον αιώνα …

Το σκοτάδι είχε αρχίσει να πέφτει, στη παραλιακή μια γραμμή από φανάρια έμοιαζε να κινείται αέναα, η Τσιμισκή γεμάτη φαστφουντάδικα και καφέ, πάνε τα εμπορικά, κλείσανε, παρακμή έχει ενσκήψει, ξηρούς καρπούς ήθελε από νωρίς ο Γιάννης που ήταν μαζί μου, σ' ένα μαγαζί όπου οι άνθρωποι ψώνιζαν στραγάλια και δαμάσκηνα ξερά πήρε μισό κιλό φιστίκι Αιγίνης, παρήγγειλε και ψίχα από φουντούκια ελληνικά...

Περπατούσαμε κι ο Γιάννης κατά καιρούς έχωνε το  χέρι σε μια χαρτοσακούλα τραβώντας φιστίκια που τα έσπαγε με τα δόντια του για να βγάλει το μαλακό καρπό, παπούτσια κοιτούσαμε στις βιτρίνες εκεί όπου ανεβοκατεβαίνουν σκάλες ηλεκτρικές, μια καφετερία στον πρώτο όροφο απέναντι στη θάλασσα όπου είχε ησυχία είχαμε διαλέξει να καθίσουμε.

‘’ Το ξέρεις ότι έχω να έρθω εδώ πέρα πάνω από τριάντα χρόνια;'' ‘’μου είπε  ‘’Εδώ είχα χωρίσει με την X που την αγαπούσα σα παλαβός,  <<Θέλω να χωρίσουμε!>>  μου είχε πει έτσι στο άσχετο κι εγώ καταλαβαίνω ότι τρέχουν δάκρυα απ τα μάτια μου συνέχεια, ένα πράγμα ανεξέλεγκτο, δεν μπορούσα να σταματήσω, απ τα γύρω τραπέζια κοίταζαν περίεργα , αυτή δεν έδωσε σημασία καθόλου, σηκώθηκε κι έφυγε κι εγώ έμεινα να κοιτάω απ το δεύτερο όροφο, εδώ που είμαστε τώρα, τα κάγκελα, το άνοιγμα που υπήρχε στις σκάλες, το μωσαϊκό με τα σχέδια στο πάτωμα, τα παιδιά πίσω απ το μπαρ, τα ποτήρια τα κολονάτα που γυάλιζαν. Την έχασα, έμαθα μόνο ότι σε δυο μήνες από τότε παντρεύτηκε, δεν έχασε χρόνο και την είδα πότε νομίζεις , προχθές ρε φίλε, το πιστεύεις προχθές, είχε σπάσει, το πρόσωπο της, είχε γεμίσει ρυτίδες, το μόνο που της είχε απομείνει ήταν εκείνο το υφάκι το αλαζονικό, δεν μπορούσα να πιστέψω πως είχε γίνει, δε βλέπονταν,  πολύ χάλια, γι αυτήν τη γυναίκα είχα χάσει την εξεταστική μου, αυτό ήταν που με είχε πειράξει πιο πολύ απ’ όλα, έχασα όλα τα μαθήματα που είχα διαβάσει !

Γκαρσόν που φορούσαν παπιγιόν πηγαινοέρχονταν στη καφετέρια της παραλίας, κάτι καράβια τουριστικά αρμένιζαν βαριεστημένα στη θάλασσα, το κεφάλι μου είχε βαρύνει , το μυαλό μου έμοιαζε σα να το έσφιγγε όλο και περισσότερο μια αόρατη μέγγενη, μια νύστα ανεξήγητη μ’ είχε πιάσει και κουτουλούσα δεξιά κι αριστερά, ένα περπάτημα χρειαζόμουν επειγόντως, μια μεγάλη απόσταση έπρεπε να διανύσω για να ξελαμπικάρω…

Κι έτσι βγήκαμε στη Μητροπόλεως όπου εκείνη η γυναίκα είχε μπλοκάρει το σύμπαν, κανονικά δεν έπρεπε ν’ ανακατευτώ όπως έκανα άλλες φορές αλλά η σκηνή με τραβούσε, ήθελα να δω τι γίνεται, μπορεί να έψαχνα κάποια εκτόνωση, το παθαίνω κάποιες φορές, πλησίασα και πως μου ήρθε άρχιζα να φωνάζω κι εγώ στη γυναίκα που είχε προκαλέσει το χάος οπότε απ'  το πουθενά εμφανίστηκε ένας τύπος με γυαλιά και λίγη καράφλα και τα ‘βαλε μαζί μου σπρώχνοντας με ‘’Τι θέλετε, αφήστε την ήσυχη, φύγετε από δω πέρα!!!’’ ήταν ο άντρας της, και τότε τα πήρα, δε μπορούσα να το πιστέψω, ήταν παλαβό, ανήκουστο, δε γίνεται ρε φίλε, δεν υπάρχει, ‘’ Είσαι τρελός;’’ του είπα ‘' μπορεί να  σκοτώσατε έναν  άνθρωπο, έχετε μπλοκάρει όλη τη πόλη, μα έχετε πολύ θράσος!!!’’ φώναζα εκεί πέρα τόσο πολύ που νόμιζα ότι θα μου πεταχτούν οι φλέβες στο λαιμό, ήταν σίγουρο ότι θα έκλεινε η φωνή μου όπως πήγαινα, θα φράκαρε ο φάρυγγας μου δεν υπήρχε περίπτωση, περίμενα να με υποστηρίξουν οι άλλοι αλλά κανείς δε μιλούσε, το Γιάννη τον είχα χάσει, αν είχα μαζί μου δυο τρεις θα τους παίρναμε παραμάζωμα αυτόν και την ηλίθια γυναίκα του που δεν καταλάβαιναν τίποτα όμως τουλάχιστον συνέχιζαν να τους γιουχάρουν και στο τέλος το ξεροκέφαλο ηλίθιο ζευγάρι φάνηκε να κλονίζεται, η γυναίκα έκανε όπισθεν  επιτέλους απελευθερώνοντας το δρόμο  κι όλοι μαζί αρχίσαμε να χειροκροτούμε ειρωνικά.

‘’Πάμε να φύγουμε από δω!’’ είπε ο Γιάννης που είχε το μυαλό του στον τραυματισμένο μοτοσικλετιστή  τον οποίο μαζεύανε οι τραυματιοφορείς εκείνη την ώρα  δίχως  ν αφαιρέσουν το κράνος του. Φύγαμε κι αρχίσαμε να τριγυρνάμε άσκοπα, τα πρακτορεία ταξιδίων είχαν αρχίσει τις προσφορές για ταξίδια μέσα στις γιορτές, Πράγα και  Ζαγοροχώρια, Λονδίνο και Ντουμπρόβνικ,  Νέα Υόρκη και  Μετέωρα, μερικά μαγαζιά είχαν αρχίσει να στολίζουν για τα Χριστούγεννα, ‘’ Ξέρεις με τι τα  χω συνδυάσει τα Χριστούγεννα ;’’ είπε o Γιάννης όπως περνούσαμε μπροστά από ένα ζαχαροπλαστείο, ‘’ Με τα σιροπιαστά, πάντα θέλω ν αγοράζω μερικά τις γιορτές, ή μάνα μου μας έφτιαχνε πάντοτε τέτοια, δούλευε στα καπνομάγαζα τότε,  πέθαινε απ τη κούραση κάθε μέρα, ερχόταν λοιπόν παραμονή Χριστουγέννων τόσο κουρασμένη που σέρνονταν όμως καθόταν μέχρι τα μεσάνυχτα και μας έφτιαχνε μπακλαβά για να έχουμε να φάμε όταν ξυπνήσουμε, σηκωνόμασταν το πρωί και τα βρίσκαμε έτοιμα, λαχταριστά, πέφταμε με τα μούτρα, θε μου ήταν τέλεια, δε θα το ξεχάσω ποτέ ! ’’

Τη μάνα του τη λάτρευε ο Γιάννης, το πατέρα του τον μισούσε, αναφέρονταν σ'  εκείνον με τα χειρότερα λόγια, τον έλεγε φασίστα, ίσως γιατί δε φέρονταν καλά στη μάνα του που ήταν απ'  τις πιο μορφωμένες γυναίκες που υπήρχαν, διάβαζε το Παρί Ματς που της έρχονταν κάθε βδομάδα , ήξερε άψογα γαλλικά, κι αυτήν τη γυναίκα ο πατέρας του την ανάγκαζε να τρέχει στα καπνομάγαζα και να ξενοδουλεύει μες τα χαμαιτυπεία, ο Γιάννης τρελαίνονταν,  δεν το άντεχε μια φορά είχε πιαστεί στα χέρια με τον μπαμπά του...

Ο πατέρας του ήταν γυμναστής στο σχολείο του Γιάννη, μια μέρα του την είχε βγει άσχημα μπροστά σ όλα τα παιδιά, του είχε μίλησε χοντρά, τον είχε βρίσει έτσι χωρίς λόγο,  ο Γιάννης δεν άντεξε,  είχε τόσα νεύρα που τον έπιασε απ το γιακά και τον πέταξε σα σακί σε κάτι σύρματα προστατευτικά  στην άκρη του γηπέδου, τα παιδιά είχαν πάθει πλάκα, τους είχαν πεταχτεί τα μάτια μ'  αυτά που έβλεπαν, φώναξαν τον λυκειάρχη ένα ψηλό ηλικιωμένο τύπο  ο οποίος δε καταλάβαινε τίποτα, τους πήρε και τους δυο στο γραφείο του, τους κοίταξε βαθιά μες τα μάτια  και μετά είπε στο Γιάννη '' Παιδί μου, δώσε το χέρι στον πατέρα σου  σε παρακαλώ!’’ ο Γιάννης το 'δωσε, δεν υπήρχε λόγος να το συνεχίσει, τον παραδέχτηκε το γέρο  λυκειάρχη πάντως, αυτός ήταν διευθυντής σχολείου, από τότε τον σέβονταν απεριόριστα...

Ξαναπεράσαμε απ τη Μητροπόλεως να δούμε τι είχε απογίνει, μπροστά απ την διαλυμένη βιτρίνα είχαν κατεβάσει τα στόρια, η  λιμνούλα απ τα αίμα τα του μοτοσικλετιστή δεν υπήρχε,  κάποιος την είχε ξεπλύνει, '' Με τόσο αίμα που έχασε δύσκολο  να ζήσει...'' μουρμούρισε ο φίλος  μου, όλα έμοιαζαν ήσυχα  πάλι μονάχα το αμάξι εκείνης της γυναίκας που τα είχε βάλει με όλους είχε  μετακινηθεί στην άκρη,  στέκονταν μετέωρο κάτω από μια κολόνα με τον σπασμένο καθρέφτη του  να κρέμεται...

Φύγαμε από κει, πήραμε την ανηφόρα της Αγίας Σοφίας, τραβήξαμε κατά τα κάστρα, κοπάδια από κοράκια πετούσαν πάνω απ τη πόλη φτιάχνοντας σχήματα περίεργα στο σκοτεινό ουρανό που φωτίζονταν απ τις ριπές των προβολέων, το σμήνος των μαύρων πουλιών κυλούσε ρευστό αλλάζοντας σχήματα,  ο αέρας που άρχισε να φυσά παρέσυρε ένα τενεκεδένιο κουτί αναψυκτικού που κύλησε κάτω απ τους τροχούς των παρκαρισμένων  αυτοκινήτων, από ψηλά φαίνονταν η πόλη και τα ποτάμια των φωτεινών φαναριών να  κινούνται αέναα, μια γάτα σκαρφάλωνε με άλματα στον κορμό ενός δέντρου, μετά  τινάχτηκε μέχρι το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου και χώθηκε ανάμεσα στα κάγκελα, σ’ ένα χάσμα των γκρεμισμένων τειχών  ένα κοπάδι παρδαλό από μαλλιαρά σκυλιά έτρεχε με φόρα πηδώντας πάνω απ ΄ πέτρες σα  κοπάδι λύκων που εισβάλει με μανία στην ανυπεράσπιστη πόλη...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...